ORAL HISTORY ARCHIVE
Download here
Name (Ονοματεπώνυμο): Christodoulou Panagiota / Χριστοδούλου Παναγιώτα
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)
Νικολέττα Χριστοδούλου: Παναγιώτα θέλω να μου πεις τι ξέρεις για το 1974; Τι σου φέρνει στο μυαλό;
Παναγιώτα Χριστοδούλου: Τι μου φέρνει στο μυαλό; Την εισβολή, την καταστροφή της Κύπρου, το διωγμό μας από τα σπίτια μας, διάλυση οικογενειών και ο διασκορπισμός τους στην υπόλοιπη μισή Κύπρο που μας απέμεινε. Πολύς κόσμος, ένα με δύο χρόνια μετά το ’74, έφυγε από την Κύπρο. Προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην, να ζήσουν τις οικογένειές τους... Είχαμε φύγει [κατά την εισβολή] χωρίς ρούχα, παπούτσια, λεφτά διότι φεύγαμε [πιστεύοντας] ότι θα ξαναγυρίζαμε... Ήταν Ιούλιος. Από την Λάπηθο είχαμε φύγει Αύγουστο. Δεν πιστεύαμε ότι [τον] 20ο αιώνα θα υπήρχε πιθανότητα να έρθει ένα, κατ’ εμένα, βάρβαρο κράτος, να εκδιώξει ιδιοκτήτες [σπιτιών] από ένα μικρό νησί, το οποίο κατέληξαν να έχουν καταλάβει το μισό... Ως τώρα είμασταν με την ελπίδα ότι θα πάμε πίσω. Πεθαίνουν ένας-ένας [οι πρόσφυγες] και δυστυχώς ακόμα είμαστε εκδιωγμένοι.
ΝΧ: Πες μου πώς ξεκίνησε και τι συνέβη εκείνη την ημέρα ή και το προηγούμενο βράδυ. Τι θυμάσαι;
ΠΧ: Ήταν Παρασκευή απόγευμα... Ο άντρας μου ήταν αστυνομικός και για μέρες δεν τον είχα δει, διότι έτρεχαν λόγω του πραξικοπήματος, έπαιρναν διάφορες διαταγές, σαν αστυνομικοί που ήταν... [Εκείνο το διάστημα] εγώ έμενα στην πεθερά μου... λόγω του ότι το σπίτι μου στη Λάπηθο, [το οποίο ήταν] κοντά στο νοσοκομείο της Λαπήθου, ήταν απομονωμένο και δεν είχα γείτονες... [Έτσι,] δεν με άφηναν να μείνω μόνη μου μ’ ένα μωρό τριών χρονών. Ήμουν ήδη είκοσι ημερών με αποβολή [και] αιμορραγία. Το απόγευμα της Παρασκευής, [λοιπόν], ... 19 Ιουλίου ... μου είχε πει ο άντρας μου ‘σήμερα το απόγευμα να πας στο σπίτι μας, διότι θα σχολάσω νωρίς απόψε, ηρέμησε η κατάσταση απ’ ό,τι μας είπαν’. Η έκτακτη κατάσταση, τέλος πάντων, που είχαν κηρύξει σαν αστυνομία, για την προστασία του κόσμου πιο πολύ, είχε λήξει. Όντως, πήρα το μωρό, αργά το απόγευμα... Πήγα στο σπίτι. Ήταν μια φοβερά ζεστή νύχτα. Ο άντρας μου είχε περάσει [από το σπίτι]. Είχαμε ένα σκύλο κυνηγετικό και τον έδεσε κάτω από το μπαλκόνι του υπνοδωματίου και μου λέει ‘άσε τα παράθυρα ανοιχτά για να φυσάει μέχρι που να σχολάσω’... Ήταν η μεριά της θάλασσας. Όντως ξάπλωσα με το μωρό, είχα στρώσει κάτω στο πάτωμα... Ο σκύλος εντωμεταξύ, ήταν μια φοβερή νύχτα, να γαυγίζει σαν να ένιωθε ότι προμηνύεται κάτι. [Ήταν] στις 4:30 η ώρα περίπου... Εντωμεταξύ την Παρασκευή ... είχαμε πάει με την πεθερά μου στο σπίτι μου όπου είχα πλυντήριο. Μαζέψαμε όλα τα σεντόνια, τα πήραμε, τα πλύναμε και τα είχαμε απλώσει έξω στα σκοινιά. Ξημερώματα Σαββάτου ... είχα στην έννοια μου να σηκωθώ νωρίς για να καθαρίσω το σπίτι. Ήταν Σάββατο... Έλειπα μέρες από το σπίτι οπότε, αφού, κατά τα λεγόμενα, είχε ηρεμήσει η κατάσταση από το πραξικόπημα, [ήθελα] να κάνω τις δουλειές του Σαββάτου. Περίπου 4:30 η ώρα [το πρωί] άκουσα έναν παράξενο θόρυβο. Λέω ‘Κύριε ελέησον, πρέπει να έχει σηκωθεί αέρας’... Πίσω από το σπίτι είχαμε κότες, είχαμε περιστερώνες και λέω, ‘πρέπει να σηκώθηκε αέρας για να χτυπούν... να ακούγεται έτσι παράξενα... παράξενοι θόρυβοι’. Λέω, ‘να μπω να κάνω ένα ντους’, γιατί ... ήμουν καταϊδρωμένη από τη ζέστη, από την υγρασία και ν’ αρχίσω δουλειές. Μπαίνω στο μπάνιο. Το μωρό κοιμόταν ακόμα. Και ... ενώ ήμουν ακόμη με τις σαπουνάδες άκουσα αεροπλάνα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν αέρας, [ότι] κάτι παράξενο συμβαίνει. Βγήκα από το μπάνιο με τις σαπουνάδες, φόρεσα πρόχειρα ένα φόρεμα και βγήκα στο μπαλκόνι. Η μοναδική γειτόνισσα που είχα απέναντί μου, στο πίσω μέρος του σπιτιού, ήταν η μητέρα της ... Γιωργούλλας... της οποίας ο άντρας είναι αγνοούμενος ... και της λέω ‘θεία, τι γίνεται, τι είναι ετούτα’. Εντωμεταξύ [υπήρχαν] αεροπλάνα ... την ώρα που γύρισα να της μιλήσω... Της λέω ‘τι γίνεται’ [και] μου λέει ‘μα δεν πήρες είδηση; Η θάλασσα είναι γεμάτη πλοία’. Της λέω, ‘όχι, ο άντρας μου μού είπε [ότι] ήταν να ’ρθει χθες. Ούτε ήρθε ... ούτε φάνηκε, δεν ξέρω τι γίνεται... Τι να κάνουμε;’ Μου λέει, ‘είναι γεμάτη πλοία η θάλασσα... Είπαν [ότι] είναι ο 6ος αμερικανικός στόλος’. Την ώρα που μου τα έλεγε αυτά, όντως κοίταξα στη θάλασσα ... όσο φαινόταν ... [καθώς] ήταν σε πιο ψηλό σημείο το δικό μου το σπίτι ... [και] είδα ότι υπήρχαν πλοία στη θάλασσα. Την ώρα που έκανα την σκέψη ‘πού να πάω, τι να κάνω’, γιατί οι γονείς μου, η πεθερά μου ήταν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου, άρχισαν τα αεροπλάνα να μας βάλλουν. [Άρχισα να] τρέχω έντρομη, να τρέμω και να φωνάζω ‘Κωνσταντίνε ξύπνα’. Φώναζα του μωρού, για να προλάβω να το αρπάξω στην αγκαλιά μου, να πάω δεν ξέρω κι εγώ πού. Πού να πήγαινα; Αρπάζω το μωρό, ήταν ... μέσα στον ύπνο ακόμα, και τρέχω. Δίπλα από το σπίτι το δικό μου, χτιζόταν το σπίτι της αδελφής μου το οποίο είχε ένα ημιυπόγειο γκαράζ, μέσα στα καλούπια, στα σανίδια, σίδερα... Πήρα το μωρό και έκατσα εκεί. Κούρνιασα σε μια γωνία, να τρέμω, να μην ξέρω τι να κάνω. Άρχισε η αστυνομία να φωνάζει να μην βγαίνουμε από τα σπίτια μας γιατί γινόταν ... τουρκική αεροπορική επιδρομή. Άρχισα να κλαίω. Ήμουν τότε 23 χρονών, ούτε 23 ακόμη... Την ώρα που ήμουν πανικόβλητη [και ενώ] δεν είχε άνθρωπο να ρωτήσω, ... να ξέρω τι να κάνω, ακούω τη φωνή της πεθεράς μου να μου φωνάζει από το δρόμο ‘έλα γρήγορα, πάρε το μωρό να φύγουμε’. Αρπάζω το μωρό... Εντωμεταξύ η πεθερά μου, επειδή ήταν τα σεντόνια ... [απλωμένα] στο πλαϊνό του σπιτιού, άρχισε να τα τραβά, να σπάζει τα μανταλάκια, ... για να τα βγάλει από τα σκοινιά, για να μην τα δουν τα αεροπλάνα και να γίνει στόχος το σπίτι. Με πήρε, φύγαμε από το σπίτι με το μωρό... Μαζί με την πεθερά μου, πήγαμε στο σπίτι της. Στης μητέρας μου δεν πήγα. Είχα άλλα τέσσερα αδέλφια. Λέω, ‘να πάω στην πεθερά μου’ όπου θα ’ρχόταν ο άντρας μου. Την επόμενη ημέρα αρχίσαμε πια να μην έχουμε ρεύμα... Ήταν μια κόλαση, ζέστη τη νύχτα...
ΝΧ: Πού βρισκόσασταν την επόμενη μέρα;
ΠΧ: ... Από την επόμενη ημέρα, φύγαμε, δεν μέναμε στα σπίτια, γιατί φοβόμασταν από τις αεροπορικές επιδρομές που έκαναν οι Τούρκοι, τα πλοία... Μόλις έδυε ο ήλιος κι άρχιζε να βραδυάζει, όλο το βράδυ μας έριχναν από τα πλοία στο βουνό. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν όλη μέρα. Ήταν μια κατάσταση πρωτόγνωρη για μας. Πολλοί της γειτονιάς εκεί γύρω είχαμε αποφασίσει να κατέβουμε σ’ ένα μεγάλο φαράγγι που ... χώριζε τον Άγιο Μηνά από τον Άγιο Λουκά. Το ονόμαζαν ... ο Ποταμός της Καμάρας. Ήταν χείμαρρος, δεν είχε νερό το καλοκαίρι και είχε πολλές φυτείες από λεμονόδεντρα. Ήταν ένα μεγάλο σε ... πλάτος φαράγγι και οι ιδιοκτήτες, διάφοροι κάτοικοι εκεί γύρω, είχαν φυτέψει λεμονόδεντρα. Κατεβήκαμε όλοι της γειτονιάς εκεί και κρυβόμασταν εκεί από ... τους βομβαρδισμούς. Μετά πια, όταν δεν μπορούσε να κρατήσει η κατάσταση αυτή μέσα στα φαράγγια, αποφασίσαμε να βγούμε, να πάμε στα σπίτια μας.
Ερευνήτρια: Για πόσες μέρες μείνατε στο φαράγγι;
ΠΧ: Για δέκα μέρες ήμασταν κρυμμένοι μέσα στο φαράγγι. Έβγαιναν οι άντρες, έφερναν νερό, έφερναν κανένα ψωμί... Μάλιστα, συγκεκριμένα εγώ ήμουν με αιμορραγία και μου λέει μία που ήταν νοσοκόμα ‘εσύ θα πεθάνεις, τι χρώμα είναι τούτο;’. Ήμουν άσπρη σαν πανί. Ε, δεν πέθανα, γλίτωσα, εντάξει. [γελάει] ...
ΝΧ: Αυτοί που πήγαιναν να φέρουν τρόφιμα πήγαιναν εύκολα; Πού πηγαίναν; Τι σας περιέγραφαν;
ΠΧ: Πήγαιναν εύκολα, ναι. Προσέχαν μόνο να μην γίνουν στόχος των αεροπλάνων, διότι τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν την ημέρα και τη νύχτα τα πλοία. [Έφερναν τρόφιμα] από διάφορα σπίτια... Αυτοί που είχαν φούρνους, οι αρτοποιοί που είχαμε στη Λάπηθο, έφτιαχναν ψωμί, το κοινό ψωμί, όχι πολυτελείας ψωμί. Εντάξει ... μετά από μια βδομάδα, δέκα μέρες ... είπαν ότι έγινε εκεχειρία... Και πήραμε μια ανάσα ότι συζητιόταν η υπόθεση της εισβολής στα Ηνωμένα Έθνη, ότι θα επιστρέφαμε στα σπίτια μας κι αρχίσαμε να ξεθαρρεύουμε να πάμε στα σπίτια μας. Εγώ ζήτησα από την πεθερά μου ... να με συνοδεύσει να πάω να δούμε το σπίτι μου. Ο άντρας μου ... συνέχεια έτρεχε δεξιά-αριστερά με το στρατό, με όσους είχαν επιστρατευτεί, ήταν δίπλα τους... Τέλος πάντων, πάμε στο σπίτι μου με την πεθερά μου... το ντεπόζιτο είχε τρυπήσει από τα βλήματα των πλοίων. Ένα μεγάλο βλήμα πρέπει να ήταν... Δεν καταλαβαίνω και πολλά από βλήματα, αλλά μία πελώρια τρύπα είχε ανοίξει από τη μεριά του μπαλκονιού που έβλεπε τη θάλασσα και ξετρύπησε, βγήκε από τη μεριά της κουζίνας που έβλεπε προς το βουνό. Και είπα ‘εντάξει, ήταν το μικρότερο κακό που θα μπορούσε να γίνει, φτάνει που γλιτώσαμε, αφού ηρεμήσανε τα πράγματα, θα πάρουμε ανάσα’. Τέλος πάντων. Άνοιξα το ψυγείο. [Επειδή] είχε κοπεί το ρεύμα είχε βρωμίσει. Πέταξα τα πάντα από μέσα και άρχισα να το πλένω [ώστε] όταν έρθει το ρεύμα να πάω να ψωνίσω, να το γεμίσω. Δεν περίμενα ότι θα φεύγαμε. Τέλος πάντων, μια-δυο μέρες ήταν η ησυχία. Μετά άρχισαν οι Τούρκοι... Απ’ ό,τι μαθαίναμε ... αφού είχαν κάνει εισβολή την 20 Ιουλίου, που είχαν γίνει οι μεγάλοι βομβαρδισμοί με αεροπλάνα-πλοία, και είχαν αποβιβάσει πολλά στρατεύματα, στρατιώτες από την Τουρκία... Δεν είχαμε μέσα να μας μεταδίδουν νέα, τι γινόταν... ούτε ... καν ότι είχε γίνει απόβαση. Δεν ξέραμε, τι μας περίμενε. Είπαμε ‘εντάξει ήρθαν, βομβάρδισαν, έφυγαν’ όπως είχε γίνει τότε στη Μασσούρα. Μετά μάθαμε, ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην Κερύνεια και άρχισαν να προωθούνται προς την επαρχία Κερύνειας, Κερύνεια, Άγιο Γεώργιο, Κάρμι. Κατέβαιναν από το βουνό. Εντωμεταξύ οι στρατιώτες οι δικοί μας, είχαν πάει πάρα πολλοί να πολεμήσουν, και από την γειτονιά μας ... όταν τους κάλεσε ... η πατρίδα να πάνε. Είπαν ‘θα πάμε να πολεμήσουμε αφού ήρθαν οι Τούρκοι. Θα τους αφήσουμε να μας πάρουν τα σπίτια μας;’ Άφησαν τα γυναικόπαιδα όλα και πήγαν να πολεμήσουν. [Νομίζω] 6 Αυγούστου[;] είχε έρθει ειδοποίηση ότι εκκενώθηκε ο Άγιος Γεώργιος, στην Κερύνεια... Όσοι είχαν απομείνει στην Κερύνεια, γυναικόπαιδα, τους είχαν πιάσει αιχμάλωτους και τους έβαλαν σε διάφορα ξενοδοχεία... Από τον Άγιο Γεώργιο, όσοι πρόλαβαν έφυγαν, [ενώ άλλοι] είχαν και αυτοί την ίδια μοίρα ... κατέληξαν σε ξενοδοχεία της Κερύνειας αιχμάλωτοι... Μας τα είχαν πει μετά πολλοί φίλοι μας ... ότι τους είχε εντοπίσει ο Ερυθρός Σταυρός και γλύτωσαν. Πολλοί δεν γλύτωσαν όμως, διότι δεν τους είδε ο Ερυθρός Σταυρός και μέχρι τώρα είναι αγνοούμενοι, και γυναίκες, και παιδιά...
ΝΧ: Υπάρχουν αγνοούμενες γυναίκες; Από ποια μέρη;
ΠΧ: Ναι. Από την Κερύνεια και από τον Άγιο Γεώργιο. [Υπήρξαν] περιπτώσεις πολλές που είχαν βιάσει γυναίκες και όταν τ’ άκουγε αυτά ο κόσμος [ήταν] κατατρομαγμένος. Εντωμεταξύ [αναστενάζει] ήταν καλοκαίρι [και] πολλοί Λευκωσιάτες με φιλοξενούμενους από Αγγλία, από Αμερική, [με] συγγενείς τους έκαναν διακοπές στο Πέντε Μίλι, Έξι Μίλι, ... Κερύνεια... και αυτοί κατάφεραν να βγουν. Μέχρι πρόσφατα [μια] κοπέλα που έκανε τότε διακοπές, [μια] Αμερικάνα, ζητούσε να βρει τους ανθρώπους που την βοήθησαν να γλιτώσει με τις φίλες της, αφού παραλίγο να τις έπιαναν οι Τούρκοι και ζητούσε ... κάποιο συγκεκριμένο άτομο από τη Βασίλεια[;] για να τον ευχαριστήσει. Δεν ξέρω αν τον έχει βρει... Ε, με αυτά τα δεδομένα πια ... Καραβάς, Λάπηθος και όποια άλλα χωριά είχαν απομείνει μας έλεγαν ‘έρχονται οι Τούρκοι, προελαύνουν οι Τούρκοι, φύγετε, θα σας κόψουν μέσα στα χωριά’. Και πια ο κόσμος όλος εκκένωνε τα χωριά του. [Υπήρχαν] μερικοί που είπαν ‘δεν θα φύγουμε’... έμειναν. Η γιαγιά μου συγκεκριμένα είχε μείνει εγκλωβισμένη μαζί με αρκετούς άλλους ηλικιωμένους, οι οποίοι είπαν ‘δεν θέλουμε να φύγουμε, θέλουμε να μείνουμε’. Δεν πίστευαν σ’ αυτά που ήταν να πάθουν. Η γιαγιά μου έλεγε ότι έβαζαν τους γέρους να περπατούν από το γυμνάσιο της Λαπήθου [μέχρι] την Αναμορφωτική Σχολή με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα όπλα ξωπίσω τους να τους σπρώχνουν. Και από εκεί να τους ανεβάζουν μέχρι το κεφαλόβρυσο της Λαπήθου, ανηφόρες, άσχημοι δρόμοι, πάλι με την βία των όπλων. Και όποιοι γέροι δεν μπορούσαν να περπατήσουν πια κι έπεφταν κάτω, τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν. Αυτά μας τα είχε διηγηθεί η γιαγιά μου, ... τους οποίους μετά εντόπισε ο Ερυθρός Σταυρός, τους κατέγραψε και γλύτωσαν. Έκατσε τρεις μήνες νομίζω η γιαγιά μου στη Λάπηθο, ε και από κει τους έβγαλε ο Ερυθρός Σταυρός.
ΝΧ: Πώς λεγόταν η γιαγιά σου;
ΠΧ: Χρυστάλλα Καντονίδου... Χριστούδια.
ΝΧ: Πώς γνωρίζατε για το τι γινόταν και πώς ένιωθες;
ΠΧ: Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί γίνονταν [όλα αυτά]. Εκδιωχθήκαμε [από τα σπίτια μας, φορώντας] σαγιονάρες και φορέματα με ραντάκια. Δεν πήραμε τίποτα μαζί μας. Είχαμε φύγει από τα σπίτια μας με την ελπίδα ότι θα γυρίζαμε πίσω. Δεν είχαμε πάρει τίποτα, ούτε είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε, γιατί μας είπαν ‘φύγετε, κατεβαίνουν, θα σας σφάξουν μέσα στη Λάπηθο’. Και φύγαμε. Μας πήρε ο άντρας μου στη Ζώδια, όπου είχαμε συγγενείς και αυτός εξαφανίστηκε, πήγε πίσω ... στη Λάπηθο. Είχε έρθει τελευταία στιγμή, όταν τους είπαν πια ‘φύγετε όσοι μπορείτε, να σωθείτε’... [γιατί οι Τούρκοι] κατέβαιναν από τον [Άγιο Γεώργιο τον Σπηλιώτη]... Η Λάπηθος είχε έναν... [ναό] τον Άγιο Γεώργιο το Σπηλιώτη που ήταν και το νεκροταφείο της Λαπήθου... [Παρόλο που] είχε κι άλλα νεκροταφεία, πολλές από τις ενορίες της Λαπήθου, [στο σύνολό τους] επτά, είχαν ως κοιμητήριό τους τον Άγιο Γεώργιο τον Σπηλιώτη. Είχε πάει στο σπίτι μας ο άντρας μου, να πάρει τουλάχιστον μια-δυο φωτογραφίες του γάμου μας και του μωρού και του φώναξαν οι στρατιώτες που ήταν από κάτω ‘κατεβαίνουν οι Τούρκοι, όποιος προλάβει φεύγει’. Άφησε τις φωτογραφίες στο σπίτι και έφυγε. Παραμονές Δεκαπενταύγουστου ... άρχισαν να βομβαρδίζουν τη Μόρφου και τη Ζώδια. Από κει πάλι φεύγουμε και πάμε στο Τρόοδος.
ΝΧ: Μέχρι πότε ήσασταν στην Λάπηθο;
ΠΧ: Εμείς είμαστε μέχρι τις 6 Αυγούστου. [Αφού φύγαμε από το φαράγγι] μαζευτήκαμε όλοι της γειτονιάς σε ένα σπίτι, [έτσι ώστε] τουλάχιστον ... να έχουμε ο ένας παρέα τον άλλον. Οι άντρες κρύβονταν και προσπαθούσαν να μην δείχνουν σαν στρατιώτες, γιατί όπου έβρισκαν στρατιώτες, τους πυροβολούσαν οι Τούρκοι [και] τους σκοτώναν, όπως μας είπαν.
ΝΧ: Είχατε επαφή με άλλους που ήταν εκτός του σπιτιού; Γνωρίζατε τι συνέβαινε;
ΠΧ: Ναι, μαζευτήκαμε όλη η γειτονιά σ’ ένα σπίτι. Μαζευτήκαμε παρέες-παρέες. [Μαθαίναμε μόνο] από διάφορες φήμες, ότι έρχονται οι Τούρκοι. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους μας, [το τι συνέβαινε]. Εμείς δεν είχαμε κάνει τίποτα. Μα είναι εύκολο να ’ρθει κάποιος, να σε διώξει από το σπίτι σου; Είχαμε ειρήνη. Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μας, ότι ήρθαν να μας βγάλουν από τα σπίτια μας και να μπούνε αυτοί. Κι όταν φύγαμε και πήγαμε στη Μόρφου, στη Ζώδια, είπαμε ‘ερχόμαστε εδώ για λίγο’. Σκεφτόμασταν ότι ο δικός μας ο στρατός θα τους αντιμετώπιζε και θα επιστρέφαμε πίσω. Αντί πίσω, φύγαμε και από τη Ζώδια... Εκκενώθηκε και η Ζώδια και βρεθήκαμε στο Τρόοδος.
ΝΧ: Το διάστημα αυτό είχες νέα από το σύζυγό σου;
ΠΧ: Όχι. Καθόλου. Τότε δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα όπως υπάρχουν τώρα τα κινητά, τα ασύρματα... Δεν είχαμε καθόλου νέα για τους άντρες μας, [οι] οποίοι είχαν πάει [αναστενάζει], να πω, να πολεμήσουν[;], ν’ αντιμετωπίσουν τους Τούρκους[;], να πολεμήσουν με τι; Αφού δεν τους είχαν αφήσει ούτε όπλα ούτε τίποτα... Τέλος πάντων... Σε κάποια φάση, όταν πια κατάλαβαν ότι η μάχη ήταν άνιση, άρχισαν όλοι να τρέχουν να βρουν τις οικογένειές τους. Να περισώσουν τουλάχιστον ό,τι απέμεινε από τις οικογένειες. Όταν οι Τούρκοι πια έφτασαν μέχρι τη Ζώδια ... αποφάσισαν οι μεγάλες δυνάμεις να τους επιβάλουν να σταματήσουν. Και από τότε περιμένουμε ότι θα πάμε πίσω, θα πάμε να βρούμε τις περιουσίες μας, θα πάμε να βρούμε τους γειτόνους μας. Πολλοί βέβαια έχουν πεθάνει, αλλά δυστυχώς...
ΝΧ: Κατά την εισβολή ήσουν 23 χρονών. Ποια ήταν τα συναισθήματά σου όλες αυτές τις μέρες που ήσασταν εκεί;
ΠΧ: Φόβος, οργή. Οργή, το λέω, εναντίον των Τούρκων, διότι δεν είχαμε κάνει τίποτε για να μας κάνουν αυτά που μας έκαναν. Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου ότι μπορούσε οποιαδήποτε δύναμη να έρθει, να διώξει τόσο κόσμο από τις πατρογονικές του εστίες... και μετά μάθαμε ότι είχαν φέρει έποικους από την Τουρκία... Το εξακριβώσαμε και μόνοι μας, όταν είχαν ανοίξει κάποια οδοφράγματα και αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τα σπίτια μας. Στο δικό μου το σπίτι κάθεται Τουρκοκύπρια, η οποία έχει μια κόρη που μένει μαζί της. [Η κόρη] της ήταν 26 χρονών τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα και πήγαμε. Της είχε χτίσει σπίτι, πάνω από το δικό μου το σπίτι και ήταν όλο καμάρι. Είχε φτιάξει κήπους. Είχε πιάσει [επιπλέον] χωράφι από τον γείτονα και το περιέφραξε. Όταν πήγαμε της είπε ο άντρας μου ‘Μα τι έκανες εδώ; Αυτό το πράγμα δεν είναι του ... δικού μου χωραφιού’. ‘Εμένα μου τα έδωσε ο Ντενκτάς’, του λέει. ‘Είναι παράνομα’, λέει ο άντρας μου [και αυτή] απαντά, ‘όλα μου τα λεφτά τα έδωσα στον Ντενκτάς’.‘Θα φύγεις να ’ρθω στο σπίτι μου;’ την ρώτησα εγώ. Και αυτή απάντησε, ‘Πού να πάω; Όλα μου τα λεφτά τα έβαλα εδώ’. ‘Γιατί τα έβαλες εδώ; Δικό σου είναι το σπίτι;’ της λέει ο άντρας μου. ‘Εγώ το αγόρασα από τον Ντενκτάς, μου έδωσε τίτλους ιδιοκτησίας’, είπε. ‘Ε, οι τίτλοι που σου έδωσε ο Ντενκτάς είναι άκυροι’ της λέει. ‘Γιατί άκυροι;,Δεν έχω τίποτε άλλο εγώ, πουθενά να πάω’, του λέει. Έχτισε της κόρης της, η οποία είναι παντρεμένη με έποικο από την Τουρκία, όροφο πάνω από το δικό μου. Και μάλιστα όταν μας πίεσαν να το δούμε—δεν μπορώ να κρύψω ότι μου άνοιξαν το σπίτι με χαρά—μου είπε με καμάρι, ‘Βλέπεις το σπίτι σου; Εγώ έχω πολλά καλά’. ‘Εντάξει, έχεις πολλά καλά, θα φύγεις να έρθω;’, της είπα., ‘Εγώ μετά πού να πάω; Όλα μου τα λεφτά τα έβαλα εδώ’, μου είπε. Μας πίεσαν να μας κεράσουν. Είχε και υπηρέτρια η Τουρκάλα... Η Τουρκοκύπρια, η οποία απ’ ό,τι μας είπε ήταν από τα Κούκλια, ήταν δασκάλα και τώρα στα κατεχόμενα έκανε τον κτηματομεσίτη. Όταν βγήκαμε έξω να φύγουμε μας ρώτησε για τα απέναντι σπίτια, στον κύριο δρόμο, ποιών είναι και γιατί δεν είχε πάει κανείς να τα δει. Καταλάβαμε ότι ήθελε να τα πάρει η ίδια [για] να τα πουλήσει αλλού. Μας ρωτούσε επίμονα αν ξέραμε ποιού είναι, αν έχουν παιδιά και γιατί δεν ήρθαν να τα δουν. Δεν είδε κανέναν να έρχεται, όπως είπε. Αργότερα καταλάβαμε τον σκοπό που είχε.
ΝΧ: Πώς αισθάνθηκες όταν βρέθηκες εκεί; Πώς ένιωσες όταν κάποια άλλη σου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού σου; Χάρηκες που είδες το σπίτι;
ΠΧ: Είχαμε γίνει κουρέλια. Φύγαμε. Κεραστήκαμε από τη λεμονάδα που μας έβαλε, γιατί μας είπε με καλοκάγαθο ύφος ‘εγώ [την] έκανα, με τα χέρια μου’. Όταν τη ρωτήσαμε, αν τα λεμόνια είναι από τη Λάπηθο, είπε ‘Όχι, από το Όμορφο [τα] έφερα’, από του Μόρφου δηλαδή... Είχε αδελφό στου Μόρφου και της τα έδωσε από το ‘Όμορφο’, όπως μας είπε, και την έφτιαξε. Τέλος πάντων. Στα πολλά είπαμε να φανούμε ανθρώπινοι, πολιτισμένοι. Πήραμε τη λεμονάδα. Ο άντρας μου έβγαλε τσιγάρο. Κάπνιζε τότε. Έβγαλε το πακέτο και έτεινε το χέρι προς το γαμπρό της Τουρκάλας, τον έποικο, να του κεράσει τσιγάρο και ο έποικος του λέει, ‘είσαι στο σπίτι μου τώρα, εγώ πρέπει να σε κεράσω’. ‘Εντάξει’, του λέει ο άντρας μου, ‘πάρε από μένα και μετά παίρνω κι εγώ από σένα’.
ΝΧ: Τι γνωρίζετε ότι συνέβαινε πριν την εισβολή του 1974;
ΠΧ: Γνωρίζουμε [ότι] στη Λάπηθο υπήρχε η Τουρκογειτονιά. Πολύ μικρή που ήμουν θυμάμαι ότι έρχονταν οι Τούρκοι να ξεγεννήσουν ζώα... Περνούσαμε πάρα πολύ καλά. Έρχονταν [οι Τουρκοκύπριοι] ν’ αγοράσουν τα λεμόνια, τα αμύγδαλα τα προϊόντα που παρήγαγαν οι Ελληνοκύπριοι... Επίσης, τα λουλούδια, τους νάρκισσους, τα έκαναν δέσμες, τα αγόραζαν από τους Ελληνοκύπριους και τα έπαιρναν στην αγορά, στη Λευκωσία, να τα πουλούσαν. Κάθονταν να πιουν τον καφέ τους. Πολλές φορές [βοηθούσαν] ορισμένα ζώα που δυσκολεύονταν [στη γέννα], διότι το κάθε σπίτι τότε είχε είτε κατσίκα είτε αγελάδες ή και από τα δύο, αναλόγα με το πόσο πλούσιοι ήταν και πόσα χωράφια είχαν, είχαν και τα ανάλογα ζώα. Και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεχώριζαν [από εμάς]. Δεν ξέρω... Εγώ δεν κατάλαβα, μικρή που ήμουν, να είχαν οποιεσδήποτε διαφορές. Το ’63 όμως, δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε. Μάθαμε τότε ότι είχαν βομβαρδίσει τη Μασσούρα και διέταξαν τους Τούρκους, τους Τουρκοκύπριους της Λαπήθου, οι δικοί τους, ... δεν ξέρω από Τουρκία ίσως(;), δεν ξέρω από πού ήταν η διαταγή... να φύγουν από τα σπίτια τους. Και έφυγαν όλοι. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, δεν ξέρω πού τους είχαν πάρει, και έμεινε η Τουρκογειτονιά έρημη. Δεν πήγε κανένας Ελληνοκύπριος να εισβάλει, να πιάσει σπίτι Τούρκου, ούτε περιβόλια ούτε τίποτα. Ήταν ελεύθεροι οι Τούρκοι να έρχονται να τα βλέπουν και ακόμα να κατοικήσουν. Δεν τους είχε ενοχλήσει κανείς. Όμως είχαν μείνει έρημα μέχρι το ’74 που φύγαμε οι Ελληνοκύπριοι. Ενώ απ’ ό,τι μάθαμε, μετά το ’74, οι πιο πολλοί Τουρκοκύπριοι της Λαπήθου είχαν πιάσει διάφορα σπίτια Ελληνοκυπρίων μέσα στη Λάπηθο και κατοίκησαν. Αντίθετα, τα σπίτια των Τουρκοκυπρίων είχαν μείνει ανέγγιχτα, ανέγγιχτα. Δεν πήγε κανείς! Κανείς Ελληνοκύπριος [δεν πήγε] να τα αγγίξει, να τα κάνει κατοχή ή να πει, ‘είναι δικό μου, θα κάτσω μέσα’. Κα-νείς! Ήταν εκεί και τους περίμεναν. Αλλά αντί να ’ρθούν αυτοί, μας έδιωξαν εμάς και πήραν και τα δικά μας.
ΝΧ: Τι σκεφτόσουν τις ημέρες της εισβολής;
ΠΧ: Τι να σκεφτώ; Ήμουν 23 χρονών. Το άδικο. Δεν μπορούσε να συνέβαινε έτσι, δεν μπορούσε να το συλλάβει το μυαλό μου ότι έγινε αυτό το πράγμα... Εγώ είχα μέσα μου μιαν ελπίδα ότι φεύγουμε για κάποιες μέρες, θα ηρεμήσουν και θα πάμε πίσω. Έχει όμως τριανταέξι[;] χρόνια που περιμένουμε να πάμε. Πέθαναν οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι γονείς μου, η μητέρα μου, πολλοί γονείς άλλοι, με τον καημό να πάνε στα σπίτια τους. Δεν θέλουμε ξένες περιουσίες, θέλουμε τις περιουσίες μας. Οι Τούρκοι τα δικά τους, εμείς τα δικά μας...
ΝΧ: Και μετά η ζωή πώς άλλαξε;
ΠΧ: Πώς άλλαξε; Καμιά σχέση [δεν είχε] η ζωή πριν την εισβολή με τη ζωή ... μετά την εισβολή. Ο κόσμος άρχισε να νιώθει ανασφάλεια... δουλειές δεν υπήρχαν. [αναστενάζει] Μετά εγώ έκανα ... ακόμη δύο ... παιδιά. Ο μισθός του αστυνομικού ήταν πολύ χαμηλός. Εντωμεταξύ, είχε πεθάνει και ο άντρας της θείας του συζύγου μου, η οποία [είχε] μεγαλώσει τον άντρα μου. Ήταν αδελφή της μητέρας του, δεν έκανε παιδιά, τον πήρε, τον μεγάλωσε, για να κληρονομήσει την περιουσία που είχαν στη Λάπηθο... Όταν πια καταλάβαμε ότι η πολιτική κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ότι οι Τούρκοι είχαν έρθει για να μη φύγουν—εύχομαι να είναι ψέμα αυτό που λέω, να βγει ψέμα—ο άντρας μου πήρε άδεια άνευ απολαβών από την αστυνομία. Έπρεπε να φροντίσουμε για τα παιδιά μας. Πήγε δύο χρόνια στις αραβικές χώρες με άδεια άνευ απολαβών. Έδινε [άδεια] τότε η κυπριακή κυβέρνηση, διότι τα ταμεία ήταν άδεια, για να πληρώνει τους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Και μετά [αναστενάζει] πήρε την απόφαση, έδωσε παραίτηση και φύγαμε οικογενειακώς για τη Σαουδική Αραβία. Τα παιδιά μου τέλειωσαν δημοτικό εκεί, και όταν ήρθε ο καιρός να πάνε γυμνάσιο θεώρησα καλό, για το καλό των παιδιών μου, να τα πάρω ... και να ’ρθω στην Κύπρο, να πάρουν τη δική μας μόρφωση, τη δική μας κουλτούρα. Νομίζω δεν βγήκα ζημιωμένη. Και τα τρία μου τα παιδιά μορφώθηκαν, με μεταπτυχιακά και τα πάντα, και δόξα τω Θεώ με καλές δουλειές. Αλλά εμείς παραμείναμε να δουλεύουμε... Από τη Σαουδική Αραβία καταλήξαμε στα Αραβικά Εμιράτα και ακόμη είμαστε εκεί και περιμένουμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας... να νιώσουμε επιτέλους τη χαρά. Γιατί μέχρι τώρα, εντάξει, λέμε χαιρόμαστε, λέμε ήμαστε ευχαριστημένοι, δόξα τω Θεώ που ζούμε, αλλά οι τόποι που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, παίξαμε, βάφτισα το παιδί μου, παντρεύτηκα εκεί, ... μορφωθήκαμε εκεί είναι στη Λάπηθο... Αυτός είναι ο πόνος μας, περιμένουμε πότε θα πάμε πίσω. [αναστενάζει] Εύχομαι να γίνει.
ΝΧ: Υπάρχει κάποια ιστορία που άκουσες για την εισβολή και σου έμεινε στο μυαλό;
ΠΧ: Όταν ... πια πρόσφυγες είχαμε πάει στην Άλωνα, ήταν πριν δώσει παραίτηση ο άντρας μου για να πάμε στα αραβικά κράτη, ... βρεθήκαμε με διάφορους άλλους πρόσφυγες από την επαρχία Κερύνειας... Συγκεκριμένα, είχαμε βρεθεί με κάποια κυρία Αναστασία, η οποία είχε τρία παιδιά και μας έλεγε την ιστορία της. Ήταν το σπίτι της ακριβώς εκεί που έγινε η απόβαση των Τούρκων. Η γυναίκα μας τα περιέγραφε [και], [είτε] περπατούσε, [είτε] έτρωγε, [είτε] καθόταν, τα μάτια της ήταν συνέχεια ένα ποτάμι.... Δεν είχαν προλάβει να φύγουν και είχαν μαζέψει, λέει, τα γυναικόπαιδα και τα αγόρια μέχρι 9 χρονών[;], αν θυμάμαι καλά. Τους έβαλαν όλους απέναντι από τους συζύγους και τους πατέρες τους και μπροστά στα μάτια των γυναικόπαιδων τους πυροβόλησαν και ακολούθως έδιωξαν, τα γυναικόπαιδα. Η γυναίκα μας έλεγε ... ‘είδα τον άντρα μου να πέφτει, αλλά ... έχω μιαν ελπίδα ότι μπορεί τη σφαίρα να την έφαγε πάνω σε πόδι ή σε χέρι, να μην ήταν σε ζωτικό σημείο που να έχει πεθάνει’ και περίμενε ότι κάποια στιγμή θα τον δει, θα άνοιγε η πόρτα και θα τον έβλεπε να μπαίνει μες το σπίτι. Όμως, υπήρχε ένας άνθρωπος, από όλους αυτούς που είχαν πυροβολήσει οι Τούρκοι... ο οποίος έπεσε μεν, αλλά δεν πέθανε. Έμεινε κάτω πεσμένος και έκανε τον πεθαμένο. Δεν θυμάμαι αν δεν είχε φάει σφαίρα, ή αν είχε φάει σφαίρα σε σημείο που δεν ήταν θανάσιμο τέλος πάντων, αλλά έπεσε κάτω... Δεν θυμάμαι, έχει τόσα χρόνια... Μετά από αρκετούς μήνες, όμως, και αφού ο άνθρωπος.κατάφερε όταν νύχτωσε, σέρνοντας να μπει σ’ ένα πηγάδι και ακολούθως έρποντας κατάφερε να βγει στις ελεύθερες περιοχές, τους είπε ότι τους σκότωσαν όλους... Ήταν ο μόνος που είχε ζήσει... Μας είπε και το όνομά του. Νομίζω ... είπε ότι ήταν ο γαμπρός του Κλέαρχου που είχε το Έξι Μίλι, χωρίς να είμαι σίγουρη. Η κυρία Αναστασία έμαθε από αυτόν τον άνθρωπο ότι τους σκότωσαν όλους! Όσους είχαν βάλει απέναντι από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, [τους σκότωσαν όλους]. Και αυτός ήταν μέσα σ’ αυτούς που πυροβόλησαν, αλλά ... δεν έφαγε σφαίρα σε ζωτικό σημείο. Έπεσε κάτω, έκανε τον πεθαμένο και όταν έφυγαν οι Τούρκοι, έρποντας βρήκε ένα πηγάδι και μπήκε μέσα μέχρι που βράδυασε. Και μετά βγήκε και τα κατάφερε να φύγει και διηγήθηκε ότι ήταν όλοι σκοτωμένοι. Δεν ξέρω αν έχουν βρει τα οστά του άντρα της κυρίας Αναστασίας. Είχε δύο κόρες και ένα αγόρι, ο πιο μικρός της.
ΝΧ: Δεν την έχεις συναντήσει ξανά από τότε;
ΠΧ: Μετά από ... την Άλωνα που είχαμε βρεθεί, τους είχαν δώσει σπίτι σε συνοικισμό στη Λεμεσσό, και από τότε δεν τους έχουμε δει. Μετά κι εμείς κατεβήκαμε Λευκωσία. Από κει ο άντρας μου πήρε άδεια και έφυγε στο εξωτερικό, διότι δεν μπορούσαμε με τρία παιδιά... Έντωμεταξύ είχε πεθάνει ο θείος του που τον είχε μεγαλώσει, ο άντρας της θείας του. Είχε πεθάνει ... τον Δεκέμβρη ... του ’74 από ... καρδιακό επεισόδιο. Και ... είμαστε μια μεγάλη οικογένεια πια, τρία παιδιά, μια χήρα, εγώ, οπότε έδωσε παραίτηση. Ε, κι από κει μέχρι τώρα παλεύουμε, δόξα τω Θεώ, αλλά μας λείπουν τα σπίτια μας. Όσο ζούμε αυτά θα σκεφτόμαστε. Δεν θέλουμε πόλεμο, θέλουμε τα σπίτια μας, θέλουμε τους τόπους που γεννηθήκαμε, [εκεί όπου] μεγαλώσαμε. Και οι Τούρκοι να πάρουν τα δικά τους σπίτια. Δεν νομίζω να έχει κανένα μέσα. Αφού τόσα [χρόνια] από το ’63 μέχρι το ’74 δεν είχε πάει κανένας Ελληνοκύπριος[!] να αγγίξει τις περιουσίες των Τούρκων. Ήταν εκεί και τους περίμεναν. Αυτό θέλουμε. Να πάει ο καθένας εκεί που του ανήκει, αυτά που του άφησαν οι πρόγονοί τους, στις κληρονομιές τους.
ΝΧ: Θυμάσαι κάποια άλλη ιστορία από τη Λάπηθο που να σου έχει τυπωθεί στο μυαλό;
ΠΧ: Το μόνο που θυμάμαι είναι... Ήμουν μικρή, μπορεί να ήμουν 5-6 χρονών, και ήταν ... μια ζεστή νύχτα καλοκαιριού. Καθόμασταν στη βεράντα του πατρικού μου σπιτιού... Πρέπει να ήταν κοντά μεσάνυχτα και θυμάμαι ακουγόταν η θάλασσα... Ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήμασταν και πολύ κοντά στη θάλασσα, πρέπει να ήταν γύρω στα τρία χιλιόμετρα απόσταση[;] το σπίτι μου το πατρικό από τη θάλασσα. Και ακουγόταν ένα παράξενο μουγκρητό... Και λέει η γιαγιά μου, ‘άκου πώς μουγκρίζει η θάλασσα, να δούμε τι κουβαλούν οι Τούρκοι για να μας σφάξουν’. Δηλαδή πάντα ένιωθε ο Έλληνας ότι ο Τούρκος είχε κάτι κακό στο μυαλό του.
ΝΧ: Είχες φίλες Τουρκοκύπριες;
ΠΧ: Δεν πρόλαβα εγώ να κάνω φίλες Τουρκοκύπριες, διότι έφυγαν το ’63 οι Τούρκοι. Εγώ ακόμη τότε ήμουν μαθήτρια. Μόλις ... είχα πάει γυμνάσιο. Δεν είχα προλάβει να γνωριστώ. Μόνο θυμάμαι που έρχονταν Τουρκοκύπριοι, στο σπίτι της μητέρας μου, Τουρκάλες, για να αγοράσουν ... αμύγδαλα, πράσινα και ξερά αμύγδαλα, και διάφορα φρούτα που τα έπαιρναν στο παζάρι στη Λευκωσία για να τα πουλήσουν. Μια φορά, μάλιστα, θυμάμαι που όταν μια κατσίκα της μητέρας μου κινδύνευσε να πεθάνει στη γέννα, είχαν φέρει έναν Τούρκο από την Τουρκογειτονιά να ξεγεννήσει την κατσίκα και όντως τη γλίτωσε. Και προτού αρχίσει ο Τούρκος να βοηθά την κατσίκα, είχε πεί ‘φέρτε ελιά να καπνίσετε’... Το κάπνισμα το παραδέχονταν και οι Τούρκοι... οι Τουρκοκύπριοι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο... Δεν θυμάμαι... Δεν είχαμε άμεση επαφή με τα ... παιδιά των Τούρκων... διότι είχαν τα δικά τους σχολεία. Στην Τουρκογειτονιά είχαν τα πάντα! Τις εκκλησίες τους, τους μιναρέδες τους... Τους θυμάμαι τους μιναρέδες. Ήταν όπως τους είχαν αφήσει μέχρι το ’74 που φύγαμε. Ήταν ανέγγιχτοι. Τα τούρκικα σχολεία... Περνούσαμε από την Τουρκογειτονιά και μας έλεγαν ‘αυτά είναι τα σχολεία των Τούρκων’. Και θυμάμαι μια φορά είπαμε, μικρά παιδιά που είμαστε, να πάμε ν’ ανέβουμε, να δούμε πώς ήταν ο μιναρές.
ΝΧ: Δηλαδή δεν θα σου απαγόρευε κάποιος να κάνεις παρέα με Τουρκοκύπριους όταν μεγάλωνες, αν είχες την ευχέρεια να το κάνεις.
ΠΧ: Εντάξει, γιατί; Αυτοί άνθρωποι, εμείς άνθρωποι. Το μόνο που μας χώριζε ήταν μουσουλμάνοι αυτοί, χριστιανοί εμείς, αλλά αυτό στη φιλία δεν έχει να κάνει. Άλλο η φιλία, άλλο η θρησκεία.
ΝΧ: Κοινωνικά, υπήρχαν κοινά ήθη, έθιμα ή τουλάχιστον πράγματα που έμοιαζαν;
ΠΧ: Δεν πρόλαβα να δω. Κοίταξε, πράγματα που έμοιαζαν με τους μουσουλμάνους ... δεν είχαμε και δεν έχουμε... Εντάξει, αυτοί γιόρταζαν τα δικά τους, εμείς τα δικά μας. Δεν τους ενοχλούσε κανείς... ούτε κι εμάς μας ενοχλούσε κανείς. Γιορτάζαμε τις επετείους μας, αυτοί γιόρταζαν τα δικά τους... Θυμάμαι μικρή που ήμουν, έτσι τώρα έρχεται στο μυαλό μου, που ακούγαμε κάθε ανατολή και κάθε δύση του ήλιου κάτι σαν κανονιά και έλεγαν, ‘αρχίζει το Ραμαζάνι’ ή ‘τελειώνει το Ραμαζάνι των Τούρκων’. Κατά τα άλλα, εντάξει, ... σου είπα, αυτοί είχαν τα δικά τους τα σχολεία, εμείς τα δικά μας. Δεν είχαμε άμεσες επαφές στην παιδεία, ούτε ... ενοχλούμαστε που είχαν αυτοί την δική τους εκπαίδευση, ούτε νομίζω[!] κι αυτοί που είχαμε τη δική μας. Εμάς βέβαια, η δική μας ενορία, ο Άγιος Μηνάς, ήταν απομακρυσμένος από την Τουρκογειτονιά. Μπορεί άλλες γειτονιές, ο Άγιος Λουκάς, ο Άγιος Θεόδωρος, Πρόδρομος που ήταν γύρω-γύρω από την Τουρκογειτονιά να είχαν πιο άμεσες επαφές. Εμείς όμως ήμασταν μακριά από τους Τούρκους. Απλώς οι Τούρκοι έρχονταν όταν ... ήθελαν να αγοράσουν κάτι. Επίσης, όταν τους φώναζε κάποιος Ελληνοκύπριος [και] ήθελε την βοήθειά τους, δεν την αρνιόντουσαν ποτέ, έρχονταν. Και ... θυμάμαι που είχαμε ελιές και ανακατεμένες μέσα στα ελληνικά τα κτήματα υπήρχαν ελιές τούρκικες, όπως έλεγαν. Έλεγαν... [ότι] αυτές οι ελιές είναι των Τούρκων... δεν τις άγγιζε κανείς. Θα έρχονταν οι Τούρκοι να τις μαζέψουν. Τότε ήταν διαφορετικά. Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν μέσα σε ελληνικά κτήματα να υπάρχουν ελιές των Τούρκων. Απ’ ό,τι μας εξηγούσαν οι ... γιαγιάδες, όταν κάποιος χρωστούσε λεφτά στον άλλον και είχε ο ένας κτήμα με έξι ελιές, ας πούμε, ..., έκαναν ανταλλαγή. Για παράδειγμα, αν το κτήμα ήταν του Έλληνα ή του Τούρκου και εάν ο μεν χρωστούσε στον δε, του έλεγε ‘να σου δώσω μια ελιά και να ξοφλήσουμε’, ειδικά στην περίπτωση που δεν είχαν χρήματα. Έτσι γίνονταν οι συναλλαγές και ξοφλούσαν. Γι’ αυτό ... Αυτό συνέβαινε παλιά... Έτσι, μπορεί μέσα σ’ ένα χωράφι να υπήρχαν δέκα δέντρα ... [και] να ανήκαν σε επτά διαφορετικά άτομα το κάθε δέντρο... Τα έδιναν για να εξοφλήσουν χρέη τους, αλλά το χωράφι παρέμενε στον ιδιοκτήτη.
ΝΧ: Είχαν και οι Τουρκοκύπριοι δική τους περιουσία και χωράφια;
ΠΧ: Είχαν, βέβαια! Βέβαια! Και η Τουρκογειτονιά ήταν μια από τις καλές γειτονιές. Αφού υπάρχει ακόμα, είναι εντάξει. Μετά [που ανοίξαν τα οδοφράγματα] εγώ δεν έχω πάει μέχρι την τούρκικη γειτονιά. Προλάβαμε να πάμε μέχρι τον Άγιο Μηνά, που είναι τα σπίτια μας, τα είδαμε, δεν είχαμε κουράγιο να δούμε οτιδήποτε άλλο και φύγαμε. Από τότε δεν έχουμε ξαναπάει. Πήγαμε μόλις είχαν ανοίξει τα σύνορα... Θέλω ... θέλω να πάω να δω το σπίτι μου ξανά.
ΝΧ: Υπάρχει κάτι άλλο που νιώθεις ότι θέλεις να πεις σχετικά με το 1974;
ΠΧ: Ναι... για την Τουρκάλα που κάθεται στο σπίτι μου... Καταλάβαμε ότι η Τουρκάλα την οποία εμείς είχαμε βρει όταν πήγαμε, αφού άνοιξαν τα σύνορα, ήταν η ίδια που είχε βρει η γιαγιά μου που είχε μείνει εγκλωβισμένη. Και θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Ο άντρας μου είχε ένα κυνηγετικό σκύλο, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι... Δεν έφυγε ο σκύλος... Οι Τούρκοι που μπήκαν μέσα στο σπίτι μου ... πήραν και τον σκύλο, γιατί ήταν ράτσας. Και θυμάμαι, που, ενώ αυτό τον [σκύλο] που ήταν θηλυκός τον είχε στειρώσει ο άντρας μου, έλεγε η γιαγιά μου [ότι] τότε που την έπιασε η Τουρκάλα η σκυλίτσα είχε μείνει έγκυος, και όταν γέννησε τα σκυλάκια, είχε γίνει τόσο άγρια που επιτέθηκε σε στρατιώτες Τούρκους, που είχαν περάσει από το σπίτι... ή που είχαν πάει στο σπίτι... δεν ξέρω. Τους είχε επιτεθεί και τους είχε κατασπαράξει και τον ... σκότωσαν. Λένε ότι όταν τους στειρώνουν, δεν τους αφαιρούν εντελώς [τα όργανα], οπότε κάποια στιγμή πολλαπλασιάζονται οι ωοθήκες και μπορούν να ... ξανακάνουν σκυλάκια. Τέλος πάντων... Αυτή την ιστορία μου την είπε η γιαγιά μου. Και μάλιστα η γιαγιά μου μου είπε, ότι τις φωτογραφίες, τις είχε η Τουρκάλα στολισμένες μέσα στο σπίτι μου. Η γιαγιά μου της είπε, ‘αυτές είναι της εγγονής μου, να μου τις δώσεις να της τις πάω’. Και η Τουρκάλα της είπε ‘ αυτές ήταν [της] εγγονής σου πριν, τώρα [είναι της] Τουρκίας! Δεν θα πιάσεις τίποτε!’. Είχα πάρα πολλές φωτογραφίες από το γάμο μου και από το γιο μου. Όταν άνοιξαν τα σύνορα και πήγαμε, το μόνο που ζήτησα από την Τουρκάλα... ήταν τις φωτογραφίες που είχε μέσα το σπίτι. Αρνήθηκε ότι είχε βρει φωτογραφίες. ‘Δεν βρήκα τίποτα’, μου είπε. ‘Όλα ... τα πήρανε, βρήκα ένα σπίτι άδειο’. Όντως, είχε άλλα έπιπλα μέσα, αλλά το υπνοδωμάτιό μου ήταν λες και είχα φύγει εκείνη την ώρα από μέσα... Ήταν ακριβώς με το ίδιο κρεβάτι, τα ίδια έπιπλα που είχα εγώ, ήταν όλα μέσα στο υπνοδωμάτιο μου, ανέγγιχτο! Αλλά το έχω παράπονο γιατί η Τουρκάλα αρνήθηκε... Είπε ότι δεν βρήκε ούτε φωτογραφία ούτε τίποτα μέσα... Αλλά η Τουρκάλα μου είπε την ίδια ιστορία με το σκύλο, όπως ακριβώς μου την είχε πει και η γιαγιά μου. [Δηλαδή] ότι βρήκαν το σκύλο μας, τον είχε αυτή, είχε μείνει έγκυος και μετά επιτέθηκε σε ... στρατιώτες και αναγκάστηκαν να τον ... σκοτώσουν. Οπότε κατάλαβα ότι η Τουρκάλα μου έλεγε ψέματα για τις φωτογραφίες. Εντάξει, ας είναι καλά... τώρα μπορεί να τις πέταξε, μπορεί να τις έχει κρυμμένες, δεν ξέρω. Δεν ξέρω τον λόγο που μου αρνήθηκε, ενώ άκουσα πάρα πολλούς Τούρκους που ζητούσαν τους ιδιοκτήτες [για] να τους δώσουν τις φωτογραφίες τους.
ΝΧ: Ευχαριστώ.