ORAL HISTORY ARCHIVE

Download here

Name (Ονοματεπώνυμο): Tsagari Sophia / Τσαγκάρη Σοφία
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Nicosia (Λευκωσία)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): No (Όχι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): No (Όχι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Νικολέττα Χριστοδούλου: Είστε πρόσφυγας;  Θεωρήστε πρόσφυγας;
Σοφία Τσαγκάρη: Εγώ θεωρούμαι όχι πρόσφυγας, αλλά Τουρκόπληκτος. Από το 1958.  ...Έτσι μας αποκαλούσαν ...και ήταν και κάπως κολλητικό που είμαστε τουρκόπληκτοι.  Δεν μας ήθελαν οι υπόλοιποι...
[Παρεμβαίνει ο σύζυγός της Κωνσταντίνος Τσαγκάρης]
Κωνσταντίνος Τσαγκάρης: Ναί, Τουρκόπληκτοι...  Επειδή εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους το 1958.
ΣΤ: Μέχρι πριν 6-7 χρόνια ή παραπάνω;  Είχαμε κάνει ...μια επιστολή και αποταθήκαμε στην κυβέρνηση ότι ...γιατί εμείς σαν τουρκόπληκτοι, παρόλο που είμασταν πολύ λίγες οικογένειες, δεν είχαμε καμιά βοήθεια ενώ οι υπόλοιποι, παρόλο που και του '63 δεν μπορώ να πω ότι τους βοήθησε κάποιος, αλλά του '74 είχαν βοήθεια; Ό,τι μπορούσαν βοήθησαν, και οι ξένες χώρες και όλοι.  Ενώ εμάς τότε, κανένας.  Τίποτα.
ΝΧ: Όμως είχατε χάσει κι εσείς τα πάντα.
ΣΤ: Βέβαια χάσαμε τα πάντα, φύγαμε από το σπίτι μας η ώρα 10 το βράδυ.  Το παιδί που [του]  ενοικιάζαμε το σπίτι [γείτονας] ήταν αστυνομικός και έφυγε από τον σταθμό και ήρθε την νύχτα με το Land Rover της τούρκικης αστυνομίας. Ναι, Τουρκοκύπριος και από τον Άγιο Λουκά μας πήρε στην Νεάπολη που ήταν ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, [για] να μείνουμε το βράδυ.  Μείναμε κάποιες μέρες, μετά φύγαμε και πήγαμε στους Εργάτες που ήταν το χωριό της μητέρας μου.  Μείναμε εκεί πάνω κάποια χρόνια, οκτώ χρόνια εγώ, ...αλλά το πρώτο βράδυ στους Εργάτες ...που βρήκαμε σπίτι να μείνουμε δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου.  Πήγε η μητέρα μου στο παντοπωλείο.  Αγόρασε τρία πιάτα, διότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει, τρία πηρούνια, τρία μαχαίρια και μια μικρή κατσαρολίτσα.  Μας έκανε πιλάφι πάνω στη μηχανή του πετρελαίου και κάτσαμε χάμω, πάνω στο χαλί, να φάμε.  Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.  Εκείνη την κατσαρόλα την είχαμε ακόμα μέχρι τελευταία [γελάει] για ενθύμιο.
ΝΧ: Εσείς ξέρατε ότι θα φεύγατε;  Περιμένατε κάτι τέτοιο;
ΣΤ: Όχι, δεν περιμέναμε.  Νομίζαμε ότι θα φύγουμε για κανένα βράδυ και ...θα επιστρέψουμε πίσω.   Ενώ δεν έγινε έτσι.  Άμα φύγαμε τέλειωσαν όλα.  [Και η περιοχή] έμεινε καθαρά τουρκική.  Παλιά δεν ήταν μόνο Ελληνοκύπριοι, ήταν και Τουρκοκύπριοι. Είμασταν σμηχτοί στην περιοχή...
ΝΧ: Και εκείνη η περιοχή και κάποιες άλλες ήταν ένας από τους τόπους που θα κατοικούνταν καθαρά που Τουρκοκύπριους;
ΣΤ: Ναι. ...Ήμουν και μικρή βέβαια, [αλλά] πιστεύω ότι ήταν συμφέροντα των Άγγλων [αυτά] που έγιναν τότε.  Ήταν [περισσότερο] συμφέροντα των Άγγλων ...παρά των Τούρκων.  Μετά, το ’63, έγινε ο πόλεμος της Τυλληρίας.  Εγώ ήμουν 13 χρονών το ’63, μάθαινα κομμώτρια.  Και όταν ακούστηκε στο ράδιο [ότι] άρχισαν οι βομβαρδισμοί στην Τυλληρία, ...λέει η μαστόρισσά μου ‘να φύγετε, να πάτε σπίτι σας γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει’.  Ξεκίνησα κι εγώ από τη Ρηγαίνης που ήταν το κομμωτήριο, να πάω με τα πόδια στην [Πλατεία, αντί] να πάρω το λεωφορείο να πάω στους Εργάτες.  Πού να πάω;  ...Τέλειωσε νωρίς ...ο πόλεμος εκείνος, οι βομβαρδισμοί ...που ήταν [μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων] ...στην Τυλληρία.  Αλλά αντί να προσπαθούμε, να πηγαίνουμε να πιάσουμε τα σπίτια μας,  ...συνεχώς κέρδιζαν έδαφος οι Τούρκοι.  Συνέχεια.  ...Οι Ελληνοκύπριοι οπισθοχωρούσαν και συνεχώς είχαν πρόσβαση οι Τουρκοκύπριοι.
ΝΧ: Και για το 1974;  Μπορείτε αν θέλετε να το συνδέσετε με αυτά που αναφέρατε νωρίτερα.
ΣΤ: ...Όταν έγινε το πραξικόπημα εμείς είμασταν όχι πολύ απόσταση από το Regis [Καϊμακλί].  Έρχονταν τα τάνκς.  ...Γύριζαν, είχε ένα άδειο χωράφι, οικόπεδο, και έβαλλαν στο Regis, όποιους ...κρύβονταν εκεί μέσα.  Οι πραξικοπηματίες δεν μας άφηναν να πάμε στον μπακάλη να πάρουμε ψωμί ...να ταΐσουμε τα μωρά μας.  Απαγορευόταν.  ...Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω.  Οπότε σε κάποια φάση γίνεται η απόβαση στην Κερύνεια, πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές η ώρα 4 το πρωί.  Επειδή ήταν και καλοκαίρι και δεν είχαμε air condition τότε, είχαμε ανοιχτά παράθυρα.  Ακούστηκε ο θόρυβος, σηκωθήκαμε, είδαμε ότι ...είχε αλεξιπτωτιστές και καταλάβαμε πλέον ότι ήταν εισβολή των Τούρκων.  Μετά το πραξικόπημα έρχεται η εισβολή.  ...Η πρώτη κίνηση που έκανα [ήταν] να πιάσω το μωρό μέσα από το κρεββάτι.  Πού να φύγουμε και να αφήσω το μωρό μόνο του σπίτι.  Πήρα το μωρό, ξημέρωσε, μείναμε μαζεμένοι οι γείτονες εκεί.  Δεν ξανακοιμηθήκαμε ...από τον θόρυβο από τα αεροπλάνα. 
ΝΧ: Ξέρατε ότι ήταν οι Τούρκοι;
ΣΤ: ...Βέβαια, διότι ήταν ...στις Χαμίτ Μάντρες που έπεφταν και ήταν πολύ κοντά.  ...Το σπίτι μας ...ήταν ο τελευταίος δρόμος και μετά ...έγινε η νεκρή ζώνη, προς την Ομορφίτα.  ...Πήρα το μωρό πάνω μου [και] ...δεν το άφησα κάτω.  Ξημέρωσε, έγινε η  επιστράτευση, τους καλέσαν να παρουσιαστούν.
ΝΧ: Οπότε μέχρι εκείνη την ώρα είσασταν στο σπίτι;
ΣΤ: Είμασταν μαζί ...στο σπίτι, στο δρόμο με τον υπόλοιπο κόσμο.  ...Έφυγε ο Κώστας, ...πήγε ...να καταταγεί στο στρατό [κι] εμείς μαζευτήκαμε στο υπόγειο μιας γειτόνισσας διότι ...αρχίσαν και πυροβολισμοί.  Έρχονταν οι σφαίρες και έβρισκαν τα σπίτια μας. ‘Ξημέρωσε ο Θεός’, μου λέει μια γειτόνισσα εκεί, ‘πρέπει να φύγουμε’.  Και της λέω κι εγώ ‘και πού να πάμε μάνα μου τώρα με τα μωρά στο χέρι[;]’.  Μου λέει ‘να πάμε στο Στρόβολο σε μια θεία μου, να μείνουμε, να δούμε τί θα γίνει’.   ...Μείναμε μια βδομάδα στην γυναίκα.  Πήραμε τα μωρά χωρίς ρούχα.  Τους τα βγάζαμε, τα πλέναμε και τους τα ξαναφορούσαμε.  Οπότε και αφού πέρασε σχεδόν μια βδομάδα μου λέει [η] Λίτσα, ‘πάμε σπίτι να δούμε;  Κάπως ησύχασαν λίγο, ηρέμησαν τα πράγματα’.  Της λέω, ‘τώρα δύο κοπέλες να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε στο Καϊμακλί;  Μου φαίνεται ότι φοβάμαι’.  Μου λέει, ‘μην φοβάσαι.  Θα είμαστε και οι δύο’.  Στρίβοντας από το roundabout του Μπάτα (Bata) προς την Ομορφίτα, από την βόμβα που έπεσε είχε ανοίξει ένας τεράστιος λάκκος μέσα στη μέση του δρόμου, έβγαιναν καπνοί...  Ήταν πολύ αηδιαστικό το πράγμα που αντιμετωπίσαμε, ...που είδαμε.  Μπήκαμε σπίτι, πήραμε κάποια ρούχα των μωρών και φύγαμε.  Δεν ξαναπήγαμε πίσω...
ΝΧ: Δεν είδατε άλλο κόσμο όταν πήγατε στο σπίτι;
ΣΤ: Τίποτε, ...είμασταν δύο κοπέλες μόνες μας και κάτι στρατιώτες.  Και θυμάμαι [έναν στρατιώτη] μου λέει ...ο καημένος ‘κυρία έχει τίποτε το σπίτι σου μέσα να φάμε; ...είμαστε νηστικοί’.  Είχα ένα βάζο με χαλούμια [και] ...τους λέω ‘ελάτε.  Ψωμί πού να το βρώ.  Έχει μια βδομάδα που λείπω.  Έχει χαλούμια, έχει ελιές, έχει πόλυμπιφ, πάρτε τα, χαλάλι σας, να φάτε μάνα μου.  Να ζήσετε... [γελάει] να μας προστατεύσετε’.  Φύγαμε.
ΝΧ: Οπότε πήρατε μόνο τα ρούχα.  Δεν πήρατε κοσμήματα ή φωτογραφίες ή άλλα πράγματα;
ΣΤ: Πήραμε τα ρούχα των μωρών, τίποτε άλλο.  Μα τί να πάρεις;  ...Δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε τέτοια πράγματα.  Υπήρχαν πολλές λεηλασίες μετά.  Πάρα πολλές.  ...Άνοιξαν τα σπίτια.  Εμένα το μόνο πράγμα που πήραν από το σπίτι ήταν ένα αυτοκίνητο της μικρής, ένα Volkswagen, που έμπαινε μέσα και έπαιζε.  Ήταν το μοναδικό πράγμα που χάθηκε. Τίποτε άλλο.  Φύγαμε, ήρθαμε στο Στρόβολο.  Της λέω ‘Λίτσα μου, πρέπει να φύγω από τη θεία σου, ντρέπομαι.  Πόσες μέρες;[!]’  Αρχίσαν και μας έλειπαν τα λεφτά.  Να μείνεις μέσα στο ξένο το σπίτι να σε συντηρούν, είναι δύσκολο.  Οπότε της λέω [ότι] εγώ θα φύγω να πάω στους Εργάτες που είναι η αδερφή μου.  Υπολόγισε [ότι] ο γαμπρός μου ήταν από αυτούς που νόμιζαν ότι ήταν μέσα στην ΕΟΚΑ Β.  Λόγια μόνο [όμως και παληκαριές].  Αλλά οι άλλοι πληρώνονταν, ενώ αυτού του έμεινε μόνο ...η στάμπα.  Έμεινα εκεί πάνω ...καμιά βδομάδα.  Η αδερφή μου μουρμούραγε, ‘Χριστάκη να πας να δεις πού είναι ο Κώστας.  Δεν έχουμε νέα του.  Έχει τόσες μέρες που λείπει’.  ‘Και πού να πάω’, της λέει, ‘όπου πάω θα με πιάσουν’.  Φοβόταν το τομάρι του.  ‘Φτάνει που είμαι κι εγώ εδώ και σας βλέπω.  Να δούμε’.  Οπότε στις 13 του Αυγούστου κατεβαίνει ο Κώστας από τον Πενταδάκτυλο.  ...Ένας πραξικοπηματίας ...του είπε να κατεβεί κάτω.  Του λέει, ‘έχεις κάτι πάνω σου που πρέπει να πας σε γιατρό[;]’.  Θυμήθηκε ότι είχε κάτι κουβαράκια και του λέει ‘ναι’.  ‘Να τα χειρουργήσεις’, του λέει, ‘όμως να μην εκτεθώ. Να σου δώσω χαρτί να φύγεις’.  Του λέει, ‘γιατί[;]’.  ‘Εσύ φύγε...’.  Ήταν προδομένο.  Ήξεραν ότι ήταν να γίνει εισβολή στις 14 Αυγούστου.  Ο Κώστας ήρθε εκεί πάνω και μας βρήκε.  Το κατάλαβε διότι σου λέει πόσες μέρες στο ξένο το σπίτι, θα πήγε στους Εργάτες.  Την αντίδραση της κόρης μας δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου.  Έτρεχε πάνω-κάτω και φώναζε ‘ήρθε ο μπαμπάς μου, ήρθε ο μπαμπάς μου.  Τέλειωσαν οι χαρταετοί και ήρθε ο μπαμπάς μου’. [γελάει]
ΝΧ: Δεν της είχατε πει μέχρι εκείνη τη στιγμή τι πραγματικά συνέβαινε;
ΣΤ: Όχι μάνα μου, να πεις τι του μωρού;  ...[Ήταν] 3 χρόνων, ούτε και καταλάβαινε.  Ό,τι της έλεγες ήταν της στιγμής.  ...Μένουμε λίγες μέρες στην αδερφή μου.  Μου λέει ο Κωστάκης ‘δεν σηκώνει να μείνουμε εδώ, πρέπει να αλλάξουμε πόλη, να δουλέψω κάπου.  Πώς θα ζούμε;  Ώσπου να ξεκαθαρίσει η κατάσταση’.  Πήραμε το μωρό μας, ξεκινήσαμε και πήγαμε στην Λεμεσό στον αδερφό του, ο οποίος είχε πίσω, άδειο βοηθητικό σπίτι.  Μας σπίτωσε ο άνθρωπος ένα ολόκληρο μήνα.  Ένας φίλος είχε ένα βενζινάδικο πιο κάτω, δούλευε και συντηρούμασταν ένα μήνα.  Όμως της μικρής της έμεινε ο τρόμος των αεροπλάνων.  Όποτε σηκώνονταν από τις βάσεις του ακρωτηρίου αγλλικά αεροπλάνα τρομοκρατιόταν, ...σφίγγονταν πάνω μου και έκλαιγε.  ...Μείναμε ένα μήνα, ησύχασαν τα πράγματα  ...[και] φύγαμε.  Ήρθαμε στη Λευκωσία, πήγαμε στο σπίτι μας...  Εμάς δεν το πήραν το σπίτι.  Ήρθαν οι Τούρκοι μέχρι τον δρόμο, αλλά κατάφεραν και τους οπισθοχώρισαν.  Το Καϊμακλί δεν πιάστηκε ή δεν ήθελαν να το πιάσουν;  Ποιος ξέρει.
[Παρεμβαίνει ο σύζυγός της]
ΚΤ: Τους πολεμήσαν καλά εκεί.
ΣΤ: ...Ήταν ο [στρατηγός] Λόττας.  ...κράτησε πολύ το Καϊμακλί.
ΝΧ: Πηγαίνοντας πίσω ποια ήταν η κατάσταση;  Πήγε κι άλλος κόσμος πίσω στο Καϊμακλί;
ΣΤ: ...Ναι.  Σιγά-σιγά, σε δύο μήνες γέμισε η γειτονιά.  Επέστρεψε ο κόσμος πίσω αφού ησύχασαν τα πράγματα.
ΝΧ: Επανήλθε η ζωή στους φυσιολογικούς ρυθμούς;
ΣΤ: ...Όχι τόσο, διότι δημιουργήθηκε η πράσινη γραμμή, η νεκρή ζώνη.  ...Πιο κάτω, κοντά στο Regis, είχε σπίτια των οποίων η είσοδος ήταν μέσα στο δρόμο που είναι οι Τούρκοι και η πίσω πλευρά του σπιτιού ήταν στους Ελληνοκύπριους.  ...Ήταν ...πολύ άσχημο πράγμα.  Και πόσους σκότωσαν έτσι, δήθεν βγήκαν, τακ[!] να τον πυροβολισμό.  Σκότωναν τον κόσμο.  Γινόταν για πολύ καιρό τούτο το πράγμα που σκότωναν έναν-έναν ή ένα στρατιώτη... δήθεν μετακινήθηκε από τη θέση του [και] οπ!
ΝΧ: Στην πράσινη γραμμή;
ΣΤ: ...Ναι.
ΝΧ: Το δικό σας σπίτι όμως δεν βομβαρδίστηκε;
ΣΤ: ...Όχι, ..έμεινε.  ...Μου έλεγαν και οι φίλες μου ‘σε σκεφτόμασταν, έγινες μια φορά πρόσφυγας, να γίνεις και δεύτερη[;]’.
ΝΧ: Πώς νιώθατε εσείς;
ΣΤ: Εγώ ήμουν πολύ απογοητευμένη.  Διότι και εκεί στο Καϊμακλί χτίζαμε επτά χρόνια για να κάνουμε σπίτι, γιατί μόνοι μας το κάναμε.  Ορφάνεψα από πατέρα 4 χρονών, δεν είχε ούτε συντάξεις ούτε τίποτε τότε.  Μεγαλώσαμε πολύ δύσκολα, πάρα πολύ.
ΝΧ: Μου είπατε νωρίτερα ότι η Γιάννα [η κόρη σας] δεν θυμάται τίποτε, αλλά τρόμαζε.
ΣΤ: Κάτι πρέπει να θυμάται.  ...[Θυμάται] ...τους χαρταετούς.  Έλεγε ...‘δείτε τους χαρταετούς, δείτε τους χαρταετούς, πόσοι πολλοί’.  Και οι γείτονες γελούσαν [γελάει] που άκουγαν το μωρό.
[Παρεμβαίνει ο σύζυγός της]
ΚΤ: ...Έριχναν βόμβες εκεί στο Regis, ήταν μεγάλες κροτίδες ...[και] πέφταμε χάμω ...για να μην έρθουν τα βλήματα ...και η μικρή ήταν ...έντρομη.  έλεγε ‘κάτι κάνουν, κάτι κάνουν’.  Αφύσικο πράγμα. ... [Έλεγε] ...‘κάτι κάνουν και είναι όλος τούτος ο θόρυβος, γιατί μου λέτε να κοιμηθώ;’
ΝΧ: Μάθατε ποτέ τι υπήρχε στο Regis;
ΣΤ: ...Δεν μάθαμε ποιοι ...ήταν μέσα στο Regis και έγινε ...όλος τούτος ο χαμός εκεί κάτω.  Ήταν πολύ το κακό.  Πάρα πολύ.
[Παρεμβαίνει ο σύζυγός της]
ΚΤ: Νομίζω ήταν οι άντρες του Λυσσαρίδη.
ΣΤ: Δεν ξέρω.
ΚΤ: ...Εκεί ήταν σαν το στέκι τους ...και εκεί πολεμήσαν...
ΝΧ: Που ήταν εναντίον ή υπέρ του Μακαρίου;
ΚΤ: ...Υπέρ του Μακαρίου.
ΣΤ: Το θέμα είναι ότι έγινε η εισβολή και τούτοι που έλεγαν ότι ήταν της ΕΟΚΑ Β επέμεναν ακόμα ότι δεν είναι γι’ αυτό το σκοπό που ήρθαν οι Τούρκοι, [ότι] δεν είναι για το πραξικόπημα.  Αφού ήταν η αφορμή τους.  ...Τους δώσαμε το δικαίωμα να εισβάλουν.
ΝΧ: Ακούσατε κάποια ιστορία που αφορά ανθρώπους που σκοτώθηκαν ή αγνοούνται;
ΣΤ: Έχω μια εμπειρία με αγνοούμενο, ...τον άντρα συμπεθέρας μας.  Η κοπέλα ήταν παντρεμένη στη Μια Μηλιά και ήταν έγκυος στο τρίτο της παιδί.  Έγινε η εισβολή [και] ο άντρας της αγνοείτο μέχρι ...το 2010 ...που τον βρήκαν και τον έθαψαν.  Αλλά 23 χρονών κοπέλα ...με τρία μωρά, δύο και ένα στη κοιλιά, ήταν ...μεγάλη υπόθεση...  Και πολλοί άλλοι.
ΝΧ: Τι άλλες ιστορίες που είχαν σχέση με την εισβολή σας έμειναν στο μυαλό;   Αντικρίσατε εσείς κάτι;
ΣΤ: Εγώ δεν αντίκρισα κάτι συγκεκριμένο.  ...Το μόνο που μου έκανε εντύπωση ήταν τούτο με την ...ΕΟΚΑ Β.  Ήταν δηλαδή ...πολύ δηλητηριασμένοι.  Ήταν πυρ και μανία... [Ήταν] φανατισμένοι. Έτσι είναι.
ΝΧ: Μου είπατε ότι νιώθατε απογοήτευση.  Υπήρχε και φόβος;
ΣΤ: Βέβαια.  ...Υπήρχε πολύς φόβος, ειδικά τον πρώτο χρόνο που είμαστε στο Καϊμακλί.  ...Υπήρχαν και τούτοι οι σποραδικοί πυροβολισμοί, σκοτώναν τον ένα, σκοτώναν τον άλλο, την νύχτα φοβόσουν να βγεις έξω.
ΝΧ: Αλλά αποφασίσατε να μείνετε.  Υπήρχε κάποιος που σας είπε ότι δεν θα ξαναγίνει τούτο, δεν θα προχωρήσουν;
ΣΤ: Όχι.  Δεν είχε κανέναν να μας πει τούτο το πράγμα, αλλά ήταν το σπίτι μας.  Λόγω οικονομικού δεν μπορούσαμε να ενοικιάσουμε, να πάμε αλλού.  Πήγαμε όλοι πίσω και είπαμε ο Θεός βοηθός.  Όλοι οι γείτονες.  Δεν έμεινε κανένας που να μην πάει πίσω.  ...Και οι δουλειές άρχισαν και όλα.  ...Έχει ο Θεός τι θα γίνει. [γελάει]
ΝΧ: Ποιο θα λέγατε ότι ήταν το πιο μεγάλο σας μάθημα από την εισβολή ή και από πιο πριν, το ’58;
ΣΤ: Το χτύπημα ...μέχρι να ορθοποδήσεις.   [Ο αντίκτυπος] ...σε όλα.
ΝΧ: Με την Γιάννα τα συζητάτε καθόλου;  Σας ρωτούσε;
ΣΤ: Παλιά, ναι, ...ειδικά όσο καιρό ήταν στο δημοτικό πάντα θυμόταν και τα έλεγε.  ...Μετά τα ξεχνάς, αλλά πάντα τα συζητούσε.
ΝΧ: Όταν έγινε η εισβολή ήταν 3 χρονών.  Τα συζητούσε με τους συμμαθητές της;
ΣΤ: ...Ναί.
ΝΧ: Έμεινε ή όχι κάτι στο μυαλό της από όλα αυτά που συνέβησαν;
ΣΤ: ...Όχι, έμειναν, ...θυμάται πολλά...  Τα συζητούσαν.  Επειδή ήταν και 3 χρονών, ώσπου να πάει δημοτικό μεσολάβησαν άλλα δύο, δυόμισι χρόνια, επειδή πήγε και μικρή σχολείο.  ...Δεν ήταν τόσο έντονο στα μωρά.  Το θέμα είναι ότι ...δεν τους το σκαλίζαμε κι εμείς πολύ.  Δεν τους το θυμίζαμε.
ΝΧ: Είχατε δει πρόσφυγες, κόσμο που ξεκίνησε να έρχεται;  Δημιουργήθηκαν καταυλισμοί εκεί κοντά σας;
ΣΤ: ...Κοντά μας δεν είχε, ...διότι ήταν μια περιοχή ...με νεκρή ζώνη που δεν υπήρχε χώρος και το Καϊμακλί [ήταν] πυκνοκατοικημένο.  Δεν υπήρχε χώρος για προσφυγικά σπίτια.  Ούτε αντίσκηνα είχε ούτε τίποτε... 
ΝΧ: Μου είπατε ότι γνωρίζατε Τουρκοκύπριους.
ΣΤ: Γνώριζα, διότι ...γεννήθηκα στην κατεχόμενη Λευκωσία και το σπίτι μας [το] είχαμε ενοικιασμένο ...σε Τουρκοκύπριους.  Είναι το παιδί που είπα ότι ήταν αστυνομικός και μας πήρε το βράδυ και φύγαμε για να μην μας δούν οι Άγγλοι.  Φύγαμε βράδυ.  [Μετά] ...δεν είχαμε καμιά επαφή μαζί τους.  Δεν τους ξαναείδαμε.
ΝΧ: Θεωρείτε ότι, όσο ζήσατε μαζί τους, μέχρι το ’58 και μέχρι που φυγαδευτήκατε, είχατε προβλήματα;
ΣΤ: Όχι, πολύ καλές σχέσεις.  Αφού ...μαζί ...τρώγαμε.  Μαγείρευε μια η μητέρα μου μια η Τουρκάλα, ένα τραπέζι στηνόταν. [γελάει]
ΝΧ: Οπότε το ’58 εκείνοι που είχαν εμπλοκή μαζί με τους Άγγλους ήταν συγκεκριμένοι Τούρκοι;  Δεν ήταν ο απλός ο κόσμος;
ΣΤ: ...Ναι, βέβαια.  Όχι, δεν ήταν ο απλός ο κόσμος, ...διότι θυμάμαι που είπε η μητέρα μου πως θα φεύγαμε, ...αφού κρυβόμαστε από τους Άγγλους, και λέει ο Αϊχάν [γελάει] ‘θα έρθω εγώ, κυρία Ορθοδοξία, ...απόψε με το αυτοκίνητο της αστυνομίας και να σε πάρω όπου θέλεις.  Μην φοβάσαι’.  Ήταν καλοί άνθρωποι.
ΝΧ: Ευχαριστώ πάρα πολύ.