ORAL HISTORY ARCHIVE

Download here

Name (Ονοματεπώνυμο): Argyrou Elli / Αργυρού Έλλη
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot/Australian (Κυπριακή/Αυστραλιανή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Νικολέττα Χριστοδούλου: Τι γνωρίζεις για το 1974;
Έλλη Αργυρού: ...Για τον πόλεμο. ...[Το]  Σάββατο 20 Ιουλίου, 6 η ώρα το πρωί ...ξυπνήσαμε ... από τα αεροπλάνα που πετούσαν χαμηλά [και]  άρχισαν να ρίχνουν.  ...Μετά μας είπαν... ήρθαν οι Τούρκοι [και] άρχισαν οι σειρήνες.  Η Λάπηθος είναι κοντά στο βουνό.  Εμείς κατοικούσαμε στον Άγιο Μηνά που είναι κοντά στο βουνό.  Εμείς με τα μωρά... όλοι από την ενορία τρέξαμε προς το βουνό.  ...Είχε πολύ μεγάλες σπηλιές που τις χρησιμοποιούσαν παλιά οι βοσκοί και πήγαμε όλη η γειτονιά και μπήκαμε μέσα...  Οι σπηλιές είχαν πολύ μεγάλο στόμιο κι εμείς στεκόμασταν μέσα και βλέπαμε τα πλοία που ήρθαν εντελώς προς τα έξω και έβαλλαν... [με] τους όλμους.  Τις έριχναν και έπεφταν πάνω στο βουνό του Πενταδάκτυλου και περνούσαν πάνω από τις σπηλιές.  Κάθε φορά που περνούσε ο όλμος ...νιώθαμε τον αέρα,... την πίεση που... [δημιουργούσε].  Και ...δεν είχε κάποιον να μας πει ότι ήταν επικίνδυνο εκείνο το πράγμα που κάναμε, που στεκόμασταν μέσα στη σπηλιά.  Κανένας δεν σκέφτηκε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο εκείνο το πράγμα που κάναμε...  Διότι εκείνοι μας έβλεπαν, από... τα πλοία, πού είμασταν, αλλά φαίνεται δεν ήθελαν να μας ρίξουν [σ’] εμάς.  Περνούσαν από πάνω...
ΝΧ: Ξυπνήσατε το πρωί η ώρα 6 με τις σειρήνες. Πώς νιώσατε;  Αμέσως είπατε είναι οι Τούρκοι;
ΕΑ: ...Κατευθείαν τρέξαμε στα βουνά.  ...Επειδή πριν ήταν το πραξικόπημα, είπαν είναι οι Τούρκοι και τρέξαμε στα βουνά να σωθούμε, γιατί ...αμέσως μόλις ήρθαν τα αεροπλάνα έβαλλαν...
ΝΧ: Είσασταν όλοι στο σπίτι και φύγατε όλοι μαζί;
ΕΑ: ...Ναι.  Οι πιο πολλοί φύγαμε και πήγαμε πάνω στα βουνά.  Είχε όμως και άλλους, σαν την μητέρα μου που ήταν ηλικιωμένη και άλλοι ηλικιωμένοι, [που] έμειναν κάτω από το σπίτι μου.  ...Ήταν διώροφο και έμειναν στο ισόγειο.  Λίγοι-λίγοι ήρθε όλη σχεδόν η γειτονιά.  Μείναμε πάνω, στις σπηλιές.
ΝΧ: Μου ανέφερες ότι σας είπαν τι συμβαίνει;  Δηλαδή ήταν κάτι που το περιμένατε;
ΕΑ: Ναι, ...αφού ήταν Τούρκοι, ήταν εισβολή...  Δεν το περιμέναμε...  Ούτε προετοιμασμένοι είμασταν ούτε ξέραμε.  Έλεγαν ότι μπορεί να έρθουν οι Τούρκοι, αλλά κανένας δεν ήξερε.  ...Πήγαμε στις σπηλιές, μείναμε τη νύχτα με τα μωρά μας.  Μετά ήρθαν κάτι ...στρατιώτες που ήταν στο Πέντε Μίλι ...[και] είδαν ότι βγήκαν οι Τούρκοι.  Ήρθε ένα παιδί τρεχάτος πάνω στο βουνό, ...ήταν η γυναίκα του ...στη σπηλιά, [και] λέει ‘ήρθαν οι Τούρκοι, βγήκαν, τους είδαμε’.  Εντωμεταξύ άρχισαν να καλούν για να καταταγούν.  ...Το πρωί που πήγαμε, ως [τις] 8, 9 η ώρα, άρχισαν να καλούν και ...οι πιο πολλοί νέοι που ήταν πάνω μαζί μας έτρεξαν να πάνε ...για κατάταξη στο στρατό...
ΝΧ: Εσείς πώς νιώθατε, φοβόσασταν;
ΕΑ: Πώς νιώθαμε.  ...Δεν μπορείς να φανταστείς.  ...Ένα παιδί μόλις ...[κάλεσαν] για κατάταξη έτρεξε, έφυγε.  [Και] του φώναζε η γυναίκα του ‘δώσε μου το κλειδί’ και λέει ‘ξέρεις πού έχει κλειδί’ και ούτε επέστρεψε.  Και το μωρό [του] δεν είχε σαραντίσει...  Έφυγε και είναι αγνοούμενος.  Και άλλοι που έφυγαν από πάνω, είναι αγνοούμενοι.  ...Κατεβαίναμε κάτω τη νύχτα, ...[γιατί] μετά τις 6 ...το απόγευμα σταματούσαν να ρίχνουν.  Και βλέπαμε από εκεί πάνω... τα αεροπλάνα που κατέβαιναν και χτυπούσαν...  Κατεβαίναμε το βράδυ, παίρναμε κάτι να φάμε ...και ξαναπηγαίναμε πάλι το πρωί.  ...Την πρώτη νύχτα κοιμηθήκαμε στις σπηλιές, χάμω...
ΝΧ: Θυμάσαι πώς ήταν στις σπηλιές;  Συζητούσατε κάτι;
ΕΑ: ...Απλά είμασταν μέσα, βλέπαμε τα πλοία, ...φοβόμασταν.  ...Συζητούσαμε.  ...Φοβόμασταν, τρέμαμε γιατί μας είπαν θα βγουν οι Τούρκοι.  Όταν μας είπαν... ότι δεν βγήκαν οι Τούρκοι, κατεβήκαμε όλοι.  Φύγαμε από τις σπηλιές.  Κατεβήκαμε κάτω.  Είπαν ότι θα φύγουμε να πάμε στο Τρόοδος, να βγούμε πάνω στα βουνά...  [Όταν] κατεβήκαμε κάτω το σπίτι μου ήταν γεμάτο [από] κόσμο που ήρθαν... προς τα πάνω, ...εκείνοι που ήταν κοντά στη θάλασσα.  Εμείς μπήκαμε μέσα στα αυτοκίνητα, 5-6 αυτοκίνητα, ...και ξεκινήσαμε για το Τρόοδος.  Πήγαμε μέχρι ...τη Βασίλεια και από τη Βασίλεια βγήκαμε πάνω στα βουνά, για να μην πάμε όλο παραλιακό δρόμο, ...και κατεβήκαμε να πάμε από τον Κοντεμένο.  Όταν κατεβήκαμε ...από τη Βασίλεια ...[και κάποιο] άλλο χωριό που ήταν μετά [και] ...κατεβαίναμε προς τον Κοντεμένο, τα αεροπλάνα κατέβαιναν από πάνω μας, νομίζαμε ότι θα μας έβαλλαν.  Δεν μπορείς να φανταστείς.  Όταν φτάσαμε στον Κοντεμένο είδαμε τη φάλαγγα. Γιατί χτύπησαν τη φάλαγγα που ερχόταν από το Τρόοδος και πήγαινε στην Κερύνεια.  ...Ήταν καμένη.  Όταν τα είδαμε εκείνα, μείναμε.  Και τα αεροπλάνα από πάνω ...βούιζαν.  Σταματήσαμε, μπήκαμε μέσα σ’ ένα σπίτι που ήταν διώροφο και ήταν γεμάτο σιτάρι και χοίρους. ... Έφυγαν τα αεροπλάνα, ύστερα μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο.  Δεν είχε κόσμο, κανέναν.  Μετά είδαμε ένα-δύο στρατιώτες, τους λέμε ‘μα πού είναι όλο το χωριό στον Κοντεμένο’.  Μας λένε είναι πάνω ...στα βουνά, ...έξω.  Μας είπαν ‘να πάτε’ και μας έδειξαν από πού να πάμε.  Πήγαμε σ’ έναν τόπο, ...νομίζω λεγόταν Άγιος Γιώργης, ...και ήταν όλο μάντρες εκείνος ο τόπος.  Εντωμεταξύ ...νύχτωσε.  Όταν φτάσαμε εκείνοι που ήταν κάτω στις σπηλιές πεταχτήκαν... [που] είδαν αυτοκίνητα, είμασταν 4-5 αυτοκίνητα.  Και στον Κοντεμένο ο κόσμος ήταν πάλι μέσα στις σπηλιές.  Είπαν ότι ...βγήκαν στρατιώτες πάνω ...και πετάχτηκαν πάνω.  ...Ένας μόλις μας είδε λέει [του άντρα μου] ‘μάστρε Αντώνη, τι γυρεύετε εδώ’.  Λέει ‘πάμε στο Τρόοδος’.  [Του] λέει ‘όχι, είναι επικίνδυνο, μείνετε μαζί μας’.  Και μείναμε μαζί τους μέχρι τη Δευτέρα, Τρίτη, πότε έγινε η εκεχειρία.  Εκείνες οι σπηλιές ήταν γεμάτες κοπριά από τα ζώα.  Γέμισαν τα μωρά ...[εξανθήματα].  Δεν είχαμε ούτε γάλα ούτε φαΐ ούτε τίποτε, τίποτε απολύτως.  Μετά πήγαν οι άντρες κάπου ...και έφεραν γάλα.  Είχα τον Νικόλα 10 μηνών και ...θυμάμαι πήραμε ένα κατσαρολάκι να βράσουμε γάλα και το πλέναμε με το χώμα, με τα χαλίκια... για να το καθαρίσουμε, να βράσουμε γάλα.  …Τη νύχτα κοιμόμασταν σε …μια εκκλησία.  Θυμάμαι ήταν γεμάτη κόσμο και ξαπλώναμε ο ένας ...δίπλα από τον άλλο, άγνωστος κόσμος.  ...Και το πρωί ...όταν είπαν ‘εκεχειρία’ κατεβήκαμε κάτω στον Κοντεμένο.  Οι άντρες είπαν ‘εμείς θα πάμε στη Λάπηθο να δούμε’.  Οι γυναίκες που ήταν μαζί μας είπαν ‘θα μείνουμε εδώ’...  Εγώ είπα ‘θα πάω κι εγώ μαζί σας’.  Και ξαναεπιστρέψαμε πίσω στην Λάπηθο.  [Ήταν] ...10-15 χιλιόμετρα[;] [απόσταση].  ...Κατεβήκαμε στη Λάπηθο.  [Υπήρχε] στρατός, ...δικοί μας στρατιώτες.  ...Ένα παιδί πετάχτηκε μπροστά μας, ένας στρατιώτης, και μου έδωσε ένα τηλέφωνο και μου λέει ‘σε παρακαλώ τηλεφώνησε σε αυτό το τηλέφωνο και πες ότι ...είμαι ζωντανός...’.  Ξέχασα το όνομά του.  ...Στη Λάπηθο όλος ο κόσμος [ήταν] εκεί.  Η μητέρα μου, οι γέροι, ...εκεί στο σπίτι μας.  Δεν είχαν έρθει ακόμα στη Λάπηθο οι Τούρκοι.  ...Βγήκαν στο Πέντε Μίλι [και] ήταν στο Πέντε Μίλι και στις αρχές του Καραβά...  Δεν είχαν μπει ακόμα στη Λάπηθο.  ...Ήταν πολύς κόσμος ακόμη στη Λάπηθο, ο παππούς σου, η γιαγιά σου [της ερευνήτριας].  Κι έτσι ...βγήκα πάνω [στο σπίτι], πήρα τρεις κουβέρτες και τις έχω ακόμα.  [Το] μόνο [που έχω].  Έλουσα τον Νικόλα που ήταν ...μωρό και γέμισε ...[εξανθήματα] από την κοπριά.  [Είμασταν]... άλουστοι. ... Μπήκαμε μέσα στα αυτοκίνητα και φύγαμε.  ...Πήγαμε στο Τρόοδος.  Η μητέρα μου έμεινε.  Μου λέει ‘εγώ δεν φεύγω, δεν πάω πουθενά’.  Μετά μπήκαν οι Τούρκοι στη Λάπηθο.
ΝΧ: Μπόρεσες να τηλεφώνησεις στους γονείς του στρατιώτη;
ΕΑ: ...Βέβαια τηλεφώνησα.  Ούου [χάρηκαν] οι γονείς του.  Εμείς είμασταν πάνω στα βουνά.  ...Η μητέρα μου έμεινε...  Μπήκαν οι Τούρκοι, τους έπιασαν όταν έγιναν οι μάχες της Λαπήθου...  Έπιασαν την γιαγιά...  Όπως μας έλεγε η μητέρα μου, ...ξεκίνησαν ...με την αδερφή της, κι εκείνη ήταν σχεδόν τυφλή, να πάνε κάτω στη θάλασσα, ...να φύγουν... από τη Λάπηθο.  ...Τους βρήκαν κάτι συγγενείς μας, στρατιώτες, και [τους] λέει ‘πού πάτε ...θεία Χρυσταλλού, μα πού πάτε[;]’.  ‘Γιε μου θα φύγουμε’.  ‘Επιστρέψτε γρήγορα πίσω’ της λέει ‘πηγαίνετε σπίτι σας, ...δεν μπορείτε, θα σας σκοτώσουν’.  Επέστρεψαν πίσω.  Πήγαν στο σπίτι μας [και] βρήκαν κάμποσους γέρους εκεί [που] κάθονταν... μέσα στο σπίτι.  ...Η μητέρα μου και η θεία μου διασταύρωσαν τον δρόμο και από μακριά είδαν Τούρκους στρατιώτες.  ...Μπήκαν μέσα και κλείδωσαν.  Ύστερα από λίγο ήρθαν οι Τούρκοι στρατιώτες [και] τους χτύπησαν την πόρτα.  Άρχισαν και έκλαιγαν οι γέροι ‘θα μας σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν’.  Η μητέρα μου άνοιξε την πόρτα [και] λέει μπήκαν μέσα ένας αξιωματικός, ωραίος ...με γαλανά μάτια, και ένας στρατιώτης.  ...Οι άλλες έκλαιγαν ‘θα μας σκοτώσουν’.  Σηκώθηκε η μητέρα μου, πήγε μπροστά του, ...του έπιασε το χέρι και του λέει ‘θέλεις να πεις γιε μου θα μας σκοτώσετε τώρα; Εμείς είμαστε γέροι... Δεν κάναμε τίποτε’. Και της λέει [στα] ελληνικά ‘μην φοβάσαι,... δεν θα σας κάνουμε κακό. Μην φοβάσαι’.  Ήταν Τούρκος ...αξιωματικός και μιλούσε Ελληνικά.  Της λέει ‘ποιος μένει στο πάνω σπίτι[;]’.  Του λέει η μητέρα μου... ‘είναι η κόρη μου γιε μου’.  ‘Πού είναι η κόρη σου τώρα[;]’.  Του λέει ‘πήγαν στη Λεμεσό, δουλεύει ο γαμπρός μου’.  Έτσι είπε.  Της λέει ‘έχεις κλειδί[;], του λέει ‘ναι’...
ΝΧ: Δεν φοβήθηκε;   Ήταν ψύχραιμη.
ΕΑ: Ναι, ...έτσι η μητέρα μου.  Βγήκαν πάνω...  Της λέει ‘βγες εσύ μπροστά εσύ’.  Είχαμε ανεμόσκαλα, βγήκαν πάνω, του άνοιξε [και] μπήκε μέσα.  Το σπίτι μας ήταν καινούργιο, πολύ ωραίο.  Μπήκε μέσα, έδωσε γύρο σε όλα τα δωμάτια [και] της λέει ‘εντάξει, κλείδωσε’...  Κατέβηκαν κάτω.  Ο στρατιώτης του την ώρα που κατέβηκαν κρατούσε [την] φωτογραφική [που] είχα πάνω στο ψυγείο και την πήρε.  ...Την πήρε ο αξιωματικός και την έδωσε της μητέρας μου.  ...Τους λέει ‘άντε ...τώρα να έρθετε να μπείτε μέσα στο αυτοκίνητο, να σας πάρουμε κάπου’.  Άντε πάλι κλάματα οι άλλες ΄θα μας σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν’.  ‘Δεν θα σας σκοτώσουν’ τους λέει.  Πήγε η μητέρα μου πήρε χαλούμια, πήρε ψωμί, ...πήρε κάμποσα πράγματα.  Τους έβαλαν μέσα στα αυτοκίνητα και τους πήραν στο Κεφαλόβρυσο της Λαπήθου.  Μάζευαν ...όλους τους ηλικιωμένους που έμειναν και τους έπαιρναν στο Κεφαλόβρυσο.  ...Η μητέρα μου λέει... [ότι] μόλις την είδαν με τα χαλούμια, το ψωμί, έτρεξαν.  ...Ήταν μέρες νηστικοί.  Τους κουβαλούσαν και δεν τους έδιναν να φάνε. ...Έτρεξαν, λέει, πάνω της.  Είχε [κάποιους] που ήταν διαβητικοί, ‘Παναγία μου θα πεθάνουμε’ [έλεγαν]...  Έκατσε ... η μητέρα μου, έκοψε κομματάκι-κομματάκι εκείνα τα ψωμιά και το χαλούμι που πήρε και έφαγαν όλοι όσοι ήταν εκεί.  Δεν ξέρω πόσες μέρες τους άφησαν στο Κεφαλόβρυσο.  ...Μετά τους έπιασαν και τους πήραν ...στο κέντρο της Λαπήθου.  ...Έπιασαν ένα τετράγωνο... και ...έβαλαν τους εγκλωβισμένους ομάδες-ομάδες μέσα σ’ εκείνα τα σπίτια...  Η μητέρα μου έμεινε 15 μήνες νομίζω.  Μετά πήγε ο Ερυθρός Σταυρός [και αφού] ...τους κατέγραψε ήταν πλέον ασφαλισμένοι.  Μετά τους έπαιρναν και τη σύνταξή τους.
ΝΧ: Δεν ήθελε να φύγει;
ΕΑ: Όχι, ...δεν ήθελε να φύγει.  ...Δεν ξέρω πόσες ημέρες πέρασαν, [αλλά] ύστερα τους έδωσαν άδεια να φύγουν να πάνε στα σπίτια τους αν έχουν κάτι να πάρουν.  Η μητέρα μου λέει [ότι] την πρώτη φορά που πήγε στο σπίτι ...τους βρήκε... απ’ έξω με τα φορτηγά και φόρτωναν τα έπιπλα και ...τα πράγματα. ... Οι Τούρκοι, δικοί μας Τουρκοκύπριοι, ...άνοιγαν τα σπίτια και μάζευαν, φόρτωναν πράγματα και έφευγαν.
ΝΧ: Είχε Τουρκοκύπριους στην Λάπηθο;
ΕΑ: ...Όχι, η Λάπηθος δεν είχε.  ...Φύγανε παλιά από το ’60, πότε είναι που έφυγαν οι Τούρκοι από τη Λάπηθο.  Ο τουρκομαχαλλάς ήταν ακατοίκητος.  ...Ύστερα όμως, μετά τον πόλεμο, άρχισαν και επέστρεφαν, ...έπαιρναν και τα σπίτια και κάθονταν μέσα. Αλλά ...εμάς κατέβαζαν πράγματα, έκλεβαν πράγματα...  Τα πήραν όλα...  Πήγε η μητέρα μου ...στο περιβόλι [και] ήταν γεμάτο άλμπουμ και φωτογραφίες που τις πέταγαν.  Μάζεψε κάμποσες πεταγμένες φωτογραφίες, κάτι ρούχα, μου έφερε ένα παλτό, φωτογραφίες, τέτοια πράγματα.  ...Έμειναν 15 μήνες.  Και μετά έναν-έναν, πώς τα κατάφερναν, και τους έδιωχναν και πέρασαν όλοι στις ελεύθερες περιοχές.  ...Έχει πάρα πολλές ιστορίες.  ...Έβλεπαν [και] πεθαμένους.  ...Δίπλα μας ήταν η εκκλησία του Αγίου Μηνά και ο παπάς της ενορίας εκεί, δίπλα μας.  Και είπαν ότι έθαψαν κάποιον.  ...Φαινόταν λίγο η παντόφλα και τα ράσα που φορούσε ο παπάς και είπαν ότι είναι ο παπάς ...[που] τον σκότωσαν οι Τούρκοι και τον έθαψαν όπως ήταν...  Ύστερα είπαν ότι ο παπάς είναι ζωντανός.  Η μητέρα μου δεν το πίστευε.  Αφού, λέει, ήταν πεθαμένος, αφού είδαμε τα ράσα του, τη παντόφλα ...που φορούσε.  Ενώ φαίνεται κάποιος στρατιώτης πήγε και φόρεσε τα ρούχα του παπά για να γλυτώσει.  Και τον σκότωσαν και τον έθαψαν εκεί, στην αυλή της εκκλησίας.  ...Η μητέρα μου λέει ...[ότι] ώσπου να μπουν οι άλλοι [οι Τούρκοι] στην Λάπηθο πέρασαν 5-6 μέρες.  Όχι, είναι περισσότερες, διότι πήραν την Λάπηθο στις 15.  Εκείνες τις 15 μέρες που ζούσε εκεί η μητέρα μου μαζί με άλλους, ...κατέβαιναν όλοι οι στρατιώτες [οι Ελληνοκύπριοι], ...τους έκανε καφέ [και] τους περιποιόταν.  Αλλά σκότωσαν κιόλας.  Σκότωσαν εκεί που είναι το σπίτι σας [της ερευνήτριας].  Η μητέρα μου λέει ...βρήκαν ...έναν σκοτωμένο.  ...Πήγαν και τον είδαν.  ...Ήταν πρησμένος αυτός και φορούσε και αρραβώνα.  Είπε ότι δεν έβγαλαν το δακτυλίδι του, αλλά ότι έπρεπε να έπαιρναν κάτι από πάνω του [ώστε] ...να ξέρουν ότι [είναι νεκρός].  Και μετά τους έφεραν στις ελεύθερες περιοχές.  Τέλειωσε πια.  ...Τους ανάγκασαν με τον τρόπο τους οι Τούρκοι...  Λίγους-λίγους τους έδιωχναν.  ...Είχε ...πολλές ιστορίες που μας έλεγε η μητέρα μου.  Μας έλεγε την ιστορία ...της κυρά Φροσίνης ...που έκρυβε τους στρατιώτες [και] την έπιασαν.  Και έδειραν ...εκείνη που την πρόδωσε, ...που είπε ότι είδε μια άλλη γυναίκα [να κρύβει στρατιώτες].  Μετά που ησύχασαν τα πράγματα, τους άφηναν και πήγαιναν στα σπίτια μας.  Έδιναν άδεια κάθε λίγες μέρες και πήγαιναν.  Πήγαινε και η μητέρα μου, ...ώσπου ...κατοικήθηκαν τα σπίτια.  Ήρθαν Τουρκάλες από την Πάφο ...και έκατσαν μέσα στα σπίτια μας.  Τρεις οικογένειες ...έκατσαν μέσα στο δικό μας το σπίτι.  ...Δεν ήθελαν να φύγουν.  Αν δεν τους έδιωχναν, δεν ...θα έφευγε...
ΝΧ: Μου ανέφερες ότι η μητέρα σου έμεινε εγκλωβισμένη για 15 μήνες.  Εσύ γνώριζες πού ήταν και τι έκανε;
ΕΑ: Η μητέρα μου έμεινε 15 μήνες.  ...Ούτε ξέραμε [τι έκανε].  Στο μεταξύ εμείς φύγαμε, πήγαμε στην Αυστραλία.  ...Ο πόλεμος ήταν [τον] Αύγουστο, εμείς τον Ιανουάριο φύγαμε για την Αυστραλία. ... Γνωρίζαμε ότι είναι στη Λάπηθο, ότι έστελναν μηνύματα με τον Ερυθρό Σταυρό τότε. ... Είχε κάτι Τούρκους, που τους γνωρίσαμε πριν να φύγουμε, και ήρθαν [κι αυτοί] στην Αυστραλία.  Εκείνοι οι Τούρκοι ...πήγαν και είδαν τη μητέρα μου στη Λάπηθο.  ...Έβαλαν και κασέτα και μίλησε και μας την έφεραν στην Αυστραλία και την ακούσαμε.  Και ύστερα μας έλεγε πάρα πολλές ιστορίες [για] εκείνα που ...έζησαν.  Η καημένη η μητέρα μου δεν ήθελε να φύγουν.  [Έλεγε] ...‘όχι, εγώ δεν αφήνω το σπίτι της κόρης μου και να φύγω’.  Έφυγαν όλοι και [αυτοί] δεν έφυγαν.  Έφυγε η γιαγιά σου [η Μαρίτσα], ύστερα ο παππούς σου [ο Κυριάκος] [της ερευνήτριας], οι τελευταίοι που έφυγαν, μετά ...η Ανθούλα.  Κι εκείνη έμεινε.  Δεν ήθελε να φύγει.  Έμεινε στη Λάπηθο.  Όπως εκείνη, έμειναν και άλλοι ...της γειτονιάς μας.  Έμεναν εκεί, στο σπίτι μου, ώσπου τους έπιασαν ...οι Τούρκοι.  Και τους πήραν εκεί που σου είπα.  Πάντως ήταν πάρα πολύ τραγικό, ήταν απίστευτο.  Δεν μπορείς να φανταστείς το φόβο του κόσμου, Παναγία μου.  ...Μόνο που άκουγες ότι βγήκαν οι Τούρκοι, δεν μπορείς να φανταστείς τι πανικό παθαίναμε.  Μα πανικός, ξέρεις τι θα πει;..
ΝΧ: Μου είπες νωρίτερα ότι δεν το περιμένατε.
ΕΑ: ...Ύστερα από το πραξικόπημα ...έλεγαν ότι ήταν να γίνει, ότι θα έρθουν οι Τούρκοι.  Αλλά, ...πώς να σου πω, δεν περιμέναμε ότι θα ξυπνήσουμε το πρωί και θα δούμε τη θάλασσα γεμάτη πλοία και τα αεροπλάνα να πετούν από πάνω και να κάνουν σκιά...
ΝΧ: Ξυπνήσατε το πρωί και είδατε τα αεροπλάνα και τα πλοία.  Πώς ένιωσες;
ΕΑ: ...Η ώρα 6 το πρωί.  ...Τι να σου πω;  ...Περιγράφεται;  ...Το μόνο που κάναμε αρπάξαμε τα μωρά και τρέξαμε στα βουνά, διότι έβαλλαν.  Το ντεπόζιτό μου τρύπησε, ...τα δέντρα, τρύπησε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μου, ...μπήκε ...σφαίρα ...και καρφώθηκε στον τοίχο απέναντι.  Και φοβηθήκαμε, φύγαμε, διότι έβαλλαν, δεν σταματούσαν.  Συνέχεια, συνέχεια.  Τότε δεν μπορούσαν να βάλλουν τη νύχτα με τα όπλα που είχαν.  Έβαλλαν μόνο την ημέρα, από τις 6 το πρωί ως τις 6 τη νύχτα.  Συνέχεια...
ΝΧ: Γι’ αυτό και μπορούσες τη νύχτα να κατεβείς στο σπίτι.
ΕΑ: Ναι...
ΝΧ: Περιέγραψε λίγο τη ζωή σου, τις σκέψεις σου και τα συναισθήματα σου εκείνο το διάστημα μέχρι να φτάσετε στο Τρόοδος.  Ή και όταν είσασταν στο Τρόοδος, πριν φύγετε για την Αυστραλία.  Ελπίζατε ότι θα πάτε σπίτι σε κάποια φάση;
ΕΑ: ...Πήγαμε στο Τρόοδος, [και] μείναμε ...στον Πρόδρομο, στο σπίτι ...[κάποιων] φίλων μας.  Αλλά είμασταν πάρα πολλοί.  ...Ο θείος σου [της ερευνήτριας] ήταν συγγενής με εκείνους που είχαν το ξενοδοχείο του Κοκκάλου.  ...Ήταν πολύ καλό τότε το ξενοδοχείο του Κοκκάλου στον Πρόδρομο.  Και πήγε και τους βρήκε και ...πήγαμε και μέναμε στο ξενοδοχείο.  ...Ήταν και ο Γώγος μαζί μας.  Και μέναμε στο ξενοδοχείο του Κοκάλου ...και νομίζαμε ότι θα επιστρέψουμε πίσω στη Λάπηθο.  Και ...μια μέρα ο Γώγος και οι άλλοι οι άντρες που ήταν μαζί μας, κατέβηκαν στη Λάπηθο.  ...Είχα κάτι ασημικά ...και τα έδωσε ...η μητέρα μου του θείου σου [της ερευνήτριας] του Γώγου και μου τα έφερε εκεί πάνω.  ...Άλλοι πήγαν και έμεναν ...στο σχολείο της Λεμήθου.  Ύστερα κατέβηκαν σε ένα σπίτι [που] το είχε ένας ιερέας και τους το έδωσε και έμεναν μέσα πάρα πολύς κόσμος...  Και ...λέγαμε ‘άντε τώρα θα φύγουμε να πάμε στη Λάπηθο’ και στις 15 [Αυγούστου] ακούσαμε ότι έγινε η δεύτερη εισβολή που έπιασαν και τα χωριά μας.  ...Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή ...είμασταν πάνω στον Κόκαλο...  Και δεν τους ξεχνώ εκείνους τους ανθρώπους που ήταν τα παιδιά τους στον πόλεμο και στέκονταν και περίμεναν ...με τόση αγωνία για να έρθουν πάνω...  Μας έλεγαν ότι τα αυτοκίνητα ...ήταν αυτοκινητοπομπή από τη Λευκωσία μέχρι τον Πρόδρομο.  ...Κόσμος ...που στη δεύτερη εισβολή έφευγαν από τη Λευκωσία και έρχονταν.  Και μας έλεγαν ότι πήγαιναν αυτοκινητοπομπή τα αυτοκίνητα, κατέβαιναν τα αεροπλάνα, έκαναν τις μανούβρες τους από πάνω τους, αλλά δεν τους έβαλλαν.  Δεν έβαλλαν πάνω στον άοπλο κόσμο, ...μόνο μέσα στη πόλη.  ...Μείναμε πάνω στον Κόκκαλο ώσπου έγινε και η δεύτερη εκεχειρία... και κατεβήκαμε στη Λεμεσό.  Αλλά αν εμείς ξέραμε ότι η πιο ασφαλης πόλη ήταν η Λεμεσός, θα κατεβαίναμε, δεν θα πηγαίναμε στο Τρόοδος...  Θα ερχόμασταν [στη] Λεμεσό.  Διότι [τη] Λεμεσό δεν την χτύπησαν καθόλου.  Ούτε Λεμεσό ούτε Λάρνακα.  ...Την Πάφο λίγο, ...όχι πολύ...  Από εκεί, τους τόπους μας, είναι που έκαναν πιο πολλά.  ...Ήταν πολλά, πολλά τα συναισθήματα...  Δεν ξεχνιούνται.  Δεν ξεχνιούνται όταν το ζήσεις τούτο το πράγμα.  Ήταν απίστευτο.  Απίστευτο.
ΝΧ: Μου είπες κάποιες ιστορίες που σου διηγήθηκε η μητέρα σου.  Θυμάσαι εσύ κάποιες ιστορίες από το διάστημα που είσασταν ακόμα στη Λάπηθο;
ΕΑ: ...Ήταν το πραξικόπημα.  Ο κόσμος ήταν ανάστατος.  Όλη μέρα ακούγαμε ...το ένα, το άλλο, σκοτώθηκαν, έκαναν, έφτιαξαν...  Τα διαγγέλματά τους...  Αλλά ...έλεγαν [κιόλας] ότι ...μπορεί να έρθουν οι Τούρκοι.  ...Ακριβώς εκεί που βγήκαν οι Τούρκοι, στο Πέντε Μίλι, ήταν η Μάρω, η μητέρα της Γιώτας ...και η Γιώτα μόλις είχε σαραντίσει.  Και την έπιασαν με το... μωρό.  Εκείνο το μωρό είναι που τους έσωσε.  ...Την ώρα που βγήκαν ...εκεί στο Πέντε Μίλι, ξύπνησε το μωρό από το θόρυβο των αεροπλάνων... και έκλαιγε.  [Το] ...άκουσαν και σηκώθηκαν.  Και μόλις ο Χριστάκης βγήκε έξω και είδε, μπήκαν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο και ήρθαν στη Λάπηθο, ...μαζί μας πάνω ...στις σπηλιές.  ...Ώσπου να έρθουν έβαλλαν [στην περιοχή τους].  ...Μόλις που γλίτωσαν.  Μόλις.  Η ξαδέρφη μου η Φροσούλα ...κάθονταν κι εκείνοι εκεί, στο Έξι Μίλι.  Ο άντρας της, ο μακαρισμένος..., δούλευε στο κτηματολόγιο και ήξερε ...τους χάρτες.  ...Τον χάρτη του κτηματολογίου της περιοχής που έχει [τους] αγροτικούς δρόμους.  ...Το Πέντε Μίλι, [το] Πάνω Τριμίθι.  ...Πριν λίγες ημέρες είχε πάει ...μια Αγγλίδα [και] τον ρωτούσε τους δρόμους από το Τριμίθι, ...πώς πας.  Και ακριβώς όταν βγήκαν οι Τούρκοι και [οι άμαχοι] ...έφευγαν ...ακολούθησε εκείνο τον δρόμο ο Αντρέας [και] βγήκαν και αυτοί πάνω προς το Τριμίθι.  Και έσωσε ολόκληρο κόσμο ο Αντρίκκος, ...[διότι] ήξερε τους αγροτικούς δρόμους, από πού να τους καθοδηγήσει από το Τριμίθι [για] να τους βγάλει έξω προς τη Λάπηθο, να τους γλιτώσει.  Και γλίτωσαν όλοι.  Ενώ σκοτώθηκαν πάρα πολλοί εκεί.
ΝΧ: Η Αγγλίδα που ανέφερες τι ήταν;  Ήταν τουρίστες;
ΕΑ: ...Δεν ξέρω [τι ήταν] η Αγγλίδα, ...αν ...ήξεραν κάτι [ή] ότι θα γινόταν κάτι. 
ΝΧ: Υπήρχε κάτι άλλο περίεργο που συνέβη λίγο πριν γίνει η εισβολή;
ΕΑ: Όχι, είμασταν κανονικά. ...Μαζευόταν η γειτονιά εκεί στο σπίτι μου, μιλούσαμε, φοβόμασταν.  Λέγαμε ...τι θα γίνει με τον Μακάριο.  ‘Ζει, πέθανε, έκανε, έφτιαξε;’  Ώσπου να μάθουμε ότι είναι ζωντανός, ...πέρασαν οκτώ μέρες...  Και μετά που έγινε το πραξικόπημα, σε οκτώ μέρες κατέβηκαν οι Τούρκοι...  Ήρθαν.  ...Κανένας δεν ήξερε, δεν φανταζόταν.  Έλεγαν καμιά φορά ότι οι Τούρκοι θέλουν τη Λάπηθο και θέλουν και θέλουν.  Και έλεγα μα είναι δυνατόν να θέλουν οι Τούρκοι τη Λάπηθο;  Να περπατάς και να πηγαίνεις και να βλέπεις ...και να λέω ‘τρέλες που λένε’.  Πώς τα κατάφεραν και μπήκαν και ...με το τρόπο τους, με την αγριότητά τους, έκαναν τον κόσμο, τα έπιασαν ...αμαχητί.  Έκαναν αυτό που έκαναν, έτρεχε ο κόσμος, έφευγε και έμπαιναν εκείνοι μέσα ανενόχλητοι.  Αν και έγιναν πολύ μεγάλες μάχες στη Λάπηθο. Πάρα πολύ μεγάλες μάχες.  Θυμάμαι ήρθαν κάποιοι πάνω στον Κόκκαλο, ...κάτι παιδιά που ήταν στις μάχες, και έλεγαν τις μάχες που κάνανε ...και το πόσους σκοτώσανε.  ...Αλλά θυμάμαι τη φράση εκείνου ...[του] ...αξιωματικού.  Έλεγε ‘ξιντιλάς τη δοξαμένη με την κουτάλα[;]’.  Εννοούσε [ότι] ...μπορεί να σκότωναν 5 και έρχονταν 20.  Μπορεί να σκότωναν 20 και έρχονταν 100.  Κύματα-κύματα έρχονταν οι Τούρκοι.  Τόσοι πολλοί ...ήταν.  ...Σκοτωθήκαν πάρα πολλά παιδιά στη Λάπηθο.  Πάρα πολλά παιδιά.  Δεν ήξεραν.  Δεν ήξεραν τους τόπους.  Δηλαδή οι Παφίτες και από άλλα χωριά να τους πάρουν παιδιά 18, 29 χρόνων και να τους αφήσουν στη Λάπηθο.  Καλά ...οι Λαπηθιώτες, ήξεραν πού θα πάνε, αλλά τούτοι δεν ήξεραν...  Δεν ήξεραν.  Ήταν σαν τα αρνιά στη σφαγή.
ΝΧ: Τώρα που τα σκέφτεσαι τούτα πιστεύεις ότι η εισβολή θα μπορούσε να αποφευχθεί;  Έπρεπε να γίνει;  Είχε κάποιος δίκαιο;
ΕΑ: Βέβαια μπορούσε να αποφευχθεί. ...Έπρεπε να γίνει η εισβολή;  ...Δεν έπρεπε να γίνει, ούτε πραξικόπημα έπρεπε να γίνει.  Να μην τα μπερδέψουμε κιόλας τώρα, αλλά ούτε πραξικόπημα έπρεπε να γίνει ούτε εισβολή...
ΝΧ: Εννοώ υπήρχε καλός λόγος για να κάνει η Τουρκία την εισβολή;  Όντως κινδύνευαν οι Τουρκοκύπριοι;
ΕΑ: ...Όχι, όχι!
ΝΧ: Είχατε καλές σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους;
ΕΑ: ...Παλιά ναι.  ...Στη γειτονιά μας είχε πάρα πολλά τούρκικα χωράφια.  Και έρχονταν οι Τούρκοι μάζευαν ελιές [και] κυκλάμινα.  Η Λάπηθος ...ήταν γεμάτη με κυκλάμινα και έρχονταν πάντα οι Τούρκοι και μάζευαν, γέμιζαν καλάθια και [τα] έπαιρναν στη Λευκωσία και [τα] πουλούσαν.  Ήταν η δουλειά τους.  Έβαζαν φιστίκια εκεί στη γειτονιά μας...  Ερχόταν ο παπλωματάς στα σπίτια μας, έραβε τα παπλώματα.  Ήταν πάρα πολύ καλές οι σχέσεις παλιά.  Ύστερα όμως έφυγαν από τη Λάπηθο.  Τους έδιωξαν το ’60, ...που τους το διέταξε η ηγεσία τους.  ...Έφυγαν και τα σπίτια τους έμειναν και λεηλατηθήκαν...  Τα χάλασαν, δεν [τα] άφησαν και οι δικοί μας.  Τους τα διέλυσαν, τους τα έκαναν.  Ύστερα που ήρθαν πίσω, πήγαν κι εκείνοι και μπήκαν στα δικά μας τα σπίτια.  ...Τώρα μέσα στο σπίτι μου κάθονται τρεις οικογένειες Τούρκων.  Λένε [είναι] δικά τους, έχουν και τίτλους ιδιοκτησίας.  Ποιος τους τα έδωσε δεν ξέρω.  Η κυβέρνηση τους.  ...Δεν νομίζω ότι μπορούμε να ξαναπάμε.  Τέλειωσε.  Εκείνο ήταν.  ...Ο πεθερός μου έμειναν 2 χρόνια εγκλωβισμένοι στην Κερύνεια.  Ο πατέρας του δεν έφευγε, ούτε εκείνοι.  ...Ο άντρας της κουνιάδας μου ήταν χρυσοχόος, είχε χρυσοχοείο.  [Το] λεηλάτησαν ...και δεν έφευγε.  Ήταν κι εκείνος πεισματάρης, δεν έφευγε.  ...Μπήκαν οι Τούρκοι, τον έπιασαν και τον πήραν στην Τουρκία.  Έμεινε η πεθερά μου, ο πεθερός μου και η κουνιάδα μου [που] είχε μια κόρη και ένα γιο.  Όταν ήρθε πίσω από την αιχμαλωσία επί δύο χρόνια έβαλε πείσμα και δεν έφευγε.  Ο πεθερός μου μέρα-νύχτα καθόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού, γιατί ήταν εντελώς κοντά στη θάλασσα, κοντά στο λιμάνι της Κερύνειας...  Και για δύο χρόνια ...η κόρη τους, ήταν τότε 12 χρονών και ήταν μια ωραία ξανθή, ...δεν βγήκε έξω από το σπίτι.  Για δύο χρόνια ...δεν βγήκε στην πόρτα.  Και ο παππούς καθόταν έξω από τη πόρτα μέρα και νύχτα και πρόσεχε να μην πάει, να μην μπει κανένας.  ...Ήταν κι έτσι δυνατός ο πεθερός μου, γεροδεμένος.  Περνούσε κάποιος Τούρκος και ...του λέει ο πεθερός μου ‘πού πας[;]’.  Μιλούσε και τούρκικα.  Του λέει τότε [ο Τούρκος] ‘θα πάω μέσα να πιω νερό’.  ‘Να σταθείς εκεί’ του λέει ‘και θα έρθω εγώ, θα πάω να σου φέρω νερό άμα θέλεις να πιείς’.  ...Δύο χρόνια εκείνη η κόρη δεν βγήκε από το σπίτι. ...Είχε πολλούς Τουρκοκύπριους που περνούσαν πάρα πολύ καλά, αλλά πιο πολύ φοβόντουσαν τους ξένους, τους Τούρκους της Τουρκίας. Κάποιους Τούρκους, που γνωρίσαμε από εδώ, στη Λεμεσό, ...ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, και μετά που πήγαν στη Λάπηθο, ...στην Κερύνεια, πήγαν και βρήκαν ...τον πεθερό μου.  ...Μίλησαν ...και μας έφεραν νέα.  ...Και όταν είπαν να μας ...φέρουν [τα παιδιά], η μητέρα τους τα έδωσε και τα έφεραν από εδώ στους Άγγλους, στη Δεκέλεια που ήταν οι ...[βάσεις].  Ως εκεί έρχονταν οι Τούρκοι [και] πηγαίναμε κι εμείς.  Και μόλις τα έδωσαν και έφυγαν, Παναγία μου, ύστερα ήταν να πεθάνουν.  Έλεγε ‘τι κάναμε τώρα και δώσαμε τα παιδιά και έφυγαν.  Και τώρα να τους πιάσουν, κι αν τους χάσουν, κι αν τους κάνουν’.  Τα έφεραν και πήγαμε κι εμείς και τα είδαμε τα μικρά και ύστερα τους πήραν πίσω καλά.  ...Μετά όμως τους έδιωξαν.  Τους άφησαν δύο χρόνια.  Δεν έφευγαν από το σπίτι τους, δεν άφηναν κανέναν να μπει μέσα.  Μετά τους έδιωξαν. Δεν άφησαν ούτε έναν, τους έδιωξαν όλους.  Ήταν πολλά, πολλά...
ΝΧ: Πώς νιώθεις τώρα για την κατάσταση;  Είπες ότι δεν πιστεύεις ότι θα επιστρέψετε.
ΕΑ: Όχι, μάνα μου.  Εγώ δεν πιστεύω ότι θα πάμε πίσω...  Είναι αδύνατον...  Πώς μπορείς να πας πίσω;  Αφού πήγαμε να δούμε το σπίτι μας και δεν μας άφηναν να μπούμε μέσα.  Πώς είναι δυνατόν να ...λέει ‘έχουμε τα σπίτια δικά μας, τα αγοράσαμε και έχουμε τίτλους ιδιοκτησίας’.  ...[Μου] λέει ‘γίνεται τόσο μεγάλο σπίτι να είναι μόνο δικό σου[;]’.  ‘Ναι’ της λέω ‘ήταν δικό μου όλο’.  Λέει ‘μα εμείς τα αγοράσαμε και έχουμε και τίτλους ιδιοκτησίας’.  Πώς θα φύγουν από εκείνο το σπίτι και να πάω εγώ.  Πώς να πάω να μπω εγώ μέσα σ’ εκείνο το σπίτι;
ΝΧ: Θα πήγαινες αν έφευγαν;  Ίσως πλέον νιώθεις ότι λεηλατήθηκε;
ΕΑ: ...Δεν ξέρω...   Είναι ...τόσα πολλά τα χρόνια και γενικά τόσες πολλές αλλαγές που δεν μπορείς να φανταστείς.  ...Πίσω από το σπίτι μου άρχιζαν οι λόφοι και προς το βουνό ...όλοι εκείνοι οι λόφοι ήταν γεμάτοι κυκλάμινα, ...γεμάτοι.  ...Μικροί που είμασταν ζούσαμε τη ζωή μας μέσα ...σ’ εκείνους τους λόφους, μέσα σ’ εκείνο τον παράδεισο.  Και όταν πήγα και πήγαμε πίσω από το σπίτι μας [και] ...δύο σκάλες πίσω από το σπίτι μου δεν έβρισκα τα σύνορα.  Τόσο πολύ ...μεγάλωσε η άγρια βλάστηση.  Δεν κάνουν τίποτε ...[και] δεν βρίσκεις τα σύνορα ...να περπατήσεις.  Χάλασαν τα μονοπάτια, χάλασαν οι τόποι.  ...Αφού δεν είναι οι τόποι που ξέραμε.  Ερήμωσαν.  Είναι απίστευτο.  Εκείνες ήταν οι στιγμές μας οι τραγικές...
ΝΧ: Είχες οικογένεια, παιδιά τότε.
ΕΑ: Η Χρυστάλλα και ο Νικόλας.  ...Ο Νικόλας ήταν 10 μηνών.  Η Χρυστάλλα θυμάται. Ήταν 10 χρονών εκείνη και θυμάται.  ...Σκότωσαν πάρα πολλούς, πάρα πολλούς.  ...Ο Αρέστης ήταν επίτροπος της εκκλησίας.  ...Λέει η μητέρα μου [ότι] τον πήραν από το σπίτι του και τον έβαλαν να τρέχει...  Και ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος ...αυτός.  Να τρέχει, να τρέχει και δεν μπορούσε [άλλο]...  Και τους λέει ‘σκοτώστε με εδώ, ...δεν μπορώ’.  Και τον σκότωσαν.  Τον σκότωσαν μέσα στον δρόμο.   Έναν άλλο πάλι γείτονά μας..., εκεί δίπλα στο σπίτι μας, που τον έλεγαν Γιάνναρο, έβγαινε να έρθει προς το σπίτι μας μέσα [από] ...τις ελιές της εκκλησίας.  ...Τούτος ήταν κουφός, δεν άκουγε καλά.  ...Του φώναξαν να σταματήσει και δεν σταμάτησε.  Προχώρησε... και τον σκότωσαν κι εκείνον εκεί και τον έθαψαν ...εκεί.
ΝΧ: Αυτά τα είδες εσύ ή τα άκουσες;
ΕΑ: Όχι, από τη μητέρα μου που τα έζησε.  Εκείνη τα έζησε, δεν είναι λόγια.  ...Τούτα που σου είπα τα έζησε η ίδια.  ...Εμείς φύγαμε πριν μπουν οι Τούρκοι.  Είμασταν στην εισβολή, είμασταν στους βομβαρδισμούς, είμασταν ...στις σπηλιές, ...όλα αυτά.  ...Ξαναήρθαμε πίσω στην εκεχειρία, αλλά όταν μπήκαν οι Τούρκοι εμείς δεν είμασταν.  Φύγαμε.  Δεν τολμούσαμε να μείνουμε.  ...Πήραμε την Κρινούλα και τον Γώγο μέσα στο αυτοκίνητο την ώρα που φεύγαμε.  ...Όσους βρίσκαμε [τους] βάζαμε μέσα στο αυτοκίνητο.  Η Λευκή, η θεία σου [της ερευνήτριας], είπε ‘όχι δεν φεύγω εγώ, δεν αφήνω τη μητέρα μου και τον πατέρα μου’ και έμεινε.  Δεν ήρθε μαζί μας εκείνη.  Και έμεινε ως το τέλος που έφυγαν και πήγαν στη Ζώδια ...και έμειναν ως τον καιρό που ξαναπήγαν [οι Τούρκοι] και έπιασαν μετά τη Ζώδια και τη Μόρφου...  Ήταν τόσο μελετημένο, ...που τα έπιασαν ένα περπάτημα, ...εύκολα.  Μια βόλτα...
ΝΧ: Φαντάζομαι ήταν οι άντρες και οι στρατιώτες που υπέστησαν πολλά ή εκτελέστηκαν.  Φαντάζομαι τα γυναικόπαιδα δεν τα πείραζαν.
ΕΑ: Πείραζαν, πείραζαν.  ...Είχε μια ...γεροντοκόρη ...και ...την έτρεχε ένας Τούρκος... Οι άλλοι ήταν γέροι. Ήταν γεροντοκόρη, αλλά ήταν καλή.  Και της κόλλαγαν και εκείνη έκλαιγε.  Και λέει της μιας ‘Μαρίτσα, έμεινα ως τώρα και θα με πιάσουν οι Τούρκοι’ ...και πήγε εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα και ...σπρώχνει το στρατιώτη πίσω και του λέει ‘μόνο ...αν με σκοτώσεις θα περάσεις από πάνω μου’...  Και ύστερα, τη νύχτα, σηκώθηκε κι έφυγε με τον πατέρα της ...περπατητή.  ...Κι εκείνος ήταν κουτσός και δεν περπατούσε, [αλλά η κόρη του] ...είχε δύναμη ...και βγήκαν περπατώντας και πήγαν ...ως τη Βασίλεια με τα πόδια.  ...Τους βρήκε [ένα] αυτοκίνητο και τους πήρε και γλίτωσαν.  Πολλά επεισόδια, πολλά πράγματα που αφηγούνταν ...οι ίδιοι που τα έζησαν...
ΝΧ: Άρα ακούγοντας τη λέξη 1974 έρχονται πολλά στο μυαλό σου. Δεν είναι απλά μια ημερομηνία.
ΕΑ: Ναι, πολλά. Όχι, μάνα μου.  Ήταν εφιάλτης.  Εφιάλτης.  ...[Και] μόνο ...η λέξη ‘Τούρκοι’.  Άντε να πεις ήταν Άγγλοι, ζήσαμε την ΕΟΚΑ, τους Άγγλους, ...είμασταν παιδιά και δεν φοβόμασταν...  Δεν φοβόμασταν.  Έρχονταν οι Άγγλοι, κάθονταν πάνω στα σκαλιά μας να πιουν το τσάι τους, να φάνε τα μπισκότα τους... και δεν φοβόμασταν. Ξέραμε ...[ότι] πολεμούσαν, έκαναν, έφτιαχναν, αλλά δεν πείραζαν κόσμο.  Αλλά ...μόνο που ακούγαμε [το] όνομα ‘Τούρκους’ είχαμε ακούσει τόσα πολλά και από τα σχολεία και από ...αυτά που ξέραμε, που χανόσουν.  Μόνο στο άκουσμα.
ΝΧ: Πιστεύεις ότι αν όλα ήταν στο χέρι του απλού κόσμου θα ήσουν ακόμα στη Λάπηθο;  Δηλαδή ήταν όλα καθαρά θέματα πολιτικών, στρατιωτικής δύναμης, διότι μου είπες ότι οι σχέσεις σας με τους Τουρκοκύπριους ήταν καλές.  Μέχρι που άρχισαν να γίνονται τα επεισόδια.
ΕΑ: ...Βέβαια, ναι...  Ήταν πολύ καλές οι σχέσεις.  Περνούσαμε πάρα πολύ καλά.  ...Αφού και τώρα ακόμα ...οι Τουρκοκύπριοι έχουν σχέσεις...  Και στη Λεμεσό... περνούσαν πάρα πολύ καλά.  Περνούσαν, όπως ακούω, ...πάρα πολύ καλά.  Τους έπιασαν [όμως] και τους πήραν από εκεί.  Τώρα έρχονται;  Δεν έρχονται ούτε εκείνοι.  Μα 35 χρόνια, ...ολόκληρη ζωή.  Δεν ξέρω τι θα γίνει, αν ζήσουμε εμείς, εσείς δεν νομίζω να θέλετε να πάτε.
ΝΧ: Είναι ωραίοι τόποι.
ΕΑ: ...Ναι, πολύ.  Μου έλεγε μια φίλη μου το πρωί ...[ότι] πήγαν δύο-τρεις φορές ...βγήκαν από τον Άγιο Ιλαρίωνα και κατέβηκαν στη Βασίλεια.  Μου λέει είναι απίστευτα.  ...Πήγα κι εγώ εκείνη τη διαδρομή παλιά, πριν το πόλεμο.  ...Είναι απίστευτο. Αφού στέκεις ...και βλέπεις κάτω [από] εκείνο το ύψος ...που είναι ο Άγιος Ιλαρίωνας και νομίζεις έτσι θα κάνεις και θα αγγίξεις πάνω στη θάλασσα...  Και ...της λέω ‘καλά δεν φοβηθήκατε να πάτε τώρα[;]’ ...και μου λέει ‘μα είναι τόσοι οι τουρίστες που περπατούν το καλοκαίρι εκείνο το δρόμο που είναι απίστευτο’.  ...Έχουν τουρισμό...
ΝΧ: Σ’ ευχαριστώ πολύ.