ORAL HISTORY ARCHIVE

Download here

Name (Ονοματεπώνυμο): Koudounas Kyriakos / Κουδουνάς Κυριάκος
Sex (Φύλο): Male (Άνδρας)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Νικολέττα Χριστοδούλου: Τι γνωρίζεις για το 1974;
Κυριάκος Κουδουνάς: Το ’74... πριν την εισβολή είχε γίνει το πραξικόπημα.  Κοπήκαν και τα ρεύματα και όλα.  Υπήρχε ...μια παγκύπρια αναστάτωση, έγιναν τα κακά που έγιναν στο Προεδρικό...   ...Η δουλειά συνεχιζόταν έως ότου έγινε η εισβολή.  Δηλαδή ...πέρασε ...νομίζω παραπάνω από εβδομάδα.   ...Εκείνη την εβδομάδα... δρούσαν ...οι πραξικοπηματίες από εκεί, από εδώ.   ...Οι πελάτες μου ήταν ανάμεικτοι.  ...Δεν είχαμε... κανένα πρόβλημα. Είχα δε τον κουμπάρο μου τον Μ, ...ήταν ο νονός ...της κόρης μου της Λευκής.  Η γυναίκα του ...την βάφτισε.  ...Είχα πελάτες από όλη τη Λάπηθο, από τη Βασίλεια, από όλη την επαρχία.  Εγώ στο καφενείο φώναξα ορισμένους που ήταν αναμεμιγμένοι, τον κουμπάρο μου τον Μ , τον κουμπάρο μου τον Κίκη τον Κ, τον αστυνομικό τον Τ, γιατί τούτοι ανήκαν στους πραξικοπηματίες, και τους λέω ‘ακούτε, έγινε αυτό που έγινε, προσέξετε να μην γίνει τίποτε το ανεπανόρθωτο’.  Και πήρα την υπόσχεση και των τριών και μου λένε ‘κουμπάρε, δεν θα γίνει τίποτε, ...απλώς θα κάνουμε ορισμένες ...ανακρίσεις’...
ΝΧ: Όντως ήξεραν δηλαδή ότι θα γινόταν κάτι το ανεπανόρθωτο;
ΚΚ: Βέβαια, [ήξεραν]  οι πραξικοπηματίες ...στην επαρχία μας...  Αλλού έγιναν πολλά πράγματα, αλλά στην επαρχία μας δεν έγινε τίποτε το σοβαρό, [δηλαδή] τσακωμούς, διότι το πραξικόπημα έγινε ... [μεταξύ] μακαριακών και γριβικών, και ...σε άλλες περιοχές είχαμε σκοτωμένους.  Στην επαρχία μας όμως δεν είχε τέτοια πράγματα.  Έκαναν ορισμένες συλλήψεις και τους πήραν από την Λάπηθο, ...στο κάστρο της Κερύνειας, ...τον Παναγιώτη το Ν, δύο-τρεις από τον Άγιο Θεόδωρο, δεν θυμάμαι τώρα τα ονόματά τους, και μεταξύ αυτών τον Νίκο τον Π τον καθηγητή.  Ήταν δίπλα το σπίτι του.  ...Τους έπιασαν και τους πήραν κάτω στην Κερύνεια.  Όταν επέστρεψαν, δεν τους άφησαν πολλή ώρα, τους λέω ‘τι έγινε[;]’.  Μου λένε ‘τίποτε, απλώς σου κάνουν ορισμένες ερωτήσεις ...και μας επέστρεψαν πίσω’.  Την ώρα που κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα ήταν ορισμένοι που ήταν στη Λευκωσία, κατοικούν στη Δευτερά τώρα, και πριν 2-3 χρόνια ήταν μαθητές... του Νίκου του Π.  Ήταν ο καθηγητής τους.  Ήταν φυσικομαθηματικός τούτος.  Και χλεύαζαν..., ήταν στοιβαγμένοι απέναντι από το μαγαζί μου και στέκονταν... τούτοι οι... πραξικοπηματίες, τούτοι ...που έλεγαν ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός, και ...τους λέει ο Νίκος ο Π.   ...‘θα ακούσετε ύστερα από 10 λεπτά,  ...όχι παραπάνω ότι ο Μακάριος ζει ...και θα ρουφήξετε τη γλώσσα σας’.  Όπως και έγινε δηλαδή...  Πέρασε ...το πραξικόπημα χωρίς να έχουμε τίποτε το σοβαρό στην επαρχία μας.  ...Μετά από το πραξικόπημα έγινε η εισβολή.  Ως συνήθως εγώ το πρωί σηκωνόμουνα, πήγαινα πριν ξημερώσει και άνοιγα το μαγαζί, ...διότι έρχονταν ο κόσμος έπινε τον καφέ του και πήγαινε στη δουλειά. Όταν πήγα κάτω, ο πρώτος που ήρθε ήταν ο μακαρίτης ο Πετρής ο Μ.  Μου λέει ‘ρε κουμπάρε, μα γιατί ήρθες και άνοιξες’.  Του λέω ‘γιατί[;]’.  Μου λέει ‘μα δεν είδες τα πλοία κάτω[;]’.  Του λέω ‘όχι’.  Βγήκαμε πάνω στη ταράτσα, παρατηρούμε τα πλοία αράδα, από τη Βασίλεια και πήγαινε μέχρι την Κερύνεια.  Κατέβηκα κάτω, λέω να πάω σπίτι να δω τι ...γίνεται, αν είδαν τίποτε και φοβηθήκαν...   Πήγα σπίτι, μου λένε είμαστε μια χαρά [και] τους λέω ...[ότι] εγώ θα πάω στο μαγαζί να δούμε τι θα γίνει.  ...Και μετά φάνηκαν τα αεροπλάνα.  Στο Πέντε Μίλι, απ’ ό,τι μάθαμε ύστερα, η εισβολή είχε γίνει από τη νύχτα, ...έγινε απόβαση...  Και στο Πέντε Μίλι ...ήταν το κέντρο του μακαρίτη του Πορφύρη το «Πέντε Μίλι»...  
ΝΧ: Εκεί που είχε βρεθεί πεθαμένη μια Τουρκοκύπρια πεθαμένη;  Μια ηλικιωμένη που είχε πέσει από ένα βράχο ή δεν το ξέρεις τούτο;
ΚΚ: Τούτο δεν το ξέρω.  Αλλά η περιοχή εκεί δεν είχε Τούρκους.  Εκτός εάν η Τουρκάλα ήταν ...πελάτης του κέντρου.  Διότι... ο κόσμος πήγαινε και δεν ξεχώριζε Άγλλοι, Τούρκοι, Ρωμιοί.  Απ’ όλες τις ράτσες... πήγαιναν.  Ήταν το καλύτερο παραθαλάσσιο κέντρο της επαρχίας Κερύνειας.  Εκτός βέβαια τα ξενοδοχεία της Κερύνειας.  Το «Πέντε Μίλι» ήταν ξακουστό ...και εκτός που ...ήταν κέντρο διέθετε και μερικά δωμάτια για ξένους...
ΝΧ: Περίμενες ότι θα γίνει εισβολή;
ΚΚ:  Δεν το περίμενε κανένας ότι θα γινόταν εισβολή.  ...Η εισβολή είχε γίνει από την νύχτα.  Οι πρώτοι στρατιώτες ...βγήκαν στο «Πέντε Μίλι», σκότωσαν τον ιδιοκτήτη του «Πέντε Μίλι», τον μακαρίτη τον Π, την γυναίκα του και την κόρη του.  Οι γιοί του νομίζω ...ήταν ο ένας πανεπιστήμιο και ο άλλος έλειπε στη Λευκωσία.  Μάθαμε, κυκλοφορήσαν τα νέα.  Ξεκίνησαν πολλοί [από] εμάς, όσοι ήταν... στρατεύσιμοι, Λαπηθιώτες, Βασιλειώτες, και πήγαιναν στο αρχηγείο στην Κερύνεια, να πάρουν οδηγίες πού να πάνε, τι θα κάνουν και ούτω κάθ’ εξής.  Οι πρώτοι που πέρασαν τους σκότωσαν.  Ήταν ο Αντρέας του Πετρή, …..ήταν ο Αντρέας του... δεν θυμάμαι το παρατσούκλι τους τώρα.  Οι άλλοι που συνέχιζαν να πηγαίνουν, διότι δεν είπαν ότι κόπηκε ο δρόμος, ...τους έπιασαν αιχμάλωτους και τους πήραν στην Άλωνα..  Μεταξύ αυτών και ο Αχιλλής, ο ανιψιός μου, και πολλοί άλλοι...  Είχαμε νεκρούς, [άλλοι] ...ως τώρα είναι αγνοούμενοι...
ΝΧ: Ποιοι τους είχαν σκοτώσει;
ΚΚ: Οι Τούρκοι, διότι ο δρόμος περνούσε από το Πέντε Μίλι...  
ΝΧ: Οι άλλοι στρατιώτες δεν ειδοποιήθηκαν μετά για να πηγαίνουν από αλλού, να μην περνούν από το Πέντε Μίλι;
ΚΚ: Δεν είχε άλλο δρόμο.
ΝΧ: Άρα στην ουσία είχαν πιάσει ένα στρατηγικό σημείο.
ΚΚ: ...Ναι.   Εδώ που τα λέμε αντί το αρχηγείο να ειδοποιήσουν τον κόσμο να σταματήσει να περνά, το αρχηγείο πήραν τα υπάρχοντά τους και φύγανε από την Κερύνεια,  χωρίς να ειδοποιήσουν... τα παιδιά.
NX: Δηλαδή εκείνοι προφανώς γνώριζαν.  Το αρχηγείο, η αστυνομία, τα υψηλά ιστάμενα ίσως πρόσωπα γνώριζαν το τι θα γινόταν.
ΚΚ: Οπωσδήποτε γνώριζαν ...και άφησαν τα παιδιά... και σκοτώθηκαν.  ...Τι να πούμε τώρα;
ΝΧ: Γιατί νομίζεις δεν ειδοποίησαν τον κόσμο;  Δεν υπήρχε χρόνος ή απλά θεώρησαν ότι αν ίσως έμενε ο κόσμος δεν θα προχωρούσαν στο να κάνουν κατάληψη οι Τούρκοι;
ΚΚ: Εφόσον τα όπλα, διότι είχε κανόνια, είχε οπλισμό που υποτίθεται ότι θα προηγείτο... αντίσταση, ...τα σήκωσαν πριν μερικές μέρες.  Τα σήκωσαν και τα πήραν, ανάθεμα πού τα πήραν, δεν ξέρουμε.  Σήκωσαν τον οπλισμό που ήταν στα παράλια, που αν υπήρχε... εκείνος ο οπλισμός δεν μπορούσαν τα πλοία να έρθουν κοντά, ούτε να γίνει εισβολή.  Τα σήκωσαν.  Ήταν συνένοχοι.  Ήξεραν ότι θα γινόταν η εισβολή και δεν προειδοποίησαν τον κόσμο, τα παιδιά...  Εφόσον έγινε το πραξικόπημα και πήγαινε ο κόσμος και ζητούσε ...οπλισμό που ...ήταν στην Αχειροποίητου.  Και πήγαιναν και έδιωχναν τον κόσμο.  ...‘Δεν έχει όπλα’, τους λέγανε, ‘[τα] σήκωσαν, τα πήραν, πού τα πήραν και τα έκρυψαν’.
ΝΧ: Και ο λόγος ήταν για να μην υπάρχει οπλισμός έτσι ώστε να μην υπάρχει αντίσταση;
ΚΚ: Για να μην υπάρχει αντίσταση.
ΝΧ: Άρα δηλαδή οι δικοί μας τα σήκωσαν. Κάποιοι προφανώς ήταν αναμεμειγμένοι;
ΚΚ: Οι δικοί μας.  Ήταν διαταγή... του επιτελείου, του στρατού.  Διαταγή να σηκώσουν τα όπλα.  Εφόσον ήταν... συνεννοημένοι με τους Τούρκους, διότι ήθελαν να κάνουν την εισβολή.
ΝΧ: Μου είπες ότι η θάλασσα ήταν γεμάτη με πλοία.  Εσείς στο μεταξύ δεν πιστέψατε ότι θ’ αρχίσουν να βομβαρδίζουν;  Πώς ένιωσες όταν είδες τα πλοία;
ΚΚ: ...Είπα ότι ...θα γίνει μεγάλο κακό.  ...Περιμέναμε ...τις εξελίξεις.  Τι θα γινόταν.  ...Το μόνο που [είπαμε]... μια και ήρθαν τα πλοία, [ήταν ότι] δεν ήρθαν μόνο για να τα δούμε, κάτι θα έκαναν.  Ακούγαμε ότι άρχισαν και κατέβαζαν... οπλισμό, στο μέρος... που έγινε η εισβολή.  ...Ξέραμε ότι ήταν τούρκικα [πλοία].  Εντωμεταξύ ξεκίνησαν... τα νέα και είπαν ότι τουρκικά πολεμικά είναι αράδα στη θάλασσα μέχρι την Κερύνεια ...και είπαν ότι ...έγινε και απόβαση στο Πέντε Μίλι.  Δεν είπε για τα παιδιά που πήγαιναν στην Κερύνεια ότι πιάστηκαν και αιχμάλωτοι και [υπήρξαν] σκοτωμένοι.  Ύστερα μαθεύτηκαν.  Έγινε η εισβολή, τα αεροπλάνα βομβάρδισαν τον Πενταδάκτυλο, έβαλλαν και τα πλοία και τα αεροπλάνα.  Και ο κόσμος ξεκίνησε και έφευγε...  Εκείνη την ημέρα... προσπαθούσε ο καθένας να εγκαταλείψει τον τόπο του ...[και] σκεφτόταν πώς θα αντιμετωπίσει την κατάσταση.  Εγώ πήγα σπίτι, ...πήρα τα παιδιά, τη μακαρίτισσα [τη σύζυγό του] και πήγαμε ...στη Ζώδια.  Στη Ζώδια μέναμε στο σπίτι του Τάκη.  Όλη την νύχτα είμασταν πάνω στο μπαλκόνι με τον Τάκη και παρακολουθούσαμε... τα νέα, την κατάσταση, τι γίνεται.  Εκείνη τη μέρα όσοι ήταν ...που έπρεπε να παρουσιαστούν στο στρατό πήγαν.  Μεταξύ αυτών ήταν και ο Παύλος ...της κόρης μου της Κρίνης [ο σύζυγος].  Δεν ξέραμε πού έπιασαν, πού τους πήραν, τι γίνονταν.  Ήταν η πρώτη φάση... της εισβολής [και] οι Τούρκοι δεν εξαπλωθήκαν...  Μείναμε δύο μέρες και μετά φύγαμε.  Απλώς έγινε η εισβολή και περιορίστηκαν στην περιοχή εκείνη.  ...Μετά ξεκίνησαν ...οι μάχες με ...εκείνους που έκαναν την πρώτη εισβολή...  Και ξεκίνησαν για τα καλά.  ...Όπου παρακολουθούσαν ...[ότι] ...προερχόταν ...αντίσταση, άρχισαν και τους έβαλλαν.  Ξεκίνησαν και έβαλλαν... τα αεροπλάνα από την μια άκρη του Πενταδακτύλου ως την άλλη.  Και μάλιστα εκείνη την ημέρα είχαμε τις κλούβες, ήταν γεμάτες όρνιθες, γάλους, είχαμε τα αρνιά και τα ερίφια σχοινιασμένα μέσα στο περιβόλι.  Ήταν η μακαρίτισσα, καθόμασταν από κάτω από τη βεράντα στης Ελλούς το σπίτι.  ...Το σπίτι της Ελλούς ήταν πάνω-κάτω [διώροφο και] είχε μια ...προστασία και από το δρόμο και από πάνω...  Είμασταν όλοι μαζεμένοι και καθόμασταν μέσα στις γωνιές ...του σπιτιού.   
ΝΧ: Προσπαθούσατε να κρυφτείτε.
ΚΚ: Βεβαίως διότι ήταν τα αεροπλάνα και έβαλλαν από την άκρη.
ΝΧ: Ποια μέρα της εισβολής ήταν τούτο;
ΚΚ: ...Την τρίτη ημέρα.  Για μια στιγμή σηκώθηκε η μακαρίτισσα η γυναίκα μου και πήγε να δει... τι γινόταν, διότι πέρασαν τα αεροπλάνα και τα μυδράλια τους ήταν εντελώς χαμηλά.  ...Θυμάμαι ...μια προβατίνα που είχαμε, μέσα στα υπόλοιπα ζώα, την έπιασε ξυστά ένα ...βλήμα από [το αεροπλάνο].  ...Της έκανα ένεση και δεν μολύνθηκε, της πέρασε.  Τέλος πάντων.  Σηκωθήκαμε, φύγαμε.
ΝΧ: Για πόσες μέρες συνέχισες να ανοίγεις το καφενείο, μέχρι που φύγατε; Ερχόταν κόσμος;
ΚΚ: Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες μέρες μείναμε μετά από το πραξικόπημα, αλλά εκείνο που θυμάμαι [είναι ότι] πέρασαν μερικές μέρες, διότι ...τα ψυγεία [δεν δούλευαν], έλιωσαν και τα παγωτά και όλα.  Παρ’ όλες ...τη φροντίδα που τους έκανα έλιωσαν, που σημαίνει ότι πέρασαν 28 μέρες;  ...Βεβαίως [ερχόταν κόσμος].  Μα ο κόσμος άφηνε τις δουλειές και όλα ...[με] το πραξικόπημα, διότι δεν είχε ρεύμα, ούτε τηλέφωνα ούτε τίποτε.  Δεν έρχονταν πλασιέ, τίποτε, κανένας.  [Οι πελάτες μου] έρχονταν κάθε μέρα και έπιναν καφέ.  Σχολιάζαμε τι θα γίνει.  
ΝΧ: Και τα αφήσετε όλα έτσι; Τα ζώα, τις όρνιθες;
ΚΚ: ...Όλα, όλα, τα αφήσαμε εκεί [και] όπου φύγει-φύγει.
ΝΧ: Δεν είχατε χρόνο; Νόμιζα ότι φύγατε την πρώτη ημέρα, αλλά απ’ ό,τι μου λες όχι.
ΚΚ: Ναι, αλλά δεν ξέραμε σε ποιο σημείο ήταν να πάει.  Νομίζαμε ότι ...δεν θα εισέβαλλαν... καλά.  Για μια στιγμή εκεί στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, ...ήταν το περιβόλι της εκκλησίας εκεί [και] ήταν όλο ελιές και ήρθαν ...δικοί μας στρατιώτες... και έβαλαν τα αυτοκίνητά τους εκεί ...και έρχονταν [τα αεροπλάνα] και τους έβαλλαν.
ΝΧ: Εντελώς κοντά, δηλαδή σχεδόν εκεί που είναι το σπίτι σου.
ΚΚ: ...Ναι!  Εντελώς κοντά.  Βγήκα έξω και ...τους λέω ‘ρε παιδιά σας κυνηγούν εσάς εδώ που ήρθατε, ...πάλι θα σας κυνηγήσουν και θα πάμε κι εμείς θύματα, να πάτε ...αλλού διότι εδώ ...είσαστε μέσα στα σπίτια’.
ΝΧ: Ήταν Ελληνοκύπριοι στρατιώτες.
ΚΚ: Ναι, ...δικοί μας, αλλά είχαν αξιωματικούς Ελλαδίτες.  ...Πήραν τα αυτοκίνητα και έφυγαν. ...Την άλλη μέρα φύγαμε [και] πήγαμε στη Ζώδια.  Τη νύχτα καθόμασταν και τα παρακολουθούσαμε.  Ήταν ο πρώτος γύρος, ...που οι Τούρκοι περιορίστηκαν και δεν έγινε η εισβολή.  Απλώς έβαλλαν τα πλοία, τα αεροπλάνα.  Και οι πρώτοι στρατιώτες ...που εισέβαλαν στο Πέντε Μίλι ...περιοριστήκαν εκεί.  Εντωμεταξύ εγώ σκεφτόμουν περισσότερο τα ζώα [και] λέω θα ψοφήσουν.  Τα είχαμε ...για το γάμο της κόρης μου της Κρίνης.  Είχα 25-26 κομμάτια, ερίφια, αρνιά... [και] καμιά τρακοσαριά όρνιθες, διότι [τα] χρησιμοποιούσα και για τη δουλειά και για όλα, κουνέλια, γάλους, περιστέρια.  ...Όσοι πήγαν  [στη Λάπηθο] μου λένε [ότι] ...τα περιστέρια δεν έφυγαν από τον τόπο που ήταν.  Ακόμα υπάρχουν... περιστέρια στο σπίτι...  Τους λέω ‘εγώ θα πάω στη Λάπηθο’.  Μου λέει ο Τάκης ‘πού θα πας, ρε κουμπάρε[;]’.  Του λέω ‘έτσι κι έτσι, θα πάω να δω τι γίνονται τα ζώα.  Θα ψοφήσουν ...αν μείνουν εκεί’.  Είπαμε ότι οι Τούρκοι δεν κατέβηκαν ...να πιάσουν τους τόπους, περιορίστηκαν εκεί στο Πέντε Μίλι και έλεγχαν... την κυκλοφορία.  ...Νοίκιασα αυτοκίνητο από τη Μόρφου, μεγάλο φορτηγό, και πήγα μέχρι το σταθμό της Μύρτου.  Στο σταθμό της Μύρτου ήταν η αστυνομία, ...ο Μ, το [τέρας] το βερνικωμένο.  Τούτος ήταν με τρία αστέρια και ήταν στην αστυνομία της επαρχίας μας.  Μου λέει ‘πού θα πάτε[;]’.  Του λέω ‘θα πάω στη Λάπηθο’.  Μου λέει ‘δεν μπορείς να πας στη Λάπηθο’.  Του λέω ‘γιατί[;], απ’ ό,τι μαθαίνουμε ...οι Τούρκοι δεν έπιασαν ακόμα ...τη Λάπηθο’.  Επέμενε.  ‘Δεν θα πας’, μου λέει.  Του λέω, ‘εγώ ενοικίασα αυτοκίνητο’ ...έτσι κι έτσι. ‘Να πάω να πάρω τα ζώα διότι αν μείνουν εκεί θα ψοφήσουν χωρίς φαΐ, χωρίς νερό’.  Μου λέει, ‘αν θα πας, ...θα πας με δική σου ευθύνη’.  Του λέω, ‘σου ζήτησα την ευθύνη[;]’...  Ο σοφέρης όταν τον άκουσε ...[που] είπε ...έτσι φοβήθηκε.  Του λέω, ‘ρε κουμπάρε εσένα η ζωή σου είναι πιο πολύτιμη από τη δική μου; ...Έλα να πάμε ...και μην φοβάσαι τίποτε’.  Πήγαμε.  Εντωμεταξύ βλέπαμε [τον κόσμο] από όλα τα χωριά και έρχονταν, έφευγαν.  ...Ρωτήσαμε από εδώ από εκεί [και] ...λένε ‘οι Τούρκοι είναι πάνω στα βουνά και παρακολουθούν τις κινήσεις του κόσμου’...  Πήγαμε, ...διασχίσαμε [την] Βασίλεια, τα δυο τρίτα της Λαπήθου και φτάσαμε εκεί στο γεφύρι που στρίβεις και πας στον Άγιο Μηνά.  ...Εκεί στο γεφύρι είχε έναν Ελλαδίτη αξιωματικό.  Δεν είχαν έρθει [ακόμα] Τούρκοι.  Μας σταμάτησε και μου λέει... ‘πού πάτε[;]’.  Του λέω, ‘στο σπίτι μου’.  ‘Να κάνεις τι[;]’, μου λέει.  ...Του λέω, ‘έχω κάτι γίδια ...και θα πάω να τα πάρω διότι αν μείνουν εκεί ...θα ψοφήσουν’.  ‘Δικά σου είναι’, μου λέει, ‘τα γίδια[;]’.  Του λέω, ‘ναι’.  Μου λέει, ‘έστειλα τους φαντάρους και τους πήραν νερό...  Καλά, πού θα τα πάρεις[;]’.  Του λέω, ‘θα τα πάρω και αν διορθωθεί η κατάσταση ...θα επιστρέψουμε πίσω’.  Μου λέει, ‘δεν μπορείς να πας διότι οι Τουρκαλάδες είναι απέναντι στο βουνό’... Δεν ξέρω, απέναντι πάνω ήταν το νεκροταφείο του Άη Μηνά.  Εκεί πάνω ήταν οι Τούρκοι.  Μου λέει, ‘θα πας με το αυτοκίνητο σε ένα μέρος που θα σου πω εγώ’.  Και το πήραμε εκεί στο σπίτι της γιαγιάς σου.  Πιο κάτω ...ήταν το γκαράζ του Χρίστου του μακαρίτη του Μ και το βάλαμε ...στο γκαράζ και καλυπτόταν, ...δεν φαινόταν από πάνω.  Μου λέει ‘...θα στείλω τους φαντάρους να σου τα φέρουν τα γίδια ... θα τα βάλω στο αυτοκίνητο ...και να πάτε στο καλό’...  ‘Ευχαριστώ πολύ’ του λέω ...‘να πάω να πάρω κάτι από το σπίτι[;]’.  Μου λέει ‘όχι, δεν θα πας ...διότι υπάρχει κίνδυνος... [Οι] φαντάροι μπορούν να προφυλαχτούν από κει από δω...’.  Πράγματι πήγαν, τα έφεραν, τα βάλαμε πάνω στο αυτοκίνητο.  ‘Να πάτε στο καλό’, μου λέει ‘και ο Θεός μαζί σας ...και μαζί μας’.  ...Πήραμε τον οδηγό... και πήγαμε ...στο μαγαζί.  Στο μαγαζί είχαμε εξηγηθεί με ...τον αδερφό του μακαρίτη του Ζ.  ...Η γυναίκα του ήταν στη Μόρφου και με παρακάλεσε ...όταν θα επιστρέφουμε πίσω να πάρω και τον άντρα της ...μαζί μου αν θέλει.  Το μαγαζί ήταν από πάνω από το σπίτι του...  Την ώρα που κουβεντιάζαμε…σταμάτησαν δύο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της ειρηνευτικής δύναμης και με ρώτησαν πού είναι το σπίτι του Paul Wilkinson. Ο Paul Wilkinson ήταν ένας Άγγλος που καθόταν μόνιμα στη Λάπηθο.  Ήταν καθηγητής της ιατρικής τούτος [και] ήταν συνταξιούχος. ... Ήταν πελάτης μου στο μαγαζί, τον ήξερα πολύ καλά, ...τον κάλεσα και ήρθε και στο γάμο της μαμάς σου.  Μιλούσε δεκατρείς γλώσσες, μιλούσε ...την αρχαία ελληνική και τα ελληνικά καλύτερα από εμάς!  Συζητούσαμε μαζί ...και κάθε κουβέντα που κάναμε μου έλεγε οι φτωχοί οι Τούρκοι και ξέρω ’γω.   [Και] του λέω, ‘γιατρέ, εφόσον υποστηρίζεις, εκτιμάς και αγαπάς τους Τούρκους, γιατί δεν πήγες ν’ αγιάσεις στο Κιόνελι[;]’. ... [Όταν] το ’63 οι Τούρκοι έφυγαν από όλους τους τόπους... που ζούσαν μαζί μας, κουβαληθήκαν άλλοι στο Κιόνελι, άλλοι στη Φώττες,  σε ορισμένα χωριά.  Το ίδιο και οι Τούρκοι της Λεμεσού, της Πάφου και όλοι.  ...Μου λέει, ‘άκουσε Κυριάκο, τους Τούρκους τους μισούμε, ...τους αηδιάζουμε και ...θα πάω να κάτσω στους Τούρκους[;]’.  ‘Τότε γιατί τους υποστηρίζεις[;]’ του λέω.  ‘Δυστυχώς’, λέει, ‘η κατάσταση των Άγγλων σήμερα είναι να υποστηρίζουν... το τάδε πράγμα’.  Τέλος πάντων.  Όταν σταμάτησαν τα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της ειρηνευτικής δύναμης μου λένε, ‘ξέρεις πού ...είναι[;] το σπίτι του Paul Wilkinson’...  Τους λέω ‘είναι πιο κάτω’.  Ήταν να φύγουμε κι εμείς και τους λέω ‘ακολουθήστε με να σας πω πού είναι’.  Τούτο και έγινε.  Τους λέω ‘να το σπίτι’, χτύπησαν, τους άνοιξε κι εμείς φύγαμε.  Ούτε να τον χαιρετίσω, τίποτε.  ...Πήραμε τα ζώα στη Ζώδια.  Ο θείος σου ο Τάκης είχε ...ένα παλιόσπιτο εκεί και βάλαμε τα ζώα εκεί.  Σκεφτόμουν τι να τα κάνω πλέον, διότι ξένος τόπος, δεν φτάνει που μας φιλοξένησαν εμάς [ήταν και τα ζώα].  Μου λέει ‘άστα εδώ ...προσωρινά να δούμε, να σκεφτούμε τι θα κάνουμε’.  Πήγαμε στο καφενείο με τον Τάκη.  Μου λέει, ‘ξέρεις έχω ένα φίλο βοσκό ...και να του πούμε ...να τα βάλεις μαζί με το κοπάδι του και ό,τι κάνει να τον πληρώσουμε...  Να δούμε τι θα γίνει η κατάσταση’.  Ήταν ο πρώτος γύρος ακόμα.  Πήγαμε βρήκαμε τον Μιχάλη, του λέμε έτσι κι έτσι [και] λέει, ‘κοντά στα πολλά βάλτα και τα δικά σου’.  ...Βάλαμε τα ζώα εκεί και του λέω... ‘να μην στεναχωρηθείς, να μου πεις τι κάνουν ο κόπος σου, εντάξει[;]’.  ‘Εντάξει’.  Έγινε ο δεύτερος γύρος.
ΝΧ: Πότε ήταν τούτο;
ΚΚ: ...Στις οκτώ μέρες  [μετά την πρώτη] εισβολή.  ...Νομίζω στις 23.  Άρχισαν και βομβάρδιζαν ...τα γεφύρια παντού.  Στη Ζώδια μέναμε ...καμία σαρανταριά άτομα μέσα στο σπίτι του θείου σου.
ΝΧ: Πού βολευόσασταν;  Πώς κοιμόσασταν;
ΚΚ: ...Μα κοιμόμασταν;  Είμασταν πάνω [και] κάτω.  Το κάτω δεν το είχε κλείσει ακόμα αλλά δεν ...[είχε] κρύο και μέναμε [και] κάτω.  Άλλοι κάτω, άλλοι πάνω.  
ΝΧ: Τους ξέρατε τους άλλους, ήταν συγγενείς;
ΚΚ: Ναι, ήταν.  ...Ήταν [ο] κύκλος... από τη Λάπηθο όλοι.  ...Η Ελλού είχε φύγει και πήγαν ...πάνω, ...νομίζω έμεναν στη Λεμύθου.  ...Και πήγε και ο Γώγος μαζί τους, η Κρινούλα, ο Παύλος ήταν στο στρατό.  ...Μείναμε, δεν φύγαμε αμέσως.  Εκείνοι έφυγαν πιο γρήγορα από εμάς από τη Λάπηθο.
ΝΧ: Τι συζητούσατε μέσα στο σπίτι;  Υπήρχε αγωνία;
ΚΚ: Βεβαίως ...αγωνία.  ...Σκεφτόμασταν τα παιδιά... που πήγαν στο στρατό και δεν ξέραμε πού βρίσκονταν.  Ο θείος σου ο Παύλος δεν ξέραμε πού ήταν.  ...Είχαμε μάθει [ότι] όταν έγινε... η εισβολή ξεκίνησαν πολλά παιδιά... να πάνε στην Κερύνεια, στο αρχηγείο, να τους πουν τι θα κάνουν.  Και [από] τότε αγνοούνται ...ο Αντρέας ...του Κουφού, ...ο ανιψιός μου ο Αχιλλής...  Ήταν αρκετά παιδιά... που ξεκίνησαν με τα αυτοκίνητά τους να πάνε στο αρχηγείο. ... Ήταν παιδιά ...που ...έπρεπε να πάνε στο στρατό, νομίζω ότι είχε και [αυτούς] που έκαναν θητεία. Τέλος πάντων.
ΝΧ: Άρα πήγαν όσοι έπρεπε να καταταγούν, αλλά πήγε και άλλος κόσμος;  Δηλαδή έμειναν μόνο όσοι ήταν μικροί;
ΚΚ: Από εκείνους μάθαμε...  ότι ο δρόμος που πήγαιναν για το αρχηγείο ...ήταν ο κύριος δρόμος, εκεί που οι Τούρκοι έκαναν την απόβαση.  Δεν ήξερε κανένας ότι είχε γίνει η απόβαση.  Η απόβαση έγινε από τη νύχτα και οι Τούρκοι πήραν θέσεις στο δρόμο.  ...Τα παιδιά πήγαιναν χωρίς να ξέρουν.  Νόμιζαν ότι ακόμα να γίνει η εισβολή και τους μπλόκαραν οι Τούρκοι.  Κάποιοι σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα.  ...Οπότε πήγαμε ...και τακτοποιήσαμε τα ζώα [και] οι μόνες μας σκέψεις... ήταν οι δικοί μας.  Τα παιδιά που πήγαν στο στρατό.  ...Ο Ευτυχής της Ανθούλας δούλευε στη Cyta, απέναντι από το γυμνάσιο της Λαπήθου.  ...Το ρεύμα [και] το τηλέφωνο ...κόπηκαν ...για μέρες...  Μια μέρα ο Ευτυχής, ...[που] είμασταν όλοι μαζί εκεί στον Τάκη, μου λέει ‘θα πάω ...στη Λάπηθο να βάλω πετρέλαιο στη γεννήτρια’, διότι είχαν γεννήτρια απέναντι από το γυμνάσιο, που δούλευαν μερικά τηλέφωνα. ... Του λέω ‘μιας και θα πας, να πάμε μαζί.  Εντάξει[;]’.  ‘Εντάξει’.  Σηκωθήκαμε [και] πήγαμε.  Όταν πήγαμε ...στο μαγαζί μου έπρεπε να χωριστούμε εκεί ή να με πάρει ...πρώτα από το σπίτι ή να με αφήσει εκεί να πάω πεζός, ...δεν ήταν μακριά.  [Σε] τούτο το δρόμο ήταν το μαγαζί μου.  ...Έπρεπε να πάω ...από την από πάνω πλευρά, από το γεφύρι, από την καμάρα και να πάω σπίτι.  Και μου λέει, ‘θα πάω να φτιάξω τη μηχανή και θα έρθω από πάνω να σε πάρω και να φύγουμε’.  ...Πρώτη μου δουλειά μόλις ...μπήκα μέσα στο σπίτι [ήταν] να πάω κατευθείαν να κάνω μπάνιο.  Λέω να κάνω μπάνιο διότι δεν είχε νερό να μας αρκέσει [στη Ζώδια].   ...Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα μέσα στο μπάνιο.  Μόλις μπήκα στο μπάνιο ακούω μια σφαίρα και πήγε ξυστά και έπιασε τα σύρματα που έβαζαν τα ρούχα.  ...Ακούω τη σφαίρα να κάνει βζζζ πάνω στα σύρματα.  Λέω τι συμβαίνει.  Δεν πέρασαν 2-3 δευτερόλεπτα δεύτερη, διπλή σφαίρα.  Ύστερα άρχισε συνέχεια ριπή.  Λέω τι να κάνω τώρα;  Σκουπίστηκα λίγο, φόρεσα τα ρούχα μου πετάχτηκα κάτω και κατέβηκα κάτω από τα σκαλιά και έπιασα το [περιβόλι], διότι οι σφαίρες έρχονταν από πάνω από το βουνό.  Ούτε άνοιξα το σπίτι να δω τίποτα άλλο.  
ΝΧ: Νομίζεις ότι σε είδαν που μπήκες μέσα ή ήταν τυχαίο;
ΚΚ:  ...Μπορεί να ήταν τυχαίο μπορεί και να με είδαν.  ...Έπιασα ...περιβόλι σε περιβόλι και πάντα πρόσεχα... όπου είχε ύψωμα... να πηγαίνω προσεκτικά.  Πήγα στο μαγαζί...
ΝΧ: Φοβόσουν ή δεν το είχες πάρει στα σοβαρά;
ΚΚ:  Βεβαίως το πήρα στα σοβαρά.  ...Πεταγόμουν από όχθο σε όχθο... και πήγα στο μαγαζί.  ...Εκεί στο μαγαζί είχε τόπο... να προφυλαχθώ.   ...Λέω αν έρθει ο Ευτυχής από πάνω να με πάρει και δεν με βρει θα περάσει υποχρεωτικά από εκεί στο μαγαζί για να φύγει.  Καρτερούσα, καρτερούσα, καρτερούσα, πέρασε μιάμιση-δύο ώρες, λέω έπαθε τίποτε τούτος;  Σκεφτόμουν ...τον έπιασαν;  ...Πέρασε πολύ ώρα, έπιασα τον δρόμο και πήγαινα πεζός προς τα έξω.  Δεν είδα πλάσμα στη διαδρομή που έκοψα... κάπου 2-2,5 χιλιόμετρα.  Λέω τι να κάνω τώρα, τι θα κάνω...  Δεν με έφτανε... να σκέφτομαι τον εαυτό μου, σκεφτόμουν και τον Ευτυχής.  Μαζί πήγαμε λέω, έπαθε τίποτε;  Τι θα κάνω;  ...Ένιωθα αγωνία και ...ούτε και πλάσμα να δεις μέσα στο δρόμο.
ΝΧ: Ούτε Τούρκους ούτε Τουρκοκύπριους ούτε Ελληνοκύπριους, κανέναν.
ΚΚ:  Οι Τουρκοκύπριοι είχαν φύγει ...και πήγαν άλλοι στο Κιόνελι, ...άλλοι στη Φώττα, άλλοι στην Κερύνεια, σε διάφορα χωριά... που κατέχουν τώρα.
ΝΧ:  Και ούτε όταν πηγαίνατε, ούτε όταν φτάσατε και μπήκατε στη Λάπηθο κι εσύ είπες να κάνεις και μπάνιο βρέθηκε κανένας να σας πει πού πάτε;  Πήγατε κανονικά, δεν είναι;  Όχι όπως την πρώτη φορά που σας σταμάτησαν;
ΚΚ: Όχι, τίποτε... εφόσον η Λάπηθος άδειασε...  Εκείνοι που μείνανε ήταν
ΝΧ: Δηλαδή εκείνοι που έμειναν κρύβονταν;  Δεν τους είχαν πιάσει ακόμα, απλά επέλεξαν να μείνουν εκεί.
ΚΚ: Ναι.  Όσοι έμειναν στη Λάπηθο ...έμειναν σ’ ένα τόπο...  Μαζεύτηκαν όλοι στον Άγιο Θεόδωρο ...και είχε καμιά τριανταριά άτομα τότε...
ΝΧ:  Οπότε στη διαδρομή σκεφτόσουν τι ήταν να κάνεις με τον Ευτυχή.
ΝΧ: Ναι.  ...Απέναντι από το μαγαζί ήταν ψηλά τα σπίτια, ...είχε τοίχους δεν έπιανε... [μακριά το βλέμμα].  Πήγαινα ...πάντοτε από τον κύριο δρόμο, λέω θα περάσει από το δρόμο για να φύγει.  Μια στιγμή πέρασα το κοιμητήριο του Άη Μάμα, διότι η κάθε ενορία είχε και το κοιμητήριό της.  Πέρασα, προχώρησα από το κοιμητήριο καμιά δεκαριά σκάλες, άκουσα ένα θόρυβο.  Είχε ένα γεφυράκι εκεί, κατέβηκα κάτω από το γεφυράκι και παρακολουθούσα τον δρόμο.  ...Ήταν ο Χρίστος ο Αμερικάνος, είχε ένα μαύρο Mercedes ...καινούριο.  Μόλις το είδα κατάλαβα [ότι είναι] ο Χρίστος, λέω, ‘το  Mercedes του’.  Πετάχτηκα από πάνω. Σταμάτησε [και] μου λέει ‘τι κάνεις εδώ[;][!]’.  Του λέω έτσι κι έτσι, ...‘μήπως είδες τίποτε το σύγαμπρο τον Ευτυχή...με το Land Rover του Αντωνάκη’ γιατί ήξερε τον Ευτυχή.  Ήταν ενορίτης και τούτος. Τα σπίτια του ήταν ...από την άλλη πλευρά του ποταμού του Βαθυρκάκα.  ...‘Έλα, μπες μέσα’, μου λέει.  Κοιτάζω ήταν γεμάτο, είχε 12 άτομα μέσα.  Κάθονταν ο ένας πάνω στον άλλο.  Του λέω, ‘κύριε Χρίστο είναι γεμάτο’.  Μου λέει ‘μπες μέσα καινούργιο είναι το έρημο..., μας τραβάει’.
ΝΧ:  Ήξερες τους άλλους που ήταν μέσα;
ΚΚ: Βεβαίως ήταν γείτονες εκεί της περιοχής, άλλοι από τον Καραβά, άλλοι από τη Λάπηθο, και τους πήρε.  Όταν μου είπε ότι δεν είδε το αυτοκίνητο [του Ευτυχή] λέω Κύριε ελέησον, ...τι έγινε τούτος.  Προχωρήσαμε, ανεβήκαμε στη Μύρτου.  Στη Μύρτου στον [αστυνομικό] σταθμό του λέω ‘κύριε Χρίστο, πηγαίνετε στο καλό, θα μείνω εδώ διότι ...θα πάω [πίσω], θα μου πουν πού είναι ο Ευτυχής, τι θα τους πω.  ...Θα μείνω εδώ να περιμένω, να δω τι γίνεται’.  ...‘Πάμε ...και θα έρθει, αν δεν έφυγε’, μου λέει ο Χρίστος.  Του λέω, ‘πηγαίνετε στο καλό και θα μείνω εδώ, διότι ...δεν έχω λόγια να πω όταν θα μου κάνουν ερωτήσεις’.  ...[Έφυγαν] και εγώ έμεινα εκεί, στο σταθμό.  Ρώτησα τους αστυνομικούς που ήταν εκεί στο σταθμό ...[αν] είδαν τίποτε τον Ευτυχή [και] μου λένε ‘όχι’.  ‘Σίγουρα[;]’.  ‘Σίγουρα’.  Ο Ευτυχής βαστούσε ένα Land Rover του Αντωνάκι.  Το πήρε από τη Λάπηθο για να μην μείνει εκεί μέσα και το βαστούσε.  ...Νύχτωσε.  Είχε ένα Βασιλειώτη [που] έμενε κι αυτός στη Ζώδια ...[και] μου λέει ‘περίμενες ως τώρα, νύχτωσε, ...μπες μέσα στο αυτοκίνητο να φύγουμε.  Να πας στα παιδιά σου ...και ό,τι έγινε, έγινε’.  Πήγαμε.  Εντωμεταξύ ο Ευτυχής...έφυγε [γιατί] φοβήθηκε από τους πυροβολισμούς που έβαλλαν οι Τούρκοι.  Και αντί να έρθει από πάνω να με πάρει, ...έπιασε τον παραθαλάσσιο δρόμο και έφυγε.  ...Από την ώρα που πήγε, ...η Λευκή [η κόρη μου η μικρή], ...η μακαρίτισσα η γυναίκα μου, ...όλοι ...τον ρωτούσαν τι γίνεται, πού ...είναι ο Κυριάκος.  Εκείνος έπαθε όπως έπαθα εγώ.  Δεν είχε λόγια να τους πει, διότι έφυγε και με άφησε.  Όταν ...[έφτασε] το αυτοκίνητο και κατέβηκα... [διακριτικό γέλιο] ...η Λευκή και η μακαρίτισσα η γυναίκα μου πήγαν και από καρδιάς.  ...Λύθηκε και η γλώσσα του Ευτυχή.  ‘Ρε σύγαμπρε’, μου λέει, ‘τι να έκανα...  Έτσι κι έτσι λέει.  ‘Φοβήθηκα... και αντί να έρθω να σε πάρω, τράβηξα [προς τη] θάλασσα ...και πήρα τον παραλιακό και έφυγα.  Έχει από την ώρα που ήρθα... όλοι μου φωνάζουν τι έγινες...’.  [διακριτικό γέλιο] Μου λένε, ‘τι έκανες[;]’.  Τους λέω ‘τίποτε, μπήκα να κάνω ένα μπάνιο και να πάρω ...καμία αλλαξιά ρούχα ...και τίποτε άλλο’.  Τι μπορούσα να πάρω.  Μετά έγινε ο δεύτερος γύρος.  Στον δεύτερο γύρο μου λέει ο Τάκης να μείνουμε, να φύγουμε τελευταίοι. ... Όταν ξεκίνησαν... και βομβαρδίζαν... τα γεφύρια, ...έβλεπες τους Μορφίτες, ...τους Ζωδιάτες, όλους, ...με τις παντόφλες, με τις πυτζάμες και έφευγαν.  ‘Ρε για όνομα του Θεού’, μου λέει ο Τάκης, ‘θα μείνουμε τελευταίοι να αδειάσουν και οι δρόμοι και όλα’...  ‘Τελευταίοι[;]’.  ‘Τελευταίοι να φύγουμε’.  Μα τι πανικός, διότι έριξαν μια βόμβα μεταξύ Κάτω Ζώδιας και Πάνω Ζώδιας, στο γεφύρι, [για] να κόψουν τη συγκοινωνία.  Έφυγε ο κόσμος, φύγαμε κι εμείς.
ΝΧ:  Εντωμεταξύ ακούγατε τίποτα από το ραδιόφωνο;  Μαθαίνατε ή δεν σας έλεγαν τίποτα;
ΚΚ: Όχι, εφόσον ...βλέπαμε τα αεροπλάνα που έρχονταν και βομβάρδιζαν..., άρα έγινε ο δεύτερος γύρος.  Μου λέει ο Τάκης, ‘θα πάρω τίποτε ...από το σπίτι’.  Είχε δύο-τρία όπλα, τα έβαλε... μέσα στο αυτοκίνητο, από εκείνα τα ζώα αφήσαμε ...μια γίδα έξω από το κοπάδι και [την] πήραμε διότι την άρμεγε η μακαρίτισσα.  Είχαμε ...και τη γίδα, να πάμε πού τώρα;  Στα Σπήλια, όχι, Πολύστυπο.  Διότι πηγαίναμε και παίρναμε νερό από μια βρύση που ήταν στην Άλωνα.  ...Είναι εντελώς κοντά [στον Πολύστυπο].  Μας φιλοξένησαν κάτι συγγενείς του Αντρέα νομίζω.  Ήταν και ο άντρας της μεγάλης μου κόρης μαζί.  ...Πήγαμε ...στον Πολύστυπο, μας παραχώρησαν το σπίτι.  Ήταν να παντρέψουν κι εκείνοι σε κανένα μήνα... και είχαν μείνει τα παράθυρα, ...ατέλειωτο το σπίτι.  Και μας έβαλαν εκεί μέσα.
ΝΧ: Πόσα άτομα μείνατε σ’ εκείνο το σπίτι;
ΚΚ: Εκεί μέσα έμενα εγώ, η γυναίκα μου, ο Ευτυχής, η Ανθούλα, η Λευκή, ο Αντρίκκος, η μεγάλη μου κόρη...
ΝΧ: Πώς αποφασίσατε να πάτε στο Πολύστυπο;  Ξέρατε κάποιους ή ξέρατε ότι εκεί ήταν ασφαλές;
ΚΚ: Ήξερε ο Τάκης.  Πηγαίναμε ...[σε] όποιο χωριό... ήταν κοντά και έτυχε... το πιο κοντινό... [να] ήταν ο Πολύστυπος.  Και βέβαια εκείνοι ήξεραν... ότι ήταν ...και το χωριό του Αντρέα.  Ο άντρας της μεγαλύτερής μου κόρης, ο Σπύρος, ήταν ακόμα αστυνομικός, [και] τον έστειλαν σ’ ένα χωριό ...εκεί κοντά.  ...Κάτσαμε κάμποσες μέρες στον Πολύστυπο, ήρθε ο Σπύρος.  Λέει, ‘πρέπει να πάμε στο Τρόοδος’.  ... Ήταν καθήκον δηλαδή, πήγαινε στους σταθμούς εκεί κοντά, στα χωριά.  Λέει ‘με έστειλαν σ’ ένα χωριό κοντά στο Τρόοδος και πρέπει να πάμε... εκεί πάνω’.  Του λέω, ήταν και το τραπέζι έτοιμο να φάμε..., ‘κάτσε να φάμε’.  ‘Και η Τούλα είναι εκεί πάνω’ μου λέει.  Πήραμε τα υπάρχοντά μας όπως ήταν μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και φύγαμε.  Είχε εκείνο το αυτοκίνητο, ...την ξύλινη κάσα, [το] Morris.
ΝΧ: Και όσοι είσασταν στο σπίτι μπήκατε σ’ αυτό το αυτοκίνητο;
ΚΚ: Στα αυτοκίνητα, διότι ήταν και το Land Rover ...του Ευτυχή.  Πήγαμε στο Τρόοδος.  Στο Τρόοδος, [ακριβώς πάνω] στο Τρόοδος.  ...Εντωμεταξύ ο Τάκης με τη Ρένα έφυγαν, πήγαν στη Λεμεσό.  ...Του λέω ‘καλά θα πάμε στο Τρόοδος, αλλά πού θα μείνουμε, στην πλατεία[;]’. [διακριτικό γέλιο]. Λέει ‘όχι, κανόνισα και σπίτι...’.  Το σπίτι του Ρ [του πολιτικού], είχε εξοχικό...  Πήγαμε, κάτσαμε αρκετές μέρες.  Ήταν και η θεία του η Αφροδίτη μαζί μας.  ...Όταν φύγαμε από το ...Τρόοδος, χωριστήκαμε.  Εγώ ήρθα κάτω [στη Λεμεσό] μαζί με τη γυναίκα μου Μαρίτσα και τον Αντρίκκο μαζί με τη Λευκή.
ΝΧ: Πόσες μέρες μείνατε στο Τρόοδος;
ΚΚ: Μείναμε αρκετές ημέρες. Είχε μια ταβέρνα εκεί πάνω και πηγαίναμε τη νύχτα...  Ήταν ο μακαρίτης ο Ζ, εγώ, ήταν ο Ελλές [που] ...ήταν ...πελάτης μου, ...αλλά είχε κάνει και τις επιδιορθώσεις στο σπίτι της Αφροδίτης στη Λάπηθο και ...τον βρήκαμε εκεί πάνω στο Τρόοδος, ...και τον Νικολή τον Β [που] ήταν σοφέρ πάνω στην εταιρία τη Λάμπουσα.  Είμασταν ...τέσσερα άτομα [και] κάθε νύχτα πηγαίναμε και καθόμασταν, ακούγαμε και τα νέα και πίναμε και τα σφινάκια μας.  Κόντευαν να ανοίξουν τα σχολεία και λέω πρέπει να πάμε Λεμεσό, να βρούμε σπίτι να κάτσουμε, να βάλουμε και τα παιδιά στο σχολείο.
ΝΧ: Λεφτά πού βρίσκατε;  Είπες ότι τρώγατε στην ταβέρνα, ότι θέλατε να ενοικιάσετε σπίτι στη Λεμεσό.
ΚΚ: ...Λεφτά, είναι άλλη ιστορία εκείνο.  Πόσες ημέρες έκανε... το αυτό, [επειδή] δεν έρχονταν οι πλασιέ να φέρουν πράγματα και να ψωνίσω, να ξοδεύω λεφτά, ό,τι πουλούσα ...τα έβαλα στην τσέπη.  ...Είχα πολύ πράγμα μέσα στο μαγαζί...  Και έκοψαν... κάπου 2.500 λίρες, μετρητά, εκτός ακόμα [από] εκείνα που άφησα μέσα στο μαγαζί.  ...Βαστούσα λεφτά.  Πήγαμε κάτω, βρήκαμε ένα σπίτι στα τούρκικα.  Μέναμε μαζί με την Ανθούλα, τον Ευτυχή, εγώ και τα παιδιά.  Ήθελα να γράψω τα παιδιά πάνω στο Λανίτειο, διότι εκεί κάτω ...[ήταν] μακριά.  Έπρεπε να βρούμε σπίτι... κοντά στο Λανίτειο. ...Εντωμεταξύ φύγαμε από εκεί κάτω και κάτσαμε μερικές ημέρες στο σπίτι του Κυριάκου, του ανιψιού της Ελλούς, στον Κάψαλο. ...Είχαν κι εκείνοι... τα παιδιά τους [μικρά], βολευτήκαμε όμως για... 3-4 μέρες εκεί. ...Τους ήξερα καλά εγώ, διότι έρχονταν και στη Λάπηθο.  Η Ελλού και ο Αντωνάκης είχαν έρθει εδώ πάνω και έμεναν στον Κυριάκο...  Με βοήθησε ο Κυριάκος επειδή ήξερε την περιοχή και σαν αστυνομικός, διότι ήταν κι εκείνος αστυνομικός.  Μου λέει ‘έχει σπίτια ...που τα είχαν οι Άγγλοι. Το ‘hirings’ να πάμε να χτυπήσουμε γύρω, ...να δούμε ...αν βρούμε κανένα άδειο να μπούμε μέσα’...
ΝΧ: Χωρίς να ρωτήσετε;
ΚΚ: Εκείνα που τα είχαν στην κατοχή τους οι Άγγλοι, όταν έγινε η κατάσταση, ...φοβήθηκαν και έφυγαν.  Πήγαν στις βάσεις και άφησαν τα σπίτια άδεια με τα πράγματα μέσα.  ...Οι γείτονες οι Λεμεσιανοί πήραν τα περισσότερα πράγματα.  Δεν είχαμε τίποτε... δικά μας εμείς.  Βρήκαμε ένα σπίτι πιο κάτω από το σπίτι του Κυριάκου, διότι εκεί ήταν η περιοχή... που... τα περισσότερα σπίτια ...[τα] είχαν οι Άγγλοι.  Ήταν καλή περιοχή ο Κάψαλος.  Βρήκαμε ένα, μπήκαμε, ρωτήσαμε τίνος είναι το σπίτι αυτό. Προς το παρόν το έχουν οι Άγγλοι, αλλά οι ιδιοκτήτες είναι ο Αντρέας ο Έ, έτσι τον έλεγαν, ...και είναι στον ...Ύψωνα. Μάλλον όχι Ύψωνα, [αλλά μια περιοχή] εντελώς δίπλα.  Να πάμε να βρούμε τον Αντρέα τον Έ.  Πήγαμε, τον βρήκαμε, λέει ‘προς το παρόν το έχουν οι Άγγλοι, φύγανε [και] άφησαν τα πράγματα μέσα.  Τι να σας πω...  Τούτο το σπίτι είναι της κόρης μου, ...ήταν και τούτοι στο Βαρώσι, τώρα είναι κι εκείνοι πρόσφυγες.  Αλλά μένουν μαζί μας ...στο Κολόσσι.  [Του λέμε] ‘προς το παρόν ...θέλουμε να είμαστε μαζεμένοι όλοι κοντά να δούμε τι θα γίνει η κατάσταση, ...αν θα το χρειαστείτε [θα φύγουμε]’.  ‘Τότε μείνετε’ λέει.  ‘Τι θέλεις κύριε Αντρέα[;]’.  ‘Όσα πλήρωναν οι Άγγλοι’, λέει, ‘να πληρώσετε κι εσείς’.
ΝΧ: Δεν σκέφτηκε ότι είσαστε πρόσφυγες και να κάνει άλλη τιμή;
ΚΚ: Όχι.  ...Είχαν εκείνο το σπίτι, ένα σπίτι καλό, μέτριο, δύο υπνοδωμάτια...  Εντωμεταξύ όταν πήγαμε εκεί κάτω, ...δούλευε στο Φασούρι τούτος.  ...Το Φασούρι το είχε ένας που έφτανε από τον Καραβά.  Η γυναίκα του ήταν Αγγλίδα και τούτος είχε αγοράσει... το Φασούρι και κουβαληθήκαν από την Αγγλία και έμεναν στο Φασούρι.  Επειδή ήταν Καραβιώτης τούτος, πολλοί Καραβιώτες... ζήτησαν και πήγαν εκεί κάτω και τους έδωσε δουλειά στο Φασούρι.  Άλλοι κλάδευαν, άλλοι σκάλιζαν, άλλοι έκοβαν τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, τα λεμόνια, όλα, ό,τι είχε.  [Ήταν] μεγάλο το Φασούρι.  Οπότε πήγαμε εκεί κάτω με τον Κυριάκο τον Κ να βρούμε τον Έ, διότι πήγαμε σπίτι του και δεν ήταν, ...ήταν στη δουλειά.  Πήγαμε να τον βρούμε στο Φασούρι. Πήγαμε ρωτήσαμε εκεί στο γραφείο του Φασουριού, μας λένε να τον φωνάξουμε.  Ήρθε ο Αντρέας...  Του λέω ‘κύριε Αντρέα έτσι κι έτσι’.  Τον Κυριάκο τον Κ τον ήξερε.  Ήταν αστυνομικός κι εκείνος και όχι πολλή απόσταση από το σπίτι του γιου του, της κόρης του με του Κυριάκου.  Μαζί με τον Αντρέα ήρθε και ένας που έφτανε από τον Καραβά.  Ήταν από ...τον παραλήπτη των λεμονιών.  Όλοι τούτοι με ήξεραν εμένα.  Παραλήπτες είχε Καραβιώτες, Λαπηθιώτες, είχε από τα χωριά από εκεί Καράκουμι, Κερύνεια.  Μόλις με είδε λέει, ‘μα είσαι εσύ[;] από τη Λάπηθο’, εφόσον κι εκείνος ήταν ...πρόσφυγας.  Μου λέει, ‘τι γυρεύεις εδώ πάνω ρε εσύ[;]’.  Του λέω έτσι κι έτσι.  Ο Έ του λέει, ‘τον ξέρεις ...τον άνθρωπο τούτο[;]’.  ...‘Βεβαίως τον ξέρω’, του λέει ‘...όταν ήταν το κόψιμο των λεμονιών... είμασταν όλη τη μέρα εκεί στο μαγαζί του’.  ...Τα κανονίσαμε... με τον Αντρέα, του έδωσα και προκαταβολή και πήγαμε.  ...Μαθαίνουμε ότι οι Άγγλοι πουλούσαν τα πράγματα που έμειναν μέσα στα σπίτια.  ...Μου λένε να πας στο ‘hirings’.  Το ‘hirings’ είναι εδώ στα φανάρια των Πολεμιδιών.   ...Πήγαμε [και] τους λέω [ότι] το τάδε σπίτι, στον τάδε δρόμο, τάδε νούμερο έχει μέσα κάτι πράματα και μας είπαν ότι τα πουλάτε.  ...Είχε έναν Άγγλο staff sergeant μου λέει ‘ναι, να πάμε μαζί να τα δούμε τα πράγματα τι είναι ...και να βγάλουμε τιμή ...να σας τα δώσουμε’.  Πήγαμε.  Είχε τρεις ...[ραφιέρες] που έμειναν μέσα στο σπίτι, αυτό...[χτυπά με το χέρι του πάνω σε επιφάνεια].  ...Έδωσα και μια της μεγάλης μου της κόρης.  ...Έχω μια εδώ και μια εκεί κάτω στο βάθος. Το κρεββάτι, δύο πολυθρόνες και ένα καναπέ, τέσσερις καρέκλες από αυτές τις πράσινες τις ξύλινες, ένα διπλό κρεββάτι και το τραπέζι της κουζίνας.  ...[Τα έχω ακόμα] από τότε.  ...Τα άλλα όλα, ψυγεία, ...σόμπες ...τα πήραν.  Εκ των υστέρων έμαθα ποιοι τα πήραν.  Ήταν οι γείτονες εκεί.  Τέλος πάντων...
ΝΧ: Πλήρωσες για τούτα.  Τα άλλα τα είχαν κλέψει οι γείτονες, δεν πλήρωσε κάποιος για εκείνα;
ΚΚ: ...Ποιος να τα πληρώσει, εφόσον τα πήραν άλλοι.  Οι Άγγλοι ήξεραν... ότι λεηλάτησαν τα σπίτια του ‘hirings’.  ‘Τι πρέπει να πληρώσουμε[;]’.  ...Νομίζω 105 λίρες.  ...Τα πλήρωσα, τέλειωσε.  Και πλέον ξεκινήσαμε... και κανονιζόμαστε.
ΝΧ: Ήταν Αύγουστος τότε.  Είπες ότι τέλος Αυγούστου θα ξεκινούσαν τα σχολεία.
ΚΚ: ...Ναι.
ΝΧ: Δηλαδή ξεκινήσατε σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνετε κι εσείς, να κάνετε τη ζωή σας, άλλη ζωή;
ΚΚ: Τι θα κάναμε;
ΝΧ: Πιστεύατε ότι είναι μια προσωρινή κατάσταση και θα πηγαίνατε πίσω παρόλο που κάνατε τούτα για να μπορέσουν τα παιδιά να πάνε σχολείο;
ΚΚ: ...Βεβαίως!  ...Προσωρινή.  Ναι.
ΝΧ: Μιλούσατε με άλλους συγγενείς ή άλλους από τη Λάπηθο, ή είχατε σκορπιστεί και χάσατε πλέον επαφή;
ΚΚ: Μείναμε πλέον και τακτοποιηθήκαμε...  Ο Αντωνάκης και η Ελλού ετοιμάστηκαν να φύγουν να πάνε στην Αυστραλία.  Πήγαμε και τους κατευοδώσαμε στο λιμάνι, πήγαν με το πλοίο.  Μάλιστα εκείνη τη μέρα ...ανέβηκαν πάνω και τους αποχαιρετούσαμε και εγώ κατέστρεψα μια καμπαρτίνα, διότι έφυγαν ...τα πετρέλαια [από] το πλοίο και μας έλουσαν...  Δεν θα το ξεχάσω [γελάει].  Λέω ευτυχώς που δεν χτυπήσαμε, ...απλώς μας έλουσε από πάνω έως  κάτω.  Έφυγαν, πήγαν στο καλό.
ΝΧ: Η μακαρίτισσα η γυναίκα σου η Μαρίτσα τι έλεγε ή τα παιδιά σου, ο Αντρίκκος που ήταν μαζί σας, η Λευκή, πώς ένιωθαν;  Θυμάσαι κάτι;
ΚΚ: ...Βεβαίως θυμάμαι.  Η Λευκή γνωρίστηκαν με τα παιδιά εκεί στο μαχαλά, ...[με] τη Ρένα.  ...Είναι οι μόνοι γείτονες... που έκαναν παρέα τα παιδιά, διότι ήταν η Ρένα, ...οι αδελφές της και μερικοί άλλοι κοντά.  Γνωρίστηκαν, ...η Λευκή ήταν μαζί με τη Ρένα στο σχολείο.  ...Τους γράψαμε στο σχολείο [και] πήγαιναν. ... Ένας Σκαλιώτης ...παντρεμένος στην Κερύνεια, ήταν κι εκείνος πρόσφυγας, έκατσαν από την πάνω πλευρά, απόσταση δηλαδή, αλλά ήταν ο δρόμος του που περνούσε από ...το σπίτι που καθόμασταν.  Μια μέρα ήμουν ...τυχαία έξω ...[και] με είδε τούτος.  Κάθε πρωί τον έβλεπα που περνούσε με το αυτοκίνητο από εκεί [και] μια μέρα σταμάτησε.  Μου λέει, ‘ρε έχει μέρες που σε βλέπω ...εδώ και λέω είναι εκείνος, δεν είναι εκείνος και σταμάτησα’...  Του λέω, ‘ναι, εγώ είμαι’.  ...Μου λέει ‘τι κάνεις εδώ[;]’.  Του λέω, ‘εδώ κάθομαι, έγραψα τα παιδιά στο σχολείο, ...εδώ στο Λανίτειο’.  Μου λέει, ‘πας δουλειά τίποτε[;]’.  Του λέω ‘όχι[!]’.  ...Τούτος ήταν μάνατζερ στο Offices Club στην Επισκοπή. Μου λέει, ‘έρχεσαι εκεί πάνω ...στην Επισκοπή[;]’.  Του λέω, ‘να κάνω τι[;]’.  Μου λέει, ‘μέσα στο Club.  ...Εκεί πάνω είναι και ο Π ...έχει αρκετούς ...επαρχιώτες’.  Του λέω, ‘να έρθω’.
ΝΧ: Πότε έγινε αυτό;
ΚΚ: ...Δύο-τρεις μήνες [μετά].  Μου λέει, ‘αύριο το πρωί ...κανονίσου και να έρθεις μαζί μου, να πάμε μαζί πάνω’.  Του λέω, ‘εντάξει μα εσύ[;] πας κι έρχεσαι[;]’.  Μου λέει, ‘ναι, κάθομαι εδώ πίσω.  ...Όμως ...να έρθεις να δεις τη δουλειά αν σου αρέσει και θέλεις να μείνεις καλώς, εάν μείνεις... θα έρχεσαι σπίτι κάθε οχτώ.  Να εξηγούμαστε...  Θα μένεις πάνω διότι η δουλειά είναι ως αργά, έχουμε πάρτι που διαρκούν ως το πρωί’.  ...Του λέω, ‘εντάξει, τούτο μην το σκέφτεσαι, θα τα κανονίσουμε’.  ‘Όταν σχολάμε γρήγορα’, λέει, ‘θα ερχόμαστε κάτω.  Θα σε παίρνω’.  ...Πήγαμε εκεί πάνω.  Εντωμεταξύ πριν να βολέψει με τον Αντωνάκη να πάω εκεί πάνω, στις βάσεις,  ο ...μακαρίτης ο Γιώργος Ι έφαγε τους τόπους ...να μας βρει όλους.  Μας βρήκε όλους εκτός [από] εμένα.  Καθόταν ...εκεί στη Φανερωμένη, στη Λευκωσία.  Επειδή το σπίτι του ήταν ...κοντά στην πράσινη γραμμή, η Θάλεια η μακαρίτισσα [η σύζυγος του Ι] φοβόταν ...εκεί.  Ήρθαν στη Λεμεσό και καθόντουσαν ...στην περιοχή Ιθάκη.  ...Δίπλα ...καθόταν τούτος ο μακαρίτης ο Χρίστος ο Αμερικάνος που με έφερε από τη Λάπηθο, που είχε το Mercedes... Κάθονταν κι εκείνοι εκεί ...με τη γυναίκα του, ήταν ο πεθερός του, η πεθερά του, οι κουνιάδες του.  ...Δίπλα καθόταν ο μακαρίτης ο Γιώργος.  Τούτος κάθε μέρα πήγαινε [με] το αυτοκίνητο και ερχόταν και έβρισκε παρέα...  Ήταν με τους Κουννάες τους Βαρωσιώτες, ήταν με τον μακαρίτη τον Π ...[που] ήταν δήμαρχος της Λεμεσού τότε.  ...Ήμασταν μαζί στο στρατό με τον Π.  ...Είχαν ...το πρώτο ξενοδοχείο που είχε η Λεμεσός, το Continental.  Ήταν εκεί [που] η θάλασσα χτυπούσε πάνω στο δρόμο, ...πριν να κάνουν τις επιχωματώσεις.  Και βρίσκονταν εκεί ...ο Π, οι Κουννάες από το Βαρώσι, ήταν φίλοι αυτοί.  ...Κάθονταν, κουβέντιαζαν, έπαιζαν τάβλι ...και κάθε πρωί ερχόταν με το αυτοκίνητο ...στο στέκι αυτό.  [Ο Γιώργος Ι] έβλεπε... κάθε πρωί την κουνιάδα του Χρίστου του Αμερικάνου ...[που] ξεκινούσε και ερχόταν στο παζάρι και ψώνιζε και επέστρεφε πίσω.  ...Αν δεν ήταν κάθε μέρα, [ήταν] κάθε μία-δύο μέρες...  [Μια μέρα] πήγαινε εκείνη με τα πόδια μπροστά να πάρει το λεωφορείο κι εκείνος πίσω της με το αυτοκίνητο.  Πήγαινε εντελώς σιγά, ...την πλεύρισε, την χαιρέτισε... της λέει ‘πάτε στην αγορά[;]’.  Προς στιγμή λέει την είδε ότι στενοχωρήθηκε τούτη.  Αλλά βλέπει μπροστά της ένα κύριο, δεν τον θεώρησε κανένα αλήτη.  Του λέει, ‘ναι’.  ‘Επειδή σε βλέπω’, της λέει, ‘...παίρνεις το λεωφορείο και πας στην αγορά και πάω [κι] εγώ κάτω ...μπες μέσα στο αυτοκίνητο να πάμε’.  Δίστασε προς στιγμή, λέει, αλλά τελικά έπιασαν τη κουβέντα.  Κάτι έμαθε ότι η καταγωγή τους ήταν από την επαρχία Κερύνειας.  Και λέει ...μπορεί να είναι κανένας, ...που μπορεί να μάθει για μένα, πού βρισκόμουν.  Έπιασαν κουβέντα της λέει, ‘από πού είστε[;]’.  Του λέει, ‘από τη Λάπηθο’.  ‘Και μένα’, της λέει, ‘η καταγωγή μου είναι από τη Λάπηθο’...  [στιγμιαίο, διακριτικό γέλιο] Εκείνη την ώρα λέει πήρε ...ανάσα ...η κοπέλα.  Λέει κάτι ξέρει για μας για να με παρακολουθεί.  Και του το είπε.  ...Του λέει ‘εσύ ποιος είσαι[;]’.  Της λέει, ‘είμαι ανιψιός της Φλόκκας’... Διότι είχε μια θεία, την Ευφροσύνη, ...[που] είχε το παρατσούκλι ...Φλόκκα και ...δεν είχε κανένα πλάσμα που δεν ...ήξερε τη Φλόκκα.  ...Της λέει, ‘έχω συγγενείς, είναι η τάδε οικογένεια, τους βρήκα όλους εκτός από ...τον Κυριάκο.  Αν ξέρεις τίποτε’.  Του λέει, ‘εγώ δεν ξέρω, ...αλλά ο γαμπρός μου ξέρει τον Κυριάκο, ...ήταν στο μαγαζί του κάθε μέρα.  [Εννοούσε] ...τον Χρίστο τον Αμερικάνο, τον μακαρίτη.  ‘Εκείνος μπορεί να σου δώσει πληροφορίες’, του λέει.  ‘Πού συχνάζει ο Χρίστος[;]’.  ‘...Δίπλα από το παντοπωλείο έχουμε έναν αδερφό του κουμπάρου μου, του Κ, είχε ...το καφεκοπτείο Κ,  εκεί συχνάζουν’, λέει ‘Καραβιώτες, Λαπηθιώτες. ...Πήγαινε εκεί [και] πρώτα-πρώτα ρώτησε τον Καϊμακάμη, διότι είναι κι εκείνος Λαπηθιώτης, άσχετο αν ήταν παντρεμένος στη Λεμεσό πριν χρόνια’.  Πήγε.  ...Του λέει, ‘έρχεται εδώ[;]’.  ‘Καμιά φορά’, του λέει, ‘αλλά έχει μέρες ...να τον δω.  Απ’ ό,τι έμαθα ...έπιασε δουλειά στις βάσεις’.  Εντωμεταξύ ήταν πριν να πιάσω δουλειά στις βάσεις.  ...Πρώτα με βρήκε ...και ύστερα πήγα, δηλαδή ζήτημα δύο-τριών ημερών.  Οπότε με βρήκε, ήρθε στο σπίτι που καθόμασταν, κάναμε σούβλα εκείνη τη μέρα, κάτσαμε, φάγαμε, ήπιαμε.  Μου λέει, ‘ρε τι θα κάνεις ...τώρα’.  Του λέω, ‘μα δεν ξέρω’.  ...Μου λέει ‘...έχω ένα φίλο, ...είναι Τούρκος.  Αλλά να σου δώσω μια επιστολή να πας εκεί κάτω ...στα γραφεία’.  Είχαν... τα γραφεία των Βρετανικών Βάσεων ...μέσα στην περιοχή του Φασουριού.  ...[Ο] Τούρκος ...ήταν ο γενικός διευθυντής των βάσεων ...των Άγγλων ...στο Ακρωτήρι και όλων των βάσεων ...που υπήρχαν στην Κύπρο...  Του λέω, ‘ποιον να ζητήσω[;]’.  Μου λέει, ‘πρώτα-πρώτα θα βρεις έναν Αλέκο, δικό μας...  Ο Μουφτιζατέ ...είναι Τούρκος, είναι ο γενικός διευθυντής των βάσεων, αλλά εσύ θα πας να σε δει ο Αλέκος και ο Αλέκος θα σε πάρει στον Μουφτιζατέ’.  Στα ίδια γραφεία δηλαδή.  Οπότε όταν μου είπε Μουφτιζατέ του λέω, ‘[τον] ξέρω τον Μουφτιζατέ ...από τον στρατό, και μάλιστα ...ο Μουφτιζατέ μου έδωσε και ένα ...φιλοδώρημα’.  ...Ενόσω ήμουν πάνω στα Πολεμίδια, ...μια ομάδα ...πήγαμε μαζί του στην Ηλιούπολη, έξω από το Κάιρο.  Είχαμε διαγωνισμό ...σκοποβολής όλες οι αποικίες της Αγγλίας ...και πήραμε τα πρωτεία η Κύπρος, ...το Cyprus Regiment. [στιγμιαίο, διακριτικό γέλιο] Και θυμάμαι τον Μουφτιζατέ μας πήρε και μας έβαλε πάνω ...στους ώμους του που πήραμε το πρωτείο.  Τρελλάθηκε από τη χαρά του και μας έδωσε και 50 λίρες από το PRI, είχαν ένα ξεχωριστό ταμείο, ...και από δύο μέρες άδεια και γυρίσαμε το Κάιρο.  ...Τούτο, τον καιρό που είμασταν μικροί και πήγαμε... στο στρατό.  Οπότε του λέω, ‘ξέρω τον Μουφτιζατέ’.  Μου λέει, ‘τόσο το καλύτερο. ...Θα πάρεις αυτή την επιστολή ...να τη δώσεις του Αλέκου και ο Αλέκος θα σε πάρει στον Μουφτιζατέ’.  ...Όταν πήγα στα γραφεία ...μπήκα μέσα, ήταν ο Αλέκος.  Μου λέει, ‘τι θέλετε[;]’.  Του λέω, ‘έφερα τούτη την επιστολή ...και θέλω τον κύριο Μου-φτι-ζα-τέ’.  Είχε και δυο Τουρκάλες, με το φερετζέ, που κάθονταν εκεί.  Μου λέει, ‘κάτσε, ...θα έρθει σε δέκα, δεκαπέντε λεπτά... και σε δυο ώρες θα φύγει ...για την Αγγλία, αλλά θα σας δει’.  ...Ήρθε τούτος [ο Μουφτιζατέ] ...‘τι θέλετε[;]’, μου λέει.  Του λέω, ‘έφερα μια επιστολή, ...την έδωσα στον κύριο Αλέκο’.  ...Μου λέει, ‘έλα μέσα ...στο γραφείο μου’.  Πήγαμε.  Του λέει, ‘τι είναι Αλέκο μου[;]’.  ...Ανοίγει την [επιστολή και την] διαβάζει.  Μου λέει, ‘τι σου είναι ...ο Τζώρτζ[;].  Του λέω, ‘είμαστε ξαδέλφια’. ‘Από πού είσαι’, μου λέει.  Του λέω, ‘από τη Λάπηθο’.  ‘Είστε πρόσφυγας’, μου λέει.  ...Μπήκε στο ψητό αμέσως.  Μου λέει, ‘σε μιάμιση ώρα ...πρέπει να φύγω, πάω για την Αγγλία.  Θα αφήσω ...όλη την ευθύνη στον Αλέκο να σε τακτοποιήσει.... Τι μπορείς να κάνεις, πού θέλεις να πας Ακρωτήρι, Επισκοπή πού θέλεις[;]’.  Του λέω, ‘όπου υπάρχει δουλειά.  Η δουλειά μου ήταν η τάδε’...  Μου λέει, ‘είσαι έτοιμος, ...δεν χρειάζεσαι [εκπαίδευση].  ...Έχω πολλές υποχρεώσεις έναντι του φίλου μου του Τζωρτζ, ...ας κάνω κι εγώ κάτι ...γι’ αυτόν’.  Του λέω, ‘ευχαριστώ πολύ’.  Μου λέει, ‘μην έχει έννοια, ο Αλέκος ...θα φροντίσει και σύντομα ...θα σε φωνάξει πού βρήκε τόπο να σε τακτοποιήσει’.  ...‘Ευχαριστώ πάρα πολύ, καλό ταξίδι’.  Μου λέει, ‘για στάσου ένα λεπτό, έκανες στρατό[;]’.  Του λέω... ‘ναι’ και γέλασα.  ...Μου λέει, ‘ρε είσαι ο Γιαλλούρης[;]’.  Πάντα αντί να πει ...το όνομά μου ...με έλεγε Γιαλλούρη.  ...Γέλασα εγώ, του λέω, ‘ναι’. [γελάει]  ‘Ώστε με γνώριζες πρωτύτερα’, μου λέει. Του λέω, ‘βεβαίως, εφόσον κάναμε στο Κάιρο, τα θυμάμαι ...όλα’.  ...Συγκινήθηκε.  Μου λέει, ‘φεύγω’.  ‘Να πάτε στο καλό’, του λέω, ‘και να δούμε τι θα γίνει τούτη η κατάσταση’, μου λέει.
ΝΧ: Δεν σου είπε τίποτε για την εισβολή, για την κατάσταση που επικρατούσε;
ΚΚ: Όχι.  Εγώ ήξερα ...ότι ήταν ο διοικητής των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο.  ...Έφερε αυτό τον βαθμό...
ΝΧ: Όταν σου είπε να δούμε τι θα γίνει με τη κατάσταση.
ΚΚ: Ναι.  ...Πήγε στην Αγγλία, ούτε ξαναεπέστρεψε στην Κύπρο.  Δεν ξέρω, ζει, πέθανε;  ...Αλλά ήταν μεγάλος στην ηλικία.  Και έχει τη μεγαλύτερη κτηματική περιουσία από τη Λεμεσό μέχρι την Πάφο.  ...Παραλία, όλο παραλία. ...[Ήταν] Τουρκοκύπριος.  Η καταγωγή του ήταν Παφίτης.  ...Πήγα σπίτι και περίμενα ...τον Αλέκο να με ειδοποιήσει.  Αυτό με τον Αντωνάκη συνέβηκε τη δεύτερη μέρα.  ...Λέω, ‘εφόσον βρήκα τούτη την περίπτωση...’, πήγα πάνω, τη νύχτα που ήρθα βρήκα την επιστολή που έστειλε ο Αλέκος [για] να πάω ...κάτω στο γραφείο.  Πήγα.  Του λέω έτσι κι έτσι.  Μου λέει ‘άκουσε.  Να πας, ξέρω τον Αντωνάκη’...  ‘Είμαστε γνωστοί’, του λέω.  ‘Να πας με τον Αντωνάκη’  μου λέει ‘πάνω στο officers’ club και νομίζω ότι θα σου αρέσει.  ...Εάν δεν σου αρέσει ...και θέλεις να έρθεις κάτω να σε στείλω στο Ακρωτήρι, ...έλα.  Μην στενοχωρηθείς καθόλου’...  Του λέω, ‘σας ευχαριστώ, αλλά μια και είμαστε γνωστοί με τον Αντωνάκη εκεί πάνω θα βρω και παρέα, ...γνωστούς, θα προτιμήσω, να δω’.  Εκείνο ήταν. Πήγα εκεί πάνω.  
ΝΧ: Τι δουλειά έκανες εκεί;
ΚΚ: Μέσα στην κουζίνα, [μαγείρευα].  ...Πολλές φορές τους βοηθούσα ...και στα μπαρ. Μετά πέρασαν δύο χρόνια, έκλεισε το officers’ club, έκαναν απολύσεις...  Λέω του Αντωνάκη ‘να σταματήσω κι εγώ’.  Μου λέει ‘όχι, εσύ θα πας στο Ακρωτήρι ...να εργάζεσαι με τον Πέτρο’.  ...Ο Πέτρος ήταν ...ο μάνατζερ της περιοχής... όλου του Ακρωτηρίου, κουζίνες, μπαρ...  Εγώ δύο χρόνια που έκανα εκεί πάνω άκουγα για τον Πέτρο ότι ήταν πολύ αυστηρός... και πίεζε πολύ το προσωπικό.  Εντωμεταξύ ερχόταν κι εκεί πάνω και τον γνώρισα εκεί...  Ήταν ένας φαφλατάς [διακριτικό σύντομο γέλιο] Ζωδιάτης και τούτος.  ...Του λέω του Αντωνάκη, ‘τον γνώρισα τον Πέτρο που έρχεται εδώ πάνω στα πάρτι’, ...ότι έτσι κι έτσι...  Μου λέει, ‘άκουσε να σου πω, εσύ όπου πας, κάνεις ...και μην φοβάσαι τίποτε τον Πέτρο’...  Πήγα [και] πέρασα πολύ καλά.  ...Παρόλο που βγήκα στη σύνταξη μου λέει ο Πέτρος, ‘θέλεις να μείνεις στη δουλειά[;]  Μπορώ να σε κρατήσω’.  Ήταν τότε που έμεινα ...για λίγο ...καιρό ακόμα, μετά που χτύπησε η μακαρίτισσα η γυναίκα μου.  Είχα γυναίκα και καθόταν μια γειτόνισσα εδώ και ερχόταν την περιποιόταν.  Μου λέει, ‘δεν μπορεί ...η Ελένη ...να με βοηθήσει πια, διότι ...[είναι] εντελώς ανήμπορη’.  Και λέω του Πέτρου έτσι κι έτσι...
ΝΧ: Αυτό ήταν γύρω στο ’80;
ΚΚ: ...Ναι.  ...Σταμάτησα από τη δουλειά ...και έμεινα σπίτι μέχρι που συγχωρέθηκε.
ΝΧ: Να πάμε πίσω στο ’74, ξεκίνησες να δουλεύεις στις βάσεις.  Η οικογένεια εδώ συνέχιζε κανονικά στη Λεμεσό, πήγαιναν σχολείο τα παιδιά.
ΚΚ: Ναι, μια χαρά.
ΝΧ: Είσασταν όμως πρόσφυγες.  Ο κόσμος τριγύρω βοηθούσε τους πρόσφυγες;
ΚΚ: Δυστυχώς όχι.  Ακούγαμε πολλές φορές ...το τι λεγόταν... για άλλους.  ...Στην περιοχή... που κάτσαμε είμασταν όλοι πρόσφυγες ...διότι εδώ πάνω είναι συνοικισμός.  Όμως κάτω ...ακούγαμε ότι ...φώναζαν των παιδιών τους, ‘έλα να φάτε το φαΐ σας, αν δεν έρθετε θα το πετάξουμε στους πρόσφυγες’.  ...Στο σπίτι που καθόμασταν, πριν να έρθουμε στο συνοικισμό, η μακαρίτισσα η Μαρίτσα...τα ήθελε όλα όπως ήταν στο σπίτι της στη Λάπηθο.  Ήθελε ...τις γίδες της να τις αρμέγει, να κάνει τα χαλούμια της, ήθελε τις όρνιθες, την κλούβα της, ήθελε τον φούρνο...  Στο σπίτι που κάτσαμε έκανα και κλούβα, έφερα και όρνιθες.  Κόψαμε ένα βαρέλι με τον μικρό μου γιο, τον Αντρίκκο και έκανα φούρνο και βάζαμε τα ταψιά μέσα. ...Στην αρχή οι γείτονες όχι όλοι, οι εντελώς κοντά μας, [μουρμουρούσαν] όταν ανάβαμε το φούρνο.  Εκεί ήταν όλο χαρουπιές και πηγαίναμε και κόβαμε ξύλα και πυρώναμε τον φούρνο.  ...Και μου έλεγε η μακαρίτισσα ‘άμα ανάψω τον φούρνο η Μαρούλλα μουρμουρά’...  [Ήταν] η γειτόνισσά μας, εντελώς κοντά.  Της λέω ‘άφησέ την να μουρμουρά’.  Μια μέρα που εγώ ήμουν κάτω με άδεια της λέω να ανάψουμε τον φούρνο.  Της λέω [ότι] θα μείνω να τον ανάψουμε...  Ανάψαμε το φούρνο, την έβλεπες ήρθε [και] στάθηκε εκεί στο μπαλκόνι.  ...Δεν είπε τίποτε διότι στεκόμουν εκεί, ...είχε μια πελώρια αμυγδαλιά.  Της λέω, ‘κυρία Μαρούλλα, κλείσε για λίγο την πόρτα της βεράντας, για πέντε λεπτά, ...να φύγει τούτη η καπνίλα και μετά είναι εντάξει’.  Δεν μου είπε τίποτε, μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα.  Ύστερα από δύο-τρεις μέρες που τον άναψε να βάλει τα ταψιά μέσα ήρθε και της λέει, ...‘κυρία Μαρίτσα, έχει λίγο τόπο να βάλουμε κι εμείς κανένα ταψί[;]’...  Της λέει, ‘φέρτο’.   ...Και χωρίς να θέλουμε εμείς ν’ ανάψουμε τον φούρνο [έλεγαν] ‘πότε θα ανάψεις τον φούρνο να βάλουμε κανένα ταψί;’
ΝΧ: Δεν ήταν όμως πρόσφυγες.  Εκείνοι έμεναν εκεί.
ΚΚ: Ναι, εκείνοι ήταν εκεί.  Είχε έναν ενοικιαστή Βαρωσιώτη, νομίζω έχει κατάστημα τώρα στη Λήδρας, στη Λευκωσία, Αντώνης, νομίζω.  Ο νοικοκύρης του σπιτιού, ο άντρας της Μαρούλλας [ο Γιώργος], είχε σκύλους για αναπαραγωγή.  ...Την ημέρα τους είχε μέσα στα κλουβιά, μέσα στις χαρουπιές, διότι πρώτα εκεί ήταν όλο από αυτές τις χαρουπιές.  Τώρα έγιναν αγνώριστοι οι τόποι εκείνοι.  Τη νύχτα έφερνε τους σκύλους και ...κάτω από το μπαλκόνι είχε ...σαν στέγαση ...και τους είχε παλούκια και τους έδενε εκεί.  Ο ενοικιαστής του, ο Αντώνης Μ, ήταν μια οικογένεια τέσσερα άτομα, ένας γιος, μια κόρη, εκείνος και η γυναίκα του. Τα παιδιά του σπούδαζαν, η Αλίκη και ο Γιώργος...  Ξεκίνησαν πλέον και έβαζαν τα ενοίκια πάνω.  Εκεί που πλήρωναν... 25 λίρες, τους ζητούσαν 50.  Κατάλαβες;  Ως ένα σημείο ...του ζητούσε.  ‘Γιώργο’, του έλεγε [ο Αντώνης], ‘θέλω να σου δώσω, ...αλλά βλέπετε και την κατάστασή μας’.  ...Ζητούσε για παράδειγμα ...20, 25 λίρες παραπάνω [και] του έδινε τα μισά.  Εμένα δεν μου ζήτησαν παραπάνω λεφτά, για να είμαι ειλικρινής.  Τους έδωσα εγώ ο ίδιος, ...από 25 λίρες ...τους τις έκανα 30, ...έβλεπα... ότι τα ενοίκια πήραν φόρα. Και ...μου λέει ο Έ, ‘δεν σου ζήτησα ...παραπάνω εγώ’.  Του λέω, ‘βλέπω την κατάσταση, κύριε Αντρέα, ...και στεναχωριέμαι κι εγώ ο ίδιος’.  ‘Να μην στεναχωριέσαι τίποτε’, μου λέει, ‘τα λεφτά ...δεν έχουν καμιά αξία’.  Πράγματι ήταν άνθρωπος.  Λοιπόν, ... λέει ο Γιώργος στον Αντώνη, ‘ξέρεις, θα το χρειαστώ το σπίτι’.  ...Θα το χρειαστεί για να το ενοικιάσει πιο ακριβά, [κατάλαβες;] Του λέει, ‘δεν μπορείς να μου πεις να φύγω, ...πού να πάω να βρω άλλο σπίτι, βολευτήκαμε εδώ, ...λεφτά παραπάνω δεν έχω να σου δώσω, ...διότι είμαστε κι εμείς χωρίς δουλειές χωρίς τίποτε, τα χάσαμε όλα...  Κι εσύ ...κάθε λίγο ζητάτε παραπάνω[;]’.  Τσακώθηκαν.  Του λέει, ‘τελεσίδικα να φύγετε’. ...Του λέει, ‘δεν φεύγω’.  Έφευγε από το σπίτι ο Αντώνης, [ο Γιώργος] μουρμουρούσε της γυναίκας του [Αντώνη].  ...Μια πολύ καλή γυναίκα η γυναίκα του.  Πήγαινε σπίτι, την έβλεπε κλαμένη.  ‘Ρε τι έχεις[;]’.  ‘Τίποτε’, του έλεγε.  Ήξερε ότι είχε τσακωθεί μαζί του.  ...Μια μέρα επέμενε να μάθει το λόγο, ...‘έπαθαν τίποτε τα παιδιά;’ της λέει.  Του λέει ‘όχι’.  ‘Τότε πες μου’ της λέει ‘τι συμβαίνει’.  Του είπε έτσι κι έτσι, ...‘μουρμουρά, θέλει να φύγουμε ...και δεν μπορώ να τον αντέχω όλη τη μέρα’.  Της λέει, ‘εντάξει, άσε την κουβέντα πάνω μου’.  Ένα πρωί ήταν πίσω από την μπαλκονόπορτα και τον καρτερούσε να αμολήσει τους σκύλους να τους πάρει μέσα στο χωράφι με τις χαρουπιές. Την ώρα που έσκυψε και ξεπαλούκωνε τους σκύλους ανοίγει τη μπαλκονόπορτα και του δίνει πάνω στη ράχη.  ...Άρχισε τις φωνές, ‘ρε τι συμβαίνει, τι συμβαίνει;’ τον έσπασε από το ξύλο.  Τον έκανε του κρεββατιού.  ‘Θέλεις να φύγω[;]’ του λέει, ‘θα προσπαθήσω να φύγω ...τώρα, αλλά πριν να φύγω έπρεπε να σου το κάνω τούτο’...  Τον έκανε μαύρο από το ξύλο. [γελάει]  Ακούγαμε εμείς ‘βοήθεια’... ‘Μην ανοίξετε πόρτα διότι τούτος θέλει ...μάρτυρες’, ...διότι ήθελε να τον καταγγείλει [γελάει].  Ποιος τον είδε;  Κανένας δεν τον είδε.  Έκλεισε την πόρτα ο Αντώνης, μπήκε σπίτι, ...ο Γιώργος στρίγγλιζε.  ...‘Εφόσον είσασταν σπίτι’, λέει, ‘δεν ακούσατε τις φωνές μου;’... [γελά] ‘να ανοίξετε την πόρτα ...να δείτε τι γίνεται;’ Του λέω, ‘άκουσε να σου πω Γιώργο, απ’ ό,τι άκουγα ...καλά να σου κάνει.  Εκείνη τη καημένη τη γυναίκα δεν τη λυπάσαι όλη τη μέρα;  Άργησε να του το πει, ...αλλιώς ήταν να σου το κάνει πριν τούτο.  Καραδοκούσε την ώρα να σου το κάνει. Καλά σου έκανε...  Τι αξία έχουν ρε τα [λεφτά].  Βλέπετε την κατάσταση του κόσμου, τι υποφέρει’.  ...Έκανε ένα φεγγάρι και δεν μου μιλούσε, ύστερα ημέρωσε...  Μου λέει, ‘μου το είπες ξεκάθαρα ότι καλά να μου κάνει, ...δεν το ξεχνώ ...τούτο’.  Του λέω, ‘εσύ γιατί τόση φιλαργυρία;’  Ύστερα γίναμε οι καλύτεροι [φίλοι] κατάλαβες;  Κατάλαβε το λάθος.  Και όσοι... [τα] έλεγαν [τότε], ξέρεις τι λένε τώρα;  Λένε ήρθαν οι πρόσφυγες κι εκείνοι αναπτύχθηκαν κι εμείς μείναμε όπως είμασταν.  ...Οι πρόσφυγες πήραν, δημιούργησαν την πόλη της Λεμεσού.  Διότι ...εγώ τη Λεμεσό τη θυμάμαι με 18.000 [κατοίκους]. Τώρα είναι 200.000, εκτός ...τα χωριά. ...Όταν είσαι κάτω στην παραλία και βλέπεις όλους εκείνους τους συνοικισμούς είναι η πρώτη φάση, η δεύτερη φάση, η τρίτη φάση, έξι φάσεις.  Στόλισαν το βουνό.  ...Τα παιδιά πήγαιναν μια χαρά στο σχολείο.  Μάλιστα στο Λανίτειο είχαμε και καθηγητές του Γυμνασίου Λαπήθου.  Και ξέρεις τι έλεγαν της Λευκής;  ‘Λευκή μου, ...είχες τα πρωτεία στη Λάπηθο και τα έχεις κι εδώ’...  Η Λευκή ήταν η καλύτερη μαθήτρια στο γυμνάσιο, στο Λανίτειο, ...όσα χρόνια ...πήγε εδώ πάνω.  Είχαμε έναν παιδονόμο, ο Νικόλας.  ...Μια μέρα πήγαμε ...στην Αργάκα στην Πάφο, έμενε στην Αργάκα τούτος, ...να δούμε την αδερφή της συμπεθέρας της Λουκίας.  ...Ο άντρας της δούλεψε ένα φεγγάρι μαζί μου στην Επισκοπή.  ...Η καταγωγή του είναι από την Μαλλιά της επαρχίας Λεμεσού.  Δούλευε σε κάτι συγγενείς τους Πηδιάες στη Λευκωσία, ήταν ...πλασιέ ο Χρυσόστομος, ο άντρας της Λουκίας.  Ύστερα αποφάσισε και έφυγε, πήγε στην Πάφο ...στην Αργάκα.  ...Πήρε κάτι τούρκικα χωράφια ...και έμεινε εκεί πάνω μια χαρά.  ...Σπούδασε τα παιδιά του, ό,τι παρήγαγε μέσα στα περιβόλια ...τα έπαιρνε στο παζάρι και δημιουργήθηκε μια χαρά.  ...Στην Αργάκα που πήγαμε ...είμασταν εγώ, η Λευκή, ...ο Αντρίκκος και η μακαρίτισσα.  ...Στην Αργάκα έκαναν καλύβες παραθαλάσσια.   Καθόταν εκεί και ρέμβαζε τη θάλασσα ο Νικολής ο παιδονόμος,... καθόταν σαν πελάτης...  Όταν πήγαμε και σταματήσαμε εκεί, ...κάτι γύρεψε να μου πει εμένα ή της μητέρας της η Λευκή, κατάλαβε τη φωνή της.  ‘Κύριε μου’, ...λέει εκείνου που είχε την καλύβα, ‘τούτα τα πλάσματα που ήρθαν εδώ ποιοι είναι[;]’.  ...Του λέει ο Χρυσόστομος, ‘κύριε Νίκο ...είναι ο Κυριάκος ...με την οικογένειά του.  Του λέει, ‘άκουσα τη φωνή της Λευκής’.  ‘Είναι και η Λευκή’, του λέει.  ...Και ξέρεις πόσο αγαπούσε ...την Λευκή ο παιδονόμος;  ...Πρωτύτερα τα σχολεία είχαν παιδονόμους, στα διαλείμματα, στο έξω, κινηματογράφοι, τούτα όλα ήταν υπόχρεοι να πηγαίνουν να κάνουν τις [περιπολίες] τους...
ΝΧ: Στο μεταξύ τι απέγιναν οι Τουρκοκύπριοι στη Λάπηθο;  Βλέπατε κανέναν;  Μάλλον είχατε καλές σχέσεις στη Λάπηθο;
ΚΚ: Είχαμε ...πάρα πολύ καλές σχέσεις [με τους] Τουρκοκύπριους.  Δεν είχαμε καφενεία, ...ταβέρνες, σινεμά και τούτα όλα... ξεχωριστά.  Όταν έγιναν οι φασαρίες... το ’63, οι Τούρκοι φοβήθηκαν διότι ήταν μειονότητα.  Ήταν ο λεγόμενος τουρκομαχαλάς και είχε καμιά πεντακοσαριά κατοίκους.  Είχαν περιβόλια, πολύ καλά περιβόλια.  Εργάζονταν ξυλουργοί μαζί, χτίστες μαζί, τσαγκάρηδες μαζί, όλοι...μαζί, ραφτάδες, κουρεία.  Τούτα όλα... ήταν Τούρκοι, πήγαιναν στους δικούς μας μπαρμπέρηδες, μάθαιναν τη δουλειά, τσαγκάρηδες το ίδιο, ξυλουργοί το ίδιο.
ΝΧ: Ήταν κυρίως Ελληνοκύπριοι εκείνοι που είχαν τις δουλειές και δούλευαν για τους Ελληνοκύπριους;
ΚΚ: ...Ναι.
ΝΧ: Το αντίθετο δεν γινόταν, δεν είχαν δικές τους δουλειές;
ΚΚ: Στα περιβόλια.
ΝΧ: Άλλες δουλειές ήταν κυρίως των Ελληνοκύπριων;
ΚΚ: Ναι
ΝΧ: Και μιλούσαν Κυπριακά;
ΚΚ: Βεβαίως, αλοίμονο.  ...Και ψωμάδες και όλα, ...εμένα μου έφερνε ...Τούρκος τα ψωμιά στο σπίτι...  Είχαν και το δικό τους το καφενείο πηγαίναμε κι εμείς ...στα τούρκικα καφενεία.  ...Είχε ένα τούρκικο καφενείο το «Ζιχνής».  Οι γιοί του Ζιχνή, είχε ...τρία παιδιά, ο ένας ήταν υπάλληλος στο κουρείο του Κύρου, ο άλλος ...παρόλο που...το όνομά του ήταν Ισμαΐλης τον φώναζαν Αντρέα.  Όταν έγιναν οι φασαρίες το ’63, φοβήθηκαν.  Και είχε σκοτωθεί ένας Τούρκος από τη Λεύκα, είχε συγγενείς στη Λάπηθο.  Και τούτος δούλευε στην ηλεκτρική και πήγαινε στην Κερύνεια ...με το ποδήλατο και τον σκότωσαν [οι Ελληνοκύπριοι] έξω από τον Καραβά.  Είχε και Τούρκους από αυτούς τους έκτακτους αστυνομικούς.  Τούρκους που έμεναν στο σταθμό μαζί με τους δικούς μας τους αστυνομικούς.  Είχε γίνει φασαρία που τους έβαλαν βόμβες και σκοτώθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός.  ...Στις πάνω ενορίες Αγία Παρασκευή, Αγία Αναστασία ήταν ένας αξιωματικός ο Σίαρ.  Κάθε νύχτα ήταν εκεί στο μαγαζί, εκείνος και η περίπολος... των Άγγλων.  Και ...τους έκαναν ενέδρα στις πάνω ενορίες και σκοτώθηκε τούτος ο Σίαρ.  Στο σταθμό είχε Τούρκους, αξιωματικό Τούρκο και είχε και από αυτούς τους έκτακτους Τούρκους.  Τότε που έγιναν οι φασαρίες, που ...έκαναν ενέδρα στους Άγγλους, μας πήραν στην Κερύνεια και μας έπαιρναν καταθέσεις.  ...Πριν το ’74 [αυτά].   ...Μας πήραν οι Άγγλοι στην Κερύνεια να μας πάρουν καταθέσεις ...και αναγνωρίσεις.  Αν ...είχε από αυτούς τους προδότες που ήταν με τις μάσκες και περνούσες ...από κοντά τους, αν αναγνώριζε κανένας έλεγαν... ότι εκείνος είναι ύποπτος ...[για] τις ενέδρες που ...έβαλαν στους Άγγλους.  ...Επιστρέφαμε [από] την Κερύνεια [και] στο ενδιάμεσο είχαν άλλο check.  ...Σε έλεγχαν και μετά να πας ...στο χωριό σου, στο σπίτι σου.  ...Είχαν αντίσκηνα ...έτσι έκτακτα, που ...έμπαινες από τη μια του αντίσκηνου και έβγαινες από την άλλη, περνούσες και έφευγες—από την Κερύνεια, για παράδειγμα, —...και ...στα 8 μίλια ...είχε άλλο check point που σε ξαναέλεγχαν και έφευγες.  Σε εξέταζαν δηλαδή...  Μια μέρα ...που μπήκαμε, μου έκανε ο Άγγλος από αυτό το check, πέρασα και προσπαθούσα να βγω έξω.  Είχε έναν Τούρκο που με ήξερε, που ερχόταν εκεί στο μαγαζί.  ‘Στάσου’, μου λέει ‘να σε κοιτάξω’.  Την ώρα που μου έκανε το χέρι του έτσι ‘στάσου’, του έδωσα δύο μπάτσους, ένα από τη μια και ένα από την άλλη.  Με ήξερε.  Του λέω, ‘ρε κορόιδο με έλεγξε ο Άγγλος και θέλεις να με ελέγξεις εσύ[;]’.  Ο Άγγλος που μου έκανε check [γελάει] έπιασε ένα γέλιο [γελάει] που μπάτσισα τον Τούρκο.  Εφόσον με ήξερε πολύ καλά, ερχόταν εκεί και πίναμε καφέ, ‘να με ξαναελέγξεις εσύ, ποιος είσαι, εφόσον το αφεντικό σου μου είπε εντάξει πήγαινε.  Εσύ’, του λέω, ...‘για να μου κάνεις τον καραγκιόζη[;]’.  ...Ο Άγγλος να σπάει από το γέλιο.  Οι Τούρκοι έφυγαν από τη Λάπηθο διότι φοβόντουσαν.  Έκαναν ...καμιά δεκαπενταριά μέρες να ξεραθούν τα περιβόλια τους που έμεναν απότιστα και απεριποίητα.  ...Άλλοι πήγαν στο Κιόνελι άλλοι, στη Φώττα, άλλοι στην Κερύνεια...  Όταν είδαν ότι η κατάσταση ήταν εντάξει και δεν είχε κανένα να τους πει τίποτε, ...ξεκίνησαν ...έρχονταν λίγοι-λίγοι ...και πότιζαν τα περιβόλια τους, έμεναν και τη νύχτα, ...σαν να μην συνέβαινε τίποτε.  Οι περισσότεροι όμως έφευγαν τη νύχτα και ...πήγαιναν στο Κιόνελι, Φώττα...  Και μάλιστα εκεί στο μαγαζί ερχόταν ο εισπράκτορας ...που εισέπραττε τα λεφτά για τους φόρους.   ...Δεν ήταν συνέχεια, ερχόταν κάθε 8 κάθε 15.  Μου άφηναν τα λεφτά να τους πληρώσω τους φόρους τους που ερχόταν ο εισπράκτορας ο Αντώνης ο Μ.  Έφυγα από το μαγαζί [και] μέσα στο ταμείο μου ...είχα λεφτά των Τούρκων που μου τα άφησαν για να πληρώσω τον εισπράκτορα.  ...Προηγουμένως ...ο εισπράκτορας ήταν Τούρκος, ο Χ ...και ύστερα βγήκε συνταξιούχος εκείνος.  Μια μέρα ήρθε [ο Χ] και μου λέει, ‘ρε Κυριάκο ...εγώ μένω ...τώρα [στη] Φώττα.  Πες εκείνου του Τ’.  ...Ο Τ ήταν 10-11 αδέρφια, [Ελληνοκύπριος].  Ήταν ο μοναδικός που ήταν βοσκός. Οι άλλοι όλοι ήταν ψωμάδες.  ‘Πες του και εκείνου του Τ’, λέει, ‘να μην βάλει το κοπάδι μέσα στο περιβόλι ...διότι ξέρεις το ζώο όταν δαγκώσει ...τη λεμονιά [είναι] σαν να της βάλεις δηλητήριο... Να μπαίνει να κόβει ό,τι θέλει...  Να κόβει φαρράες που είναι μέσα’, ...εννοούσε χόρτα, ‘να κόβει λεμόνια ό,τι θέλει, ...αλλά να μην βάλει τα ζώα ...μέσα στο περιβόλι ...διότι είναι κρίμα... τα δέντρα. Να δούμε τι θα γίνει τούτη η κατάσταση’...
ΝΧ: Ήταν η πρώτη φάση της εισβολής;
ΚΚ: ...Ναι! Ο Τ ...κάθε νύχτα ερχόταν εκεί στο μαγαζί, στεκόμασταν στον πάγκο και πίναμε.  Σαν πίναμε του λέω, ‘ρε Χρίστο έτσι κι έτσι ...ο Χ’.  ‘Τι σου είπε’, μου λέει.  Του λέω, ‘να μην βάλεις ...το κοπάδι μέσα στο περβόλι, ...διότι ...δεν ξέρεις ...ότι όταν η προβατίνα ...δαγκώσει πάνω στα λεμονόδεντρα είναι δηλητήριο[;]’.   ‘Γιατί’, μου λέει ‘υπερασπίζετε τους Τούρκους[!]’.  Του λέω, ‘ρε Χρίστο, δεν υπερασπίζομαι τους Τούρκους...  Απλώς υπερασπίζομαι κάτι το σωστό.  Σήμερα είναι εκείνουςς αύριο είναι εμάς...’.  Και όπως έγινε.  Μετά που έγινε η εισβολή ο Τ μαζί με έναν άλλο βοσκό τον Νικολή ...ήρθαν μέχρι τη Μύρτου με τα κοπάδια τους.  ...Ήταν πριν να γίνει ο δεύτερος γύρος να τους κόψουν μέσα οι Τούρκοι.  ...Στη Μύρτου ...όταν λοξοδρομούσες πήγαινες από την Αγία Ειρήνη.  Στην Αγία Ειρήνη οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι και είχε πολλά κοπάδια.  Λέει ο Τ του Νικολή ‘ρε Νικολή ...μια και ήρθαμε ως εδώ δεν πάμε και από την Αγία Ειρήνη... να πάρουμε κάμποσα τούρκικα κοπάδια και να τα βγάλουμε έξω’.   ‘Πάμε’ του λέει ο Νικολής.  Πήγαν, [γελάει διακριτικά] πήραν κάμποσα κοπάδια των Τούρκων και ξεκίνησαν... για να έρθουν στις ελεύθερες περιοχές.  Δεν πρόλαβαν όμως. Έγινε ο δεύτερος γύρος και τους έκοψαν μέσα.  Τους έπιασαν οι Τούρκοι, τους πήραν απ’ ό,τι έμαθα στη Φώττα.  Η Φώττα είναι δίπλα από τη σημαία που φαίνεται πάνω στο Πενταδάκτυλο.  Τους έπιασαν οι Τούρκοι, τους πήραν και τα κοπάδια τους και τους έστειλαν και μάζευαν το γάλα από τους βοσκούς και τους υποχρέωναν να κάθονται εκεί να κάνουν τα χαλούμια.  ...Ήταν αιχμάλωτοι των Τούρκων 3-4 χρόνια.  Ύστερα τους απόλυσαν οι Τούρκοι.  Μια μέρα ήμουν με τον Απόστολο, τον άντρα της Φροσούλας, ...στη Λευκωσία και μου λέει ‘πάμε ως πάνω ...να δεις και τους τόπους εκεί’...  Πήγαμε στη Δευτερά. Στη Δευτερά μου λέει ο Απόστολος, ‘έλα να κάτσουμε να πιούμε κάτι ...εδώ στο καφενείο.  Μπήκαμε στο καφενείο, στη γωνία καθόταν ένας δεν τον ...κατάλαβα εγώ.  Μου λέει ο Απόστολος, ‘τι θα πιεις θείε’.  Του λέω, ‘καμιά λεμονάδα’. Κατάλαβε τη φωνή μου ο Τ.  Λέει του καφετζή ‘ο άλλος ποιος είναι[;]’.  Του λέει ‘είναι συγγενείς με τον Απόστολο’.  Του λέει, ‘ρώτα τον πώς τον λένε’.  ...Οπότε ...εγώ κατάλαβα τη φωνή του του Τ.  Παρατηρώ, του λέω,  ‘ρε Χρίστο εσύ είσαι[;]’.  Μου λέει, ‘ρε κουμπάρε Κυριάκο εσύ είσαι[;]’.  Του λέω, ‘ναι’.  ...Απο το πολύ ξύλο που έφαγαν στραβώθηκαν.  Μου λέει, ‘κάθε μέρα... που περνά ακούω τα λόγια ...που μου είπες στον πάγκο ...που πίναμε [χτυπά επιφάνεια].  Σήμερα είναι εμάς αύριο είναι εκείνους.  Δεν θα το ξεχάσω... ώσπου να πεθάνω.  Πράγματι ...ρε κουμπάρε έγινε όπως το είπες’.  Έφυγαν πρώτα οι Τούρκοι πήγαν προσωρινά, επέστρεψαν εκείνοι και μας έδιωξαν εμάς.  ‘Δεν θα το ξεχάσω’, μου λέει, ‘τούτα τα λόγια που μου είπες στον πάγκο που πίναμε. Σήμερα είναι εμάς αύριο είναι εκείνους’.  ...Τούτα τους λέω.  Εγώ να πάω στη Λάπηθο και να δω Τούρκους θα με βάλουν μέσα στην αγκάλια τους.  Διότι ουδέποτε ήρθα σε ρήξη με κανένα Τούρκο, ούτε να τον ενοχλήσω ούτε τίποτε.  ...Κουβεντιάζαμε με τον Τάκη του Π, ήρθε να με καλέσει για τον γάμο της κόρης του.  ...Μου λέει, ‘πήγα στη Λάπηθο.  ...Πεινάσαμε, πήγαμε στο Βαβυλά, κάτσαμε να φάμε λίγο ψάρι... της επαρχίας.  ...Ποιον είδαμε;  Εκείνος που έχει το κέντρο Βαβυλάς τώρα, είναι ο γιος κάποιου που έσωσε ο πατέρας μου ...διότι του έκαναν αγωγή και ήθελαν να ...πουλήσουν όλη την περιουσία του Τούρκου.  Κάτσαμε ...στο τραπέζι εγώ τον είδα τον κατάλαβα ...ότι είναι γιος του τάδε.
ΝΧ: Αυτό έγινε μετά που άνοιξαν τα σύνορα;
ΚΚ: ...Ναι.  Του λέει, ‘ρε φέρε κανένα λεμόνι ...να σφίξουμε πάνω στο ψάρι διότι το ψάρι θέλει πολύ λεμόνι’.   Του λέει, ‘να δούμε τώρα ...αν έχουμε’.  ‘Αν έχετε[;]’ του λέει... ‘ρε είμασταν στην επαρχία Κερύνειας ...που κάναμε εξαγωγές εκατομμύρια λεμόνια και να μου λες’...  ‘Μα ξεράθηκαν όλα’, του λέει και τα κόψαμε. Άλλα κόψαμε, άλλα ξεράθηκαν’.  ‘Τα κόψατε;’ του λέει, ‘κόψατε τις λεμονιές;’.  Του λέει, ‘ναι, δεν βλέπεις... που πέρασες’.  ...‘Το κεφάλι σας [είναι για] κόψιμο’, του λέει.  Προς στιγμή ο Τούρκος λέει, ‘δεν σκέφτεται σε ποιον τόπο είναι και να λέει είναι το κεφάλι μας που θέλει κόψιμο;’  Στάθηκε, τον έβλεπε τον Τούρκο.  Του λέει, ‘ναι, το κεφάλι σας είναι που θέλει κόψιμο...’.  Του λέει, ‘εσύ για να μου μιλάς έτσι ...είτε τρελός είσαι, είτε ...τι να πω...   Ξέρεις πού βρίσκεσαι;’...  Του λέει, ‘ναι, ξέρω.  Είμαι στο Βαβυλά’...  ‘Για να μου μιλάς έτσι’, του λέει, ‘έχεις πολύ θάρρος...  Να ’σαι μέσα στα τουρκοκρατούμενα [και να μιλάς έτσι]... Ποιος είσαι; Ποιος είναι ο πατέρας σου;’  Του λέει, ‘ο τάδε’.  Του λέει, ‘την τάδε χρονολογία ...επρόκειτο να πουλήσουν τη περιουσία του πατέρα σου...  Ποιος τον βοήθησε ...να ξεχρεώσει[;], εγγυητής’...  Στάθηκε, τον έβλεπε του λέει ο μακαρίτης ο Π.   Του λέει ‘εσύ ποιος είσαι; Είσαι ο Τάκης’, του λέει, ‘ο γιος του Π;’  Διότι ...ήξερε ... ο…Τούρκος την οικογένεια του Έλληνα και ο Έλληνας [του Τούρκου]…  Του λέει ‘ναι, είμαι ο γιος του Π ...του Πολύκαρπου’.  Του λέει, ‘τι να κάνουμε ρε Τάκη... Τι θα κάνουμε.  Εμείς ...θέλαμε τούτη την κατάσταση;  Υποφέρουμε παραπάνω από σας...  Μπορεί να έχω τούτη τη δουλειά ...τώρα εδώ, αλλά μπορεί να έρθουν ...και να μου πάρουν και τα ταμεία και να κάτσουν, να φάνε, να πιούνε και να φύγουν.  ...Εμείς υποφέρουμε παραπάνω από σας’.  ...Και πράγματι.
ΝΧ: Τους έποικους εννοούσε;
ΚΚ: Έποικοι.  ...Με πήρε μια μέρα στο τηλέφωνο ο Άγγλος ο Wilkinson και δούλευα πάνω στη Επισκοπή.  Οι Τούρκοι του έδιναν δύο μέρες της βδομάδας να έρχεται να ψωνίζει από τη Λευκωσία.  ...Η υπεραγορά που πήγαινε ο Άγγλος και ψώνιζε ήταν στον Άγιο Δομέτιο.  Ερχόταν δύο μέρες της εβδομάδας, ...ψώνιζε και επέστρεφε πίσω. Μια μέρα μπήκε μέσα στην υπεραγορά τούτος και ψώνιζε.  Μπήκε ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο Γιώργος.  Ο υπάλληλος, ο ταμίας εκεί ...της υπεραγοράς όποτε έμπαινε μέσα ο μακαρίτης ο Γιώργος του έλεγε ‘καλώς τον κύριο Κουδουνά’.  Τούτος άκουσε το όνομα Κουδουνά.  Με ήξερε, εφόσον σου είπα ...ότι είμασταν παρέα με τον Άγγλο στην Λάπηθο.  Όταν άκουσε το Κουδουνά έκανε το αυτί του καμπανέλα.  Πήγε κοντά στον μακαρίτη τον αδερφό μου και του λέει ‘συγνώμη να σε ρωτήσω κάτι;’  Του λέει ‘ναι, ελεύθερα’.  ‘Άκουσα το Κουδουνά’, του λέει, ‘έχω ένα φίλο ...μήπως έχετε καμία συγγένεια;’  Του λέει ‘ποιος είναι ο φίλος σου;’  ‘Εγώ κατοικώ στη Λάπηθο’ του λέει.  Αμέσως ο μακαρίτης κατάλαβε.  ‘Πώς τον λένε το φίλο σου’, του λέει.  ‘Κυριάκο’, του λέει, ‘και έχει καφενείο’.  ‘Αδερφός μου είναι’, του λέει.  ‘Σαν να μου χάρισες τον κόσμο όλο’, λέει, ‘ξέρεις πού να τον βρω;’  Του λέει, ‘απ’ ό,τι άκουσα ...εργάζεται στις βάσεις, στην Επισκοπή’.  Και με πήρε τηλέφωνο, με φώναξε ο μάνατζερ.  ‘Κυριάκο, θέλω να βρεθούμε’, μου λέει.  Του λέω, ‘μα εγώ εργάζομαι’...  ‘Το ξέρω, μου το είπε ο αδελφός σου’, μου λέει, ‘εργάζεσαι στην Επισκοπή.  ...Σε παίρνω να σου πω να βρεθούμε ...μια μέρα. Έχω δύο μέρες της εβδομάδας που μου ...δίνουν οι Τούρκοι... [γελάει] και έρχομαι και ψωνίζω.  Και έτυχε συμπτωματικά να δω τον αδερφό σου... Θέλω να βρεθούμε’...  Του λέω, ‘άκουσε δουλεύω στις βάσεις, είμαι υπάλληλος τώρα, ...δεν μπορώ να φύγω όποτε θέλω’.  Μου λέει, ‘να σου εξασφαλίσω άδεια’.  Είχε ισχύ, μπορούσε...
ΝΧ: Αφού έπαιρνε δύο μέρες άδεια από τους Τούρκους για να πάει να ψωνίσει, τι ισχύ είχε;
ΚΚ: Από τους Τούρκους, ναι.  Δεν μπορούσαν όμως οι βάσεις να επιβληθούν στους Τούρκους.
ΝΧ: Μετά από το ’74, που ήταν η εισβολή.  Αφού του έδιναν άδεια οι Τούρκοι, άρα είχαν περισσότερη ισχύ από τους Άγγλους, από τις βάσεις;
ΚΚ: Βεβαίως, δεν μπορούσε να μπαινοβγαίνει.  ...Ως ένα σημείο το παράκαναν οι Τούρκοι και άρχισαν... να τα βρίσκουν σκούρα με τους Άγγλους.
ΝΧ: Αλλά με τις βάσεις μπορούσε να επικοινωνήσει με κάποιον και να σου δώσουν άδεια;
ΚΚ: Ναι.  Μου λέει, ‘θέλεις άδεια ...να έρθεις κάτω[;]’.  Του λέω, ‘δυστυχώς ...τώρα είμαι φρέσκος ...εδώ πάνω δεν μπορώ’.  ...Μου λέει, ‘αυτή είναι δική μου δουλειά... Εγώ μπορώ ...να σου εξασφαλίσω άδεια’.   Του λέω, ‘δεν νομίζω, ...διότι είναι δύσκολο να έρθω Λευκωσία ...όπως είμαστε τώρα’.  Μου λέει, ‘να χαρείς κάνε ό,τι κάνεις και έχω πολλά να σου πω’.   ...Του λέω, ‘τι να μου πεις;’  ‘Κάποτε συζητούσαμε και μου είπες ότι τώρα οι Τουρκαλάδες...’  Του λέω, ‘την ημέρα που φεύγαμε, ...ήρθαν οι ΟΗΕδες και ζητούσαν το σπίτι σου κι εγώ τους έφερα απ’ έξω από το σπίτι’...   Μου λέει, ‘το έμαθα’.  ‘Κάποιος ...μας βοήθησε και βρήκαμε το σπίτι’, του είπαν οι ΟΗΕδες.  Λοιπόν, δεν μπόρεσα να πάω.  Αυτός έφυγε μετά και πήγε στην Ιταλία απ’ ό,τι μου είπαν.  Στην Ιταλία είχε ένα ατύχημα, τον πιάσανε και τον πήρανε στην Αγγλία και απ’ ό,τι έμαθα πέθανε ο Paul Wilkinson.
ΝΧ: Πιστεύεις ότι αυτός ήταν αναμεμειγμένος με την εισβολή;
ΚΚ: Άκουσε να σου πω.  ...Η γυναίκα του και η κόρες του ήταν στην Αγγλία, είχαν πολυκλινική.  Ο γιος του ήταν πρέσβης στην Αυστραλία.  ...Πολλές φορές του έλεγα, ‘ρε γιατρέ ...τι ήρθες ...και έκατσες στην Κύπρο μόνος κι έρημος’...  Άρα είχαν δάχτυλο, παρακολουθούσαν, κατάλαβες;  Παρακολουθούσαν και έβαζαν τη μούρη τους παντού, να μάθουν, να κάνουν, να φτιάξουν.  Δυστυχώς είναι οι άνθρωποι οι οποίοι θυσιάζουν τη ζωή τους για το έθνος τους αυτοί, κατάλαβες;  Ήταν κουνιάδος του Σέργιου Φούτ, του [Άγγλου] κυβερνήτη της Κύπρου.
ΝΧ: Οπότε προφανώς βοηθούσε την κατάσταση να πάει όπως την ήθελαν;
ΚΚ: ...Ναι.  Απ’ ό,τι έμαθα πέθανε, ...μου το έλεγε ένας αστυνομικός, δικός μας.  Έμαθε λέει από τον γιο του Χαράλαμπου του Ε.  Ο Χαράλαμπος ο Ε ήταν ...κτηνίατρος και είχαν συνδεθεί... με τον Άγγλο και ήταν φίλοι..., όλη η οικογένεια του.  Εφόσον σου λέω ...όποιος τον καλούσε [τον Wilikinson] δεν έλεγε όχι.  ...Ήταν προσκεκλημένος [και] στο γάμο της μεγάλης μου κόρης.
ΝΧ: Θέλεις να μου πεις ακόμα κάτι;
ΚΚ: ...Τι να πω, για την κατάντια μας στην προσφυγιά;  ...Πριν να πιάσω δουλειά και μετά που έπιασα δουλειά, ξέρεις τι έκανε ο μικρός μου γιός στο σχολείο που πήγαινε;  ... Πακέταρε καλαμπόκι που το έπαιρνε από κάποιους συγγενείς, και ...[το] έπαιρνε στα σχολεία και πουλούσε κάθε μέρα.  Και έβγαζε και τα χαρτζιλίκια του και όλα.  Κατάλαβες; Και πολλές φορές... δάνειζε και του αδερφού του λεφτά.
ΝΧ: Λόγω της προσφυγιάς εννοείς, ήταν ένας τρόπος για να βγάζει λεφτά αφού χάσατε τα πάντα;
ΚΚ: Ναι!  Κατάλαβες;  ...Πριν τελειώσει το σχολείο ο Αντρίκκος, τα απογεύματα πήγαινε δουλειά στον Ν ...τον τορναδόρο.  Και έπαιρνε λεφτά.  Δηλαδή βοηθούσε με λίγα λόγια... και τον εαυτό του και τα αδέρφια του. Ο δε Γώγος ήταν πάντα διαφορετικός.  Δεν ήταν σπάταλος, διότι έβγαζα πολλές φορές να του δώσω λεφτά, του έδινα ας πούμε δέκα λίρες όταν ήταν ...στο στρατό ...[και] πάντα μου έλεγε, ‘μα είναι πολλά, να μου δώσεις τα μισά’. Κατάλαβες;  Δεν είχα πρόβλημα όπως έχουν οι σημερινοί.  ... Δεν είχα κανένα πρόβλημα με την οικογένεια κατάλαβες;  Αλληλοβοηθούμασταν όλοι.  ...Το πρόβλημα ήταν με τη μακαρίτισσα που καθόμασταν στο τραπέζι και πάντα μου έλεγε [αναστενάζει] ...πάντα, πάντα—το ίδιο και ο μακαρίτης ο Ζ—όσο είμασταν εκεί πάνω στο Τρόοδος καθόμασταν ...και έλεγε, ‘έτσι είμασταν μαθημένοι;’  Σήμερα έτσι αύριο αλλιώς, όπως έχουμε θα περάσουμε.  Δόξα σοι ο Θεός.