ORAL HISTORY ARCHIVE

Name (Ονοματεπώνυμο): Giorkadji Theodora / Γιωρκάτζη Θεοδώρα
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): 1960-1974
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Public Employee (Δημόσιος Υπάλληλος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Νικολέττα Χριστοδούλου: Πότε και που γεννηθήκατε;
Θεοδώρα Γιωρκάτζη: Γεννήθηκα στο νοσοκομείο της Κερύνειας την 01.03.1961.. Τότε μέναμε... στα Φτέριχα ή στο Κάρμι; Νομίζω ότι μέναμε στα Φτέριχα. Μετά πήγαμε Λάπηθο.
ΝΧ: Πώς βιώσατε το 1974;
ΘΓ: Να ξεκινήσω από το πραξικόπημα ή από την εισβολή;
ΝΧ: Μπορείτε να ξεκινήσετε με αυτό που θα σας βοηθήσει να ανακαλέσετε στη μνήνμη σας τα γεγονότα.
ΘΓ: Να ξεκινήσουμε από την εισβολή τότε… Το Σάββατο 20 του Ιούλη…να ξεκινήσω από τότε που έμενα στο χωριό Κάρμι που ήταν η γιαγιά, ο παππούς μου και οι θείοι μου. Οι γονείς μου έμεναν στην Λάπηθο, αλλά είχαν κλείσει τα σχολεία οπότε εγώ είχα πάει διακοπές στο χωριό. Στις 20 του Ιούλη η ώρα 5 το πρωί σηκώθηκα και βγήκα έξω, καθώς την νύχτα ήμουν πάρα πολύ ανήσυχη …. ένιωθα ότι περπατούσαν κάποιοι έξω από το σπίτι, άκουα βήματα. Ήθελα να πάρω αέρα. Δεν ένιωθα καλά. Ο παππούς μου άκουσε που άνοιγα τη πόρτα και με ρώτησε τι έχω. Όταν βγήκα όμως αντίκρισα κάτι στον ουρανό που μου έκαμε εντύπωση... πάρα πολλά αεροπλάνα [που] δεν είχαν αρχίσει ακόμα να βομβαρδίζουν. Ήταν ψηλά και ήταν όλα μαζί όπως τα πουλιά που πετούν ομαδικά. Μου έκαμε τρομερή εντύπωση και όταν μπήκα μέσα με ρώτησε ο παππούς μου τι κάνω. Του είπα ότι… βγήκα έξω και ότι στον ουρανό έχει πάρα πολλά αεροπλάνα. Μόλις το είπα στον παππού μου, οι παλιοί….ήξεραν, περίμεναν ότι μπορεί να γίνει πόλεμος, πετάχτηκε από το κρεβάτι και βγήκε έξω αμέσως… Όταν βγήκε έξω το βλέμμα του αντί να πάει πάνω πήγε κάτω στη θάλασσα. Το χωριό Κάρμι είναι ……. πάνω στο βουνό Πενταδάχτυλος, ψηλά... και κάτω βλέπεις την Κερύνεια, την Λάπηθο, τον Καραβά ως πέρα. Αμέσως ο παππούς μου γύρισε κάτω το βλέμμα του και μου λέει  «γρήγορα!» Τον άκουσα που μου φώναζε «γρήγορα ξύπνα τους όλους, ήρθαν οι Τούρκοι». …..Άρχισα και εγώ να φωνάζω μαζί του…
ΝΧ: Πόσο χρονών ήσουν;
ΘΓ: Ήμουν 13 χρονών. Φώναζα «ήρθαν οι Τούρκοι, ήρθαν οι Τούρκοι ξυπνάτε» και τότε άρχισαν όλοι να ξυπνούν. Κάτι που μου έκαμε εντύπωση ήταν ότι… μέσα στο χωριό είχε πάρα πολλά σπίτια των Άγγλων. Έμεναν μόνιμα. Ακριβώς μέσα στην αυλή της γιαγιάς μου ξεκινούσε το σπίτι κάποιου Άγγλου. Το προηγούμενο βράδυ ήμασταν μέσα στην αυλή της γιαγιάς μου και παίζαμε μέχρι αργά και ενώ βλέπαμε ότι το σπίτι του ήταν ολόφωτο, όταν άρχισα να ουρλιάζω δεν βγήκε κανένας έξω. Είχαν φύγει όλοι. Δεν είχε κανέναν μέσα. Που σημαίνει ότι [οι Άγγλοι]  είχαν φύγει από το βράδυ.
ΝΧ: Επειδή το ήξεραν προφανώς;
ΘΓ: Ναι. Έφυγαν από το βράδυ…… Άρχισαν όλοι σιγά, σιγά να ξυπνούν. Είχα θείες που ήταν μικρές, 17 χρόνων, 18, 19 και …… η άλλη 20, είχα ξαδέλφια…στην ηλικία μου, πιο μεγάλα, πιο μικρά και άρχισε όλη η γειτονιά να ξυπνά από τις φωνές. Τους έλεγε ο παππούς μου «έγινε πόλεμος». Αρχίσαμε όλοι να κλαίμε. Δεν ξέραμε τη λέξη ‘πόλεμος’. Ο παππούς μου, ο οποίος ήταν μεγάλος άνθρωπος και άκουγε διάφορες ιστορίες από άλλους, τον ρώτησαν «τι θα κάμουμε τώρα Γιάννη;» Τους λέει «θα βγούμε πάνω στα βουνά σιγά, σιγά, να μπούμε μέσα στις σπηλιές διότι θα αρχίσουν να βομβαρδίζουν τώρα τα αεροπλάνα και θα είμαστε εύκολος στόχος». Ήταν βέβαια και τα πλοία κάτω που ήταν απέναντι μας. Η αποβίβαση είχε γίνει εκεί απέναντι. Πήραμε όλοι ότι μπορούσαμε, …… ότι είχαμε τον καιρό εκείνο. Λίγο ψωμί, λίγες ελιές, κανένα χαλλούμι, μια-δυο κουβέρτες, τα βάλαμε σε μια τσάντα, και βγήκαμε πάνω... Ένα-δυο παγούρια νερό, ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε. Και βγήκαμε [έξω], πηγαίναμε κάτω από τα δέντρα σιγά-σιγά και βγήκαμε πάνω στις σπηλιές. Μόλις ανεβήκαμε στο βουνό είδαμε τις σπηλιές. Ήταν θεόρατες, μεγάλες. Βρήκαμε ένα σημείο στο οποίο είπε ο παππούς μου ότι θα μπορούσαμε να μείνουμε, γιατί δεν θα μπορούσαν τα αεροπλάνα να κατεβαίνουν κάτω και να μας ρίχνουν. Είχε βουνό και από τη μια μεριά και από την άλλη. Ήταν το ιδανικό σημείο. Όταν πήγαμε εκεί είχε ήδη μαζευτεί όλο το χωριό και είχαν αρχίσει να έρχονται πάνω και από το Τριμίθι, το άλλο χωριό πιο κάτω... Μπήκαμε μέσα στις σπηλιές, βάλαμε ένα-δύο κουβέρτες, καθίσαμε και βλέπαμε απέναντί μας τους Τούρκους που κατέβαζαν συνέχεια τανκς και...στρατό. [Πριν] ξεκινήσουμε, τυχαίως η θεία μου βρήκε κάτι κιάλια˙ ήταν πάνω στο τραπέζι και τα άρπαξε την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς τα είχαμε μαζί μας... τα κρατούσαμε συνέχεια... βλέπαμε τους Τούρκους που κατέβαζαν στρατιώτες.
ΝΧ: Άρχισαν τότε να βομβαρδίζουν;
ΘΓ: Ναι. Άρχισαν να μας βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα, τα πλοία, έπεφταν οι βόμβες πάνω στο… βουνό, έπεφταν από τα αεροπλάνα πιο κάτω….ήδη άρχισαν οι μάχες και…ήταν και οι Τουρκοκύπριοι στον Άγιο Ιλαρίωνα που πριν από τον πόλεμο έμεναν εκεί.
ΝΧ: Μέχρι και το ’74, δηλαδή, υπήρχαν Τουρκοκύπριοι στον Άγιο Ιλαρίωνα;
ΘΓ: Ναι, ήταν Τουρκοκύπριοι και μας βομβάρδιζαν και από τον Άγιο Ιλαρίωνα. Βομβάρδιζαν και οι δικοί μας στρατιώτες πιο πάνω στην Άσπρη Μούττη [έτσι λεγόταν η μύτη του βουνού]. Γίνονταν μάχες. Ήμασταν ανάμεσα σε πυρά. Ήμασταν όλη μέρα μέσα στη σπηλιά, ο ένας δίπλα στον άλλο… Όλη μέρα βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα. Χάνονταν για λίγη ώρα, για λίγα δευτερόλεπτα και μέχρι να εμφανιστεί άλλο ξεκινούσαν τα πλοία από κάτω. Συνέχεια έπεφταν βόμβες. Αλλά σου είπα. Ο χώρος ήταν καλός και αναλόγως δεν έπεφταν πάρα πολλές κοντά μας... Ειδικά τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να ρίξουν. Έριχναν από τον Άγιο Ιλαρίωνα, από τα πλοία κάτω αλλά τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν.……Μείναμε το πρώτο βράδυ εκεί. Εν τω μεταξύ το ραδιόφωνο είχε ανακοινώσει—είχαμε και ραδιόφωνο μαζί μας—ότι οι άντρες πρέπει να πάνε να καταταγούν, να πάρουν όπλα…
ΝΧ: Το ΡΙΚ ήταν αυτο;
ΘΓ: Το ΡΙΚ τότε ναι... Άρχισαν οι άντρες που ήταν μαζί μας να φεύγουν, οι γυναίκες να κλαίνε, οι μαμάδες να μην τους αφήνουν. Αυτοί έλεγαν «πρέπει να πάμε» και σιγά-σιγά άρχισαν να φεύγουν. Μείναμε μόνο γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι πάνω στο βουνό. Το πρώτο βράδυ, ο παππούς μου ως ο μεγαλύτερος, βγήκε έξω και πήγε στις άλλες σπηλιές δίπλα και φώναζε σε όλους να μην ανάψει κανένας ούτε τσιγάρο, ούτε φωτιά, ούτε κάτι άλλο μην μας δουν από πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα και γίνουμε στόχος…….Η νύχτα ήταν εφιαλτική. Για την μια μου θεία, η οποία είχε δύο μωρά μαζί της, το ένα ενός χρόνου και το άλλο δύο, ήταν δύσκολο γιατί έκλαιγαν. Οι άλλοι φώναζαν «φύγετε τα μωρά», «σταματήστε τα μωρά», «πνίξτε τα». Ήταν δύσκολα τα πράγματα.
ΝΧ: Για να μην τα ακούνε;
ΘΓ: Για να μην ακούγονται.

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Ο πεθερός μου έκαμε 9 χρόνια με τους Γερμανούς στον πόλεμο και ήξερε από πόλεμο...

ΘΓ: Ναι, ήταν στον πόλεμο του ’40…γι’ αυτό ήξερε...
ΝΧ: Ήταν βασικά το κύριο άτομο που σας καθοδηγούσε...
ΘΓ: Ναι... Ξημέρωσε Κυριακή. Ξεκίνησαν πάλι και τα αεροπλάνα και τα πλοία……μέχρι το μεσημέρι μας έλειψε και το νερό που είχαμε μαζί μας. Άρχισαν τα μωρά να κλαίνε, ήθελαν νερό. Λέει ο παππούς μου «θα πάω να φέρω εγώ». Άρχισε η γιαγιά μου και έκλαιε, «δεν θα πάς», «όχι»  της λέει «εγώ θα πάω να φέρω, εγώ τη ζωή μου την έζησα...αν είναι τυχερό μου να πάω…»
ΝΧ: Ο παππούς σου ήταν ο πατέρας του πατέρα σου;
ΘΓ: Του πατέρα μου, ναι. Λέει «θα πάω να φέρω νερό να πιείτε, να κάνετε γάλα στα μωρά και ότι είναι να γίνει ας γίνει. Αν είναι να σκοτώσουν κάποιον, ας σκοτώσουν εμένα που είμαι μεγάλος». Έφυγε, πήγε, έπιασε τα παγούρια, κλαίγαμε εμείς που τον είδαμε να φεύγει, νομίζαμε ότι δεν θα γυρίσει πίσω. Έφυγε, αλλά τα κατάφερε... Πήγε στο χωριό σιγά-σιγά κρυβόταν κάτω από τα δέντρα, γέμισε τα παγούρια με νερό και μέχρι αργά το απόγευμα ήρθε πάνω.
ΝΧ: Πόσες ώρες έλειψε;
ΘΓ: Μέχρι να πάει κάτω ήθελε περίπου μισή ώρα, αλλά έλειπε για 3-4 ώρες... Έφερε το νερό πάνω... Νύχτωσε. Ήταν Κυριακή βράδυ. Πάλι περάσαμε τα ίδια, δηλαδή την ίδια διαδικασία. Να μην ανάψουμε κάτι... να κάνουμε ησυχία. Ξημέρωσε Δευτέρα... Πάλι άρχισαν να βομβαρδίζουν και οι βόμβες αυτή την φορά ήταν περισσότερες. Γίνονταν όλο και πιο πολλές μάχες με τους δικούς μας τους στρατιώτες πάνω... Γενικά ήταν πιο δύσκολη η κατάσταση, αλλά...το ράδιο έλεγε ότι ρίξαμε τον εχθρό στη θάλασσα... Όμως οι μεγάλοι που έβλεπαν [με] τα κιάλια …έβλεπαν ότι... οι Τούρκοι ολοένα και προχωρούσαν. Σε μια στιγμή μάλιστα ο παππούς μου μας είπε γύρω στις 8-9 το πρωί …ότι πρέπει να φύγουμε. «Πού να πάμε;» του λέω. Λέει «πρέπει να γυρίσουμε σιγά-σιγάνα πάμε πίσω στο χωριό, κρυμμένοι κάτω από τα δέντρα,  γιατί βλέπω ότι έρχονται πάρα πολλά τανκς πάνω, τα οποία έχουν κόκκινη σημαία. Είναι Τούρκοι που έρχονται πάνω. Πρέπει να πάμε, για να μας βρουν μέσα στα σπίτια μας τουλάχιστον να μας πιάσουν αιχμάλωτους. Εάν μας βρουν πάνω στο βουνό θα μας κατακόψουν, δεν θα μας δει κανένας. Θα μας σκοτώσουν όλους». Είχε μερικούς που δεν ήθελαν, που δεν τον πίστευαν. Του λένε «όχι, δεν……[θα πάμε], προτιμούμε να μείνουμε εδώ», άλλοι έλεγαν «προτιμούμε να φύγουμε από το βουνό να πάμε Λευκωσία»... Πάρα πολλοί είχαν πειστεί όμως να πάμε πίσω...
ΝΧ: Στο Κάρμι;
ΘΓ: Στο Κάρμι. Πολύ λίγοι είχαν μείνει και πολύ λίγοι ξεκίνησαν για να... πάνε από το βουνό, πάλι να περάσουν μέσα από τα πυρά, ...για να βγουν Λευκωσία. Εμείς πήγαμε πίσω στα σπίτια μας. Ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Έπεφταν οι βόμβες και οι σφαίρες δίπλα μας...αλλά ήμασταν κάτω από τα δέντρα οπότε δεν έπαθε κανένας τίποτε. Όταν φτάσαμε στο χωριό, ο παππούς μου είπε ότι είναι καλύτερα να μην πάει ο καθένας στο σπίτι του. Εισηγήθηκε να μαζευτούμε όλοι σε δύο-τρία σπίτια εκεί στη γειτονιά μας και να μείνουμε όλοι μαζί. Και έτσι κάναμε. Δηλαδή στο σπίτι της γιαγιάς μου μπορεί να είχαμε μπει και εκατό άτομα….. Μπήκαμε στο σπίτι. Ο παππούς μου διέταξε τη γιαγιά μου να πάει πίσω στο κοτέτσι και να πιάσει δυο-τρεις κότες να τις σφάξουν για να φάμε…όλοι. Οι γυναίκες πήγαν πίσω για να ετοιμάσουν κάτι και παππούς μου κάθησε στην πόρτα…της εισόδου του σπιτιού……Εγώ ήμουν δίπλα του και του μιλούσα. [Σε μια στιγμή καθώς του] μιλούσα και ο παππούς μου έβλεπε έξω...σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια του ψηλά. «Τι κάνει τώρα ο παππούς μου;» διερωτήθηκα. Και αμέσως βλέπω δύο στρατιώτες…
ΝΧ: Στο σπίτι;
ΘΓ: Στο σπίτι μας. Δεν καταλάβαμε πότε μπήκαν μέσα…κανένας δεν κατάλαβε. Άρχισαν τότε αυτοί οι δύο στρατιώτες να φωνάζουν, στα τούρκικα βέβαια, «έξω, έξω!» Αρχίσαμε όλοι να κλαίμε και να φωνάζουμε. Το κατάλαβα πως ήταν Τούρκοι, γιατί είχαν πάνω τους την τούρκικη σημαία…

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Ήξερε Τούρκικα ο πεθερός μου.

ΘΓ: Είχαν…όπλα, τα πόδια και η ζώνη τους ήταν γεμάτα σφαίρες. Είχαν δύο όπλα μαζί τους και είχαν και ένα…μαχαίρι στη μια μεριά και στην άλλη έναν…μπαλτά.
ΝΧ: Κάτι σαν τσεκούρι δηλαδή;
ΘΓ: Tσεκούρι, ναι… Μέχρι να βγούμε έξω, όμως, και να συνειδητοποιήσουμε τι γινόταν η αυλή είχε ήδη γεμίσει στρατιώτες. Δεν ήταν μόνο αυτοί οι δύο. Ήταν πάρα πολλοί. Μας φώναζαν και με νοήματα μας έλεγαν να σηκώσουμε τα χέρια μας και να βγούμε έξω. Μας έσπρωχναν με τα όπλα συνέχεια προς τα έξω. Βγαίναμε έξω από το σπίτι με τα χέρια μας πάνω και μας έσπρωχναν δύο-δύο για να προχωρήσουμε. Άλλοι ήταν μπροστά... Δεν ήμασταν μόνο από το Κάρμι, αλλά είχαν έρθει και από άλλα χωριά, από κάτω και βρεθήκαμε όλοι. Μας μάζεψαν όλους με τις σπρωξιές...και μας πήραν μέχρι την αυλή της εκκλησίας. Εκεί…μας έβαλαν να καθίσουμε… Ήταν 20 του Ιούλη, 22 του Ιούλη ο ήλιος έκαιγε με 40 βαθμούς. Μέσα στον ήλιο, αυτοί έβαλαν γύρω μας τα πολυβόλα, τα όπλα που είναι πάνω στο...τριπόδι... Και κάθονταν και εκείνοι στη σκιά και μας έβλεπαν. Μείναμε εκεί ο ένας αγκαλιά με τον άλλο, τρέμαμε που τους βλέπαμε και λέγαμε «τώρα θα μας σκοτώσουν...από στιγμή σε στιγμή». Από το πρωί που μας μάζεψαν μας είχαν μέχρι το απόγευμα μη γνωρίζοντας τι θα γίνει. Η ώρα 4 περίπου άρχισαν και έρχονταν … φορτηγά, … ένα-δύο λεωφορεία που ήταν του χωριού, τα οποία όμως τα οδηγούσαν Τούρκοι. Άρχισαν να μας σπρώχνουν για να μπούμε μέσα. Μας στρίμωξαν και μας έβαζαν τους μισούς στα φορτηγά και τους υπόλοιπους στα λεωφορεία.
ΝΧ: Στην αυλή του σχολείου της εκκλησίας;
ΘΓ: Της εκκλησίας.
ΝΧ: Απλά καθόσασταν…
ΘΓ: Ναι.
ΝΧ: Δεν υπήρξε κάτι άλλο;
ΘΓ: Όχι τίποτα. Καθόμασταν μόνο φοβισμένοι διότι δεν ξέραμε τι θα γίνει... Μετά…ξεκινήσαμε. Μας είπαν ότι θα…μας πάρουν κάπου, αλλά όποιος βλέπει κάτι…και φωνάξει [ή] πει κάτι… θα τον σκότωναν.  Ο παππούς μου καταλάβαινε Τούρκικα, γιατί είχε φίλους Τουρκοκύπριους και γενικά οι παλιοί ήξεραν μερικά Τούρκικα, γι’ αυτό και μπορούσε να καταλάβει τι μας έλεγαν… Προχωρούσαν τα αυτοκίνητα, περάσαμε το χωριό μας, περάσαμε από το Τριμίθι …και εκεί είχε κι’ άλλους μαζεμένους που τους είχαν μέσα στα φορτηγά και τους έπαιρναν μαζί τους… Περάσαμε τον Άγιο Γεώργιο και φτάσαμε έξω από την Κερύνεια που είχε στρατόπεδο…δικό μας, ήταν Ελληνικό στρατόπεδο, αλλά είχαν φύγει οι Έλληνες και είχαν μπει Τούρκοι μέσα.… Εκεί…μας σταμάτησαν. Εν τω μεταξύ βλέπαμε στο δρόμο…που περνούσαν τανκς, αυτοκίνητα λιωμένα που μόλις… είχε περάσει το τανκ από πάνω τους, βλέπαμε και σπίτια χαλασμένα από τις βόμβες, ... έρημα πράγματα, αλλά…δεν μπορούσαμε να πούμε τίποτε, γιατί μας είπαν—όπως είπα και προηγουμένως—ότι θα μας σκότωναν αν μιλούσαμε… Έξω από το στρατόπεδο σταμάτησε ένα αυτοκίνητο Land Rover. Ήταν η ώρα που θα έφερναν φαγητό στους Τούρκους στρατιώτες. Τους κατέβασαν ψωμιά και αναρή ξερή και οι στρατιώτες περνούσαν και έπιαναν ένα κομμάτι ψωμί και ένα κομμάτι αναρή ο καθένας για να φάει.
ΝΧ: Οι Τούρκοι στρατιώτες;
ΘΓ: Οι Τούρκοι στρατιώτες. Τότε ένας στρατιώτης …έπιασε το ψωμί και την αναρή του, τον είδαμε ότι… κοίταζε να μην τον δει κανένας και ήρθε κοντά μας, εκεί που καθόμασταν μέσα στο…αυτοκίνητο, έκοψε ψωμί από το ψωμί του και ένα κομμάτι αναρή και το έδωσε στη θεία μου που καθόταν δίπλα μου με τα μωρά της. Της λέει με νοήματα «δώστα στα μωρά σου γιατί και εγώ στην Τουρκία έχω μωρά …και δεν θέλω πόλεμο»… Εκεί μας ρώτησαν και κάτι άλλο… Μας ρωτούσαν… «είστε του Γρίβα ή του Μακαρίου;» Και αμέσως ο παππούς μου μας έκανε νοήματα να μην πούμε ότι ήμασταν με το μέρος του Γρίβα αφού καταλάβαμε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελαν να ακούσουν. Οπότε εμείς είπαμε ότι ήμασταν του Μακαρίου. «Εντάξει», λέει ένας από τους Τούρκος στρατιώτες που μας ρώτησαν… Δεν ήθελαν…τέλος πάντων για πολιτικούς λόγους τον Γρίβα... Προχωρήσαμε, φύγαμε. Εν τω μεταξύ, μέχρι να φύγουμε από την Κερύνεια νύχτωσε. Προχωρούσαν τα λεωφορεία και δεν ξέραμε πού μας έπαιρναν... Άλλοι έλεγαν ότι μπορεί να μας πάρουν στον Άγιο Ιλαρίωνα, γιατί έξω από την Κερύνεια είχε δρόμο για να πας πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα. Λέγαμε θα μας πάρουν εκεί πάνω που δεν τους βλέπει κανένας και…θα μας σκοτώσουν. Προχωρούσαμε… Φτάσαμε έξω από το Κιόνελι όπως μάθαμε αργότερα. Το Κιόνελι ήταν τούρκικο χωριό... Στο Κιόνελι ήταν μόνο Τουρκοκύπριοι. Πριν το πόλεμο δεν μπορούσαμε να περνάμε από μέσα.
ΝΧ: Γιατί δεν περνούσατε; Απαγορευόταν;
ΘΓ: Ναι απαγορευόταν……Για να περάσεις να πας από την Κερύνεια στη Λευκωσία μέσω Κιόνελι …ήθελες 15 λεπτά, ενώ από την Κερύνεια στη Λευκωσία μέσω του κανονικού δρόμου ήθελες μια με μιάμιση ώρα….Κάθε πρωί η ώρα 6 και κάθε απόγευμα την ίδια ώρα υπήρχε το λεγόμενο ‘κονβόι’. Αν είχες δουλειές στη Λευκωσία ή κάτι το επείγον μπορούσες να πας μέσω Κιόνελι. Έμπαινες μέσα σε λεωφορεία και μπροστά και πίσω σε συνόδευαν τα Ηνωμένα Έθνη.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΘΓ: Ήταν οι μόνες ώρες που μπορούσες να περάσεις... 6 το πρωί και 6 το απόγευμα.
ΝΧ: Μάλιστα. Γιατί;
ΘΓ: …Από το ’63 έκλεισαν το δρόμο οι Τούρκοι και δεν ήθελαν να περνούν οι δικοί μας. Τους λόγους δεν τους ξέρω…πρέπει να διαβάσω τα γεγονότα του ’63 για να δω γιατί έκλεισε το Κιόνελι…

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Δεν ήθελαν να περνούν οι δικοί μας να βλέπουν τι…γινόταν, διότι ετοιμάζονταν για τον πόλεμο.

ΘΓ: Αυτό δεν το ξέρουμε.
ΝΧ: …Πιθανόν.
ΘΓ: …Όταν ήμουν 8 χρονών αρρώστησα πολύ σοβαρά και με πήραν στο νοσοκομείο της Κερύνειας. Ο γιατρός είχε πει «σχεδόν πέθανε. Τι μου την φέρατε εδώ... Είναι πολύ σοβαρά και πρέπει να πάει τώρα Λευκωσία»… Τηλεφώνησαν αμέσως και ήρθαν δύο αυτοκίνητα των Ηνωμένων Εθνών και στη… μέση μπήκε το ασθενοφόρο. Με μετάφεραν στις 8 το βράδυ στη Λευκωσία διαμέσου του συγκεκριμένου δρόμου. Αλλά οι γονείς μου δεν πήγαν μαζί μου. Πήγαν από τον κανονικό δρόμο.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΘΓ: …Φτάσαμε στο Κιόνελι. Έξω από το χωριό σε έναν ελαιώνα. Εν τω μεταξύ εκείνη τη νύχτα γίνονταν…μάχες και έριχναν φωτοβολίδες…Βγήκαμε έξω [από] το αυτοκίνητα [και] μαζευτήκαμε ο ένας δίπλα [από] τον άλλο…Εκεί φώναζαν, μιλούσαν και τους άκουγε ο παππούς μου. Μετά από λίγο βρέθηκε ένας Τουρκοκύπριος που ήξερε τον παππού μου. «Γιάννη!» του λέει «τι κάνεις;»… Του λέει [ο παππούς μου] «μας έφεραν εδώ. Τι θα μας κάνουν; Δεν ξέρεις;» Του λέει «θέλουν να σας σκοτώσουν. Άκουσαν ότι σκοτώνουν οι δικοί σας γυναικόπαιδα και θέλουν να σας σκοτώσουν. Αλλά μην φοβάσαι και εγώ δεν θα τους αφήσω».
ΝΧ: Αυτός ήταν Τούρκος;
ΘΓ: Τουρκοκύπριος [από] το Κιόνελι... Αλλά ήξερε τον παππού μου από πριν. Και του λέει…

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: [Ο πεθερός μου] δούλευε στα χωριά τους…

ΝΧ: Μπορούσε να μην τους αφήσει ο Τουρκοκύπριος; Είχε κάποιο αξίωμα;
ΘΓ: Ναι ήταν αξιωματικός… Είχε πάνω του αστέρες... Ήταν αξιωματικός….Συζητούσαν έντονα. Φαίνεται πως οι μισοί επέμεναν να μας σκοτώσουν και οι άλλοι μισοί επέμεναν πως δεν πρέπει και έτσι γινόταν μια…έντονη συζήτηση μεταξύ τους. Εμείς φοβόμασταν και παρακολουθούσαμε μόνο. Δεν ξέραμε αν ήταν τυχαίο αλλά μετά από πολλές ώρες συζήτησης βρέθηκε ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιος το ειδοποίησε. Μας είδαν τυχαίως; Ήταν λόγω των φωτοβολίδων; Τους ειδοποίησε ο Τουρκοκύπριος για να μας σώσουν; Δεν ξέρουμε τέλος πάντων πως ήρθαν τα Ηνωμένα Έθνη…. Άρχισαν τότε και συζητούσαν με τα Ηνωμένα Έθνη και στο τέλος πείστηκαν ότι δεν πρέπει να μας σκοτώσουν και μας να πάτε πίσω τώρα’. …Μάζεψαν όμως τους νέους των 17 και 18 χρόνων που ήταν μαζί μας και που δεν είχαν  πάει στον πόλεμο.
ΝΧ: Τα αγόρια δηλαδή…
ΘΓ: Ναι τα αγόρια…
ΝΧ: …που ήταν ανήλικα.
ΘΓ: Ναι, τα πήραν αιχμάλωτα στα Άδανα, αλλά μετά τα έφεραν όλα πίσω. Δεν χάθηκε κανένας… Μείναμε εμείς, τα γυναικόπαιδα, μπήκαμε ξανά στα αυτοκίνητα για να πάμε σιγά-σιγά πίσω…στο χωριό μας… Όταν φτάσαμε, το βράδυ, μαζευτήκαμε πάλι σε δύο σπίτια. Το πρωί ήρθε ο Τουρκοκύπριος για να μιλήσει στον παππού μου. Του λέει, «να πας τώρα να βγάλεις τα ρούχα που φοράνε οι γερόντισσες και να τα φορέσεις των κοριτσιών. Πρέπει να είναι μαζεμένες και να μην βγαίνουν έξω καθόλου. Διότι θα έχει Τούρκους απ’ έξω να σας περιπολούν. Εάν μπαίνουν μέσα στο σπίτι να πεις στις κοπέλες να σκύβουν κάτω, να μην σηκώνουν το κεφάλι τους πάνω, γιατί έχει κάποιους που δεν είναι εντάξει…και θα θέλουν να πιάσουν τις κοπέλες να τις βιάσουν. Επίσης, δεν πρέπει να μπουν να κάμουν μπάνιο. Μην τις αφήσεις» λέει στον παππού μου με αυστηρό ύφος. «Να τις προσέχεις». «Εντάξει», λέει ο παππούς μου. Μόλις έφυγε διέταξε τη γιαγιά μου και τις άλλες να φέρουν σάλια και παλιοφούστανα για να φορέσουν…
ΝΧ: Για να φαίνεστε γερόντισσες βασικά.
ΘΓ: Για να φαινόμαστε γερόντισσες… Μείναμε μέχρι τις... 6 του Χρυσοσώτηρου νομίζω...
ΝΧ: Αύγουστο δηλαδή…
ΘΓ: Ναι, μείναμε σπίτι... δεν βγαίναμε καθόλου. Τις νύχτες κοιμόμασταν οι μισές πάνω στα ψηλά κρεβάτια και οι άλλες από κάτω ή στις γωνιές. Μια-δυο νύχτες κοιμηθήκαμε έξω από το σπίτι, κάτω από τις φουντωτές λεμονιές του παππού μου. Έτσι δεν θα μας έβρισκαν οι Τούρκοι.
ΝΧ: …Πώς νιώθατε με αυτή την κατάσταση;
ΘΓ: …Ήμασταν πολύ τρομοκρατημένες, δεν μιλούσαμε και νομίζαμε ανά πάσα στιγμή ότι θα έρθουν ξανά να μας μαζέψουν και να μας σκοτώσουν. Δεν ξέραμε τίποτα, σαν…να μην είχαμε ζωή, ήμασταν σαν φυτά. Εκείνη τη μέρα…
ΝΧ: Αυτό διάρκεσε για δύο βδομάδες περίπου;
ΘΓ: …Τρεις βδομάδες.
ΝΧ: …Υπήρχε συνέχεια ο φόβος; Δηλαδή ως δεκατριάχρονη, ένιωθες ότι ήταν παιχνίδι; Ή είχες καταλάβει εξαρχής τι συνέβαινε;
ΘΓ: …Καταλάβαμε τη σοβαρότητα…της ζωής. Δεν μπορούσαμε να παίξουμε….Πριν τον πόλεμο ήμασταν όλες μαζί, με τις ξαδέρφες μου και παίζαμε, ενώ στον πόλεμο μας έβλεπες όλη μέρα με το σάλι, να ήμαστε η μια δίπλα από την άλλη και να περιμένουμε πότε θα μπουν οι Τούρκοι να μας πιάσουν…. Τρέμαμε στο κάθε βήμα που ακούγαμε... Τους βλέπαμε έξω από το παράθυρο που κυκλοφορούσαν γύρω… Μια-δυο φορές μπήκαν και σπίτι… Έκαναν πως μας μετρούσαν για να φέρουν φαΐ, αλλά όπως έλεγε και ο Τουρκοκύπριος του παππού μου, «μην τους ακούς, δεν θα φέρουν τίποτα. Γυρίζουν για να δουν αν έχει κοπέλες. Δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν. Άλλοι πολεμούν». Φαίνεται όμως ήταν και οι πρώτες μέρες του πολέμου που ακόμα… πολεμούσαν στη Λάπηθο, στον Καραβά και στα χωριά γύρω από την Κερύνεια γι’ αυτό δεν έπιασαν να βιάσουν καμιά κοπέλα…Σε άλλα χωριά όμως βίασαν επειδή ήταν πιο πολλή ησυχία.
ΝΧ: Οπότε δεν είχε γίνει κάτι σε σας. Δεν ακούσατε κάτι στην περιοχή σας ότι πείραξαν, βίασαν ή σκότωσαν κόσμο;
ΘΓ: Ακούσαμε κάτι για το Τριμίθι, αλλά δεν είδαμε ούτε ακούσαμε κάτι το συγκεκριμένο…
ΝΧ: Μου έλεγες ότι κρυβόσασταν κάτω από τα δέντρα όπου σας έβαζε ο παππούς σου.
ΘΓ: Ναι. Μετά δεν μας είπαν πάλι πότε θα φεύγαμε. Ήρθαν και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μας περικύκλωσαν και μας έβγαλαν έξω [από τα σπίτια] με τις κλωτσιές και μας έσπρωχναν με τα όπλα μέχρι να μπούμε στα φορτηγά [που είχαν φέρει]. Μπαίνοντας μέσα μας άρπαζαν…αυτή τη φορά ότι χρυσαφικό είχαμε πάνω μας. Εγώ είχα μια Παναγία, την οποία έκρυψα κάτω από τη γλώσσα μου. Έτσι είχα σκεφτεί και ήμουν η μόνη που έφερα κάτι από δω αφού κατάφερα να μην την δουν. Αλλά εμείς δεν ξέραμε ότι θα μας άφηναν ελεύθερους… Όταν κατευθυνθήκαμε πάλι προς το Κιόνελι λέγαμε ότι σίγουρα θα μας σκοτώσουν αυτή τη φορά… Νομίζαμε ότι πηγαίναμε για σφαγή. Πάλι φοβισμένοι προχωρούσαμε, μέχρι που σε μια στιγμή…όταν άλλαξε η περιοχή...σταμάτησαν τα αυτοκίνητα, μας κατέβασαν και μας έσπρωχναν να προχωρήσουμε. Αυτοί [οι Τούρκοι] έμεναν πίσω. Δεν …προχωρούσαν μαζί μας. Αναρωτιόμασταν γιατί δεν έρχονται μαζί μας. Λέει ο παππούς μου, «μάλλον θα μας πάρουν μπροστά για να μας σκοτώσουν όλους». Σε μια φάση, [καθώς] αναρωτιόμασταν και περπατούσαμε…ακούω τη θεία μου, η οποία δούλευε στη Λευκωσία και ήξερε τους τόπους καλύτερα, να λέει, «εδώ είναι το…Λήδρα Πάλας….εδώ είναι η πράσινη γραμμή!» Μέχρι να καλοσκεφτούμε…τι ήταν, βλέπουμε ελληνικές σημαίες πάνω σε σπίτια…και στρατιώτες μέσα σε φυλάκια. Άρχισαν να μας χειροκροτούν, κατέβηκαν κάτω, προχώρησαν και μας έπιασαν…. Όταν κοιτάξαμε πίσω, οι Τούρκοι δεν…προχωρούσαν αλλά έμειναν και τότε …καταλάβαμε ότι μας άφησαν ελεύθερους. Οι δικοί μας στρατιώτες…ειδοποίησαν την Πολιτική Άμυνα που ήρθε και μας ανέλαβε. Μας πήρε στο Αντωνάκης Μπαρ όπου μαγείρεψαν για εμάς... Εν τω μεταξύ, ακούγονταν διάφοροι ψίθυροι ότι οι Τούρκοι, σκότωσαν όλους στη Λάπηθο και ότι είχε γίνει μακελειό, γι’ αυτό κι εγώ νόμιζα ότι σκότωσαν και τους γονείς μου.…
ΝΧ: …οι γονείς σας ήταν στην Λάπηθο;
ΘΓ: Ναι.
ΝΧ: …και είχες πάει διακοπές…στο Κάρμι…
ΘΓ: Ναι. Και η μάνα μου νόμιζε ότι σκότωσαν εμένα. Έτσι της είχαν πει. Ότι…μας σκότωσαν… Όταν…μας άφησαν [ελεύθερους] οι Τούρκοι,… μας πήραν στο ορφανοτροφείο …που είναι πίσω από το ΑΠΟΕΛ σήμερα, η Διανέλλιος σχολή νομίζω… Πριν τον πόλεμο πήραν τους μισούς από εμάς στο ορφανοτροφείο και τους άλλους μισούς κάπου αλλού… Και θυμούμαι μας έφεραν να φάμε και μας έδωσαν ρούχα καθαρά να κάνουμε μπάνιο … Εγώ είχα καθήσει έξω στα … σκαλιά του ορφανοτροφείου και δεν ήθελα ούτε να φάω ούτε να κάνω μπάνιο. Τους έλεγα ότι «εγώ ήρθα από δω αλλά οι γονείς μου σκοτώθηκαν, δεν έχω μητέρα, δεν έχω πατέρα και θα φάω; Ούτε μπάνιο θέλω ούτε ρούχα» … και καθόμουν πάνω στα σκαλιά …λυπημένη… [μέχρι που] ήρθε η μάνα μου η οποία είχε ακούσει [το βράδυ] ότι…άφησαν αιχμαλώτους, αλλά δεν άκουσε καλά γιατί… έμεναν στη Μόρφου και δεν είχαν τηλεόραση. [Τελικά] της το επιβεβαίωσε μια γειτόνισσα η οποία είχε τηλεόραση… Ήθελε να την πάρει ο μπαμπάς μου για να ρωτήσει, αλλά αυτός δεν ήθελε να πηγαίνει να μαθαίνει νέα και να κλαίει η μάνα μου και της έλεγε «όχι δεν θα σε πάρω πουθενά». Έπιασε κάποιο γείτονα η μάμα μου… Είναι σωστό; ... Ποιος σε πήρε; [απευθύνεται στη μητέρα της]

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Μα όταν ήρθαμε στο ορφανοτροφείο;

ΘΓ: Ναι όταν ήρθες ορφανοτροφείο ήσουν με τον μπαμπά μου;
Γλυκού: Με τον μπαμπά σου ήρθα.
ΘΓ: Νόμιζα ότι δεν είχε έρθει. Η μάνα μου πήγε να ρωτήσει στην πράσινη γραμμή τους στρατιώτες. «Γιε μου» λέει σε κάποιον. «Άφησαν αιχμαλώτους εψές. Έμαθες που τους πήραν, από πού είναι;» Και όταν της είπε ο… στρατιώτης … «ναι είναι …[από] το Κάρμι» η μάνα μου σχεδόν λιποθύμησε … «Και που τους πήρατε;» τον ρώτησε. Της λέει «μπες μπροστά στο αυτοκίνητο να πάμε να σου δείξω». Και ήρθε στο ορφανοτροφείο και με βρήκε πάνω στα σκαλιά που καθόμουν και συναντηθήκαμε για πρώτη φορά μετά που νομίζαμε ο ένας για τον άλλο ότι [παύση με γέλιο] μας σκότωσαν…
ΝΧ: Δηλαδή ήταν η πρώτη σου μέρα στο ορφανοτροφείο όταν τους συνάντησες; Πώς αισθάνθηκες;
ΘΓ: Ναι, την πρώτη μέρα. Χάρηκα, γιατί βρήκα τους γονείς μου.
ΝΧ: Δεν έμεινες περισσότερες μέρες εκεί;
ΘΓ: Όχι δεν έμεινα…
ΝΧ: Πες μου τώρα, ήξερες γιατί έγινε η εισβολή το ’74;
ΘΓ: …Τότε …λίγα πράγματα, τώρα [όμως] ξέρω [γελά].
ΝΧ: …Τι γνώριζες τότε; … Ότι ξαφνικά ήρθαν οι Τούρκοι;
ΘΓ: Ναι… Δεν θυμούμαι... Κοίταξε…άκουγα τον παππού μου που έλεγε θα έρθουν [οι Τούρκοι] όταν έγινε το πραξικόπημα [και] συζητούσαμε γιατί έγινε το πραξικόπημα… Ο παππούς μου μας έλεγε ότι … με τους Τούρκους περνούσαμε μια χαρά, αλλά τους ξεσηκώσαμε εμείς οι ίδιοι. Τον ρωτούσα γιατί τους ξεσηκώσαμε και μου έλεγε…ότι τους σκότωναν σε κάτι γεγονότα που έγιναν στην Κοφίνου… Στον πόλεμο του ’40 είχε και Τουρκοκύπριους που πήγαν να πολεμήσουν με τους Κύπριους … και σκοτώθηκαν πάρα πολλοί Τουρκοκύπριοι.
ΝΧ: Στον Δεύτερο Παγκόσμιο;
ΘΓ: Ναι, το ’40. Μου είπε ότι μπήκαν πάρα πολλοί στα πλοία και πήγαν να πολεμήσουν…εναντίον των Γερμανών και…πάλι πολλοί έμειναν στα βουνά … και σκοτώθηκαν… Έλεγε ότι περνούσαν καλά, αλλά μετά το ’50-’55 ο Γρίβας τους ξεχώρισε όταν ήρθε να ξεκινήσει τον αγώνα εναντίων των Άγγλων, τους είπε ότι δεν τους θέλει, ήταν βασικά εναντίον τους. Οι Τουρκοκύπριοι βρήκαν τον Ντενκτάς και τους Εγγλέζους [για προστασία] και … τους καθοδήγησαν να κάνουν την ΤΜΤ…
ΝΧ: Οπότε εσύ μέσα στο φορτηγό που σας ρωτούσαν Γρίβας ή Μακάριος ήξερες γιατί ρωτούσαν, είχες μια κάποια ιδέα.
ΘΓ: Ναι, είχα κάποια ιδέα… Γιατί είχε μεσολαβήσει μια βδομάδα βασικά. Δηλαδή πριν από αυτή την εβδομάδα δεν ξέραμε πράματα. Ακούγαμε ότι η ΕΟΚΑ Β’ σκότωναν…ανατίναζαν σταθμούς, αλλά ήμασταν μωρά, μέσα στο παιχνίδι, δεν ξέραμε πολλά πράματα. Ούτε συζητούσαμε στα σχολεία [τέτοια] πράματα, ούτε πολιτικά συζητούσαν οι γονείς μας ή περί κομμάτων… Αυτά τα έμαθα…
ΝΧ: Αφού έγινε το πραξικόπημα, δηλαδή, πλέον;
ΘΓ: Μεγαλώσαμε μέσα σε μια βδομάδα δηλαδή.
ΝΧ: Από το πραξικόπημα βασικά ως την εισβολή.
ΘΓ: …Εγώ ήμουν στο Κάρμι όταν έγινε και το πραξικόπημα. Την Τετάρτη ήρθε ο πατέρας μου και με έφερε πίσω. Και την Πέμπτη εγώ έκλαιγα. Ήρθε η θεία μου … να πιάσει τον μπαμπά μου [για] να πάνε να ρωτήσουν για κάποιον με τον οποίο τότε αυτή αγαπιόταν. Είχε δεσμό με [έναν που] ήταν στη φρουρά του Μακαρίου… Όταν έμαθαν στην επιστροφή εγώ έκλαια [και ήθελα] να πάω πίσω στο χωριό… Ο πατέρας μου δεν με άφηνε, εγώ έκλαιγα αλλά η θεία μου [έλεγε], «άφησέ την, δεν έχει τίποτα πλέον, τέλειωσε το πραξικόπημα, ότι ήταν να κάνουν [το] έκαμαν» και [τότε εγώ] πήγα πίσω. [Με το που] πήγα ο παππούς μου λέει, «δεν έπρεπε να έρθεις. Θα γίνει πόλεμος κόρη μου και θα είσαι εδώ πάνω και δεν θα είσαι με τη μάνα σου και τον μπαμπά σου». «Γιατί παππού θα γίνει πόλεμος;» τον ρωτούσα εγώ. «Θα έρθουν οι Τούρκοι … έψαχναν ευκαιρία και την βρήκαν πλέον. Ανοίξαμε την πόρτα [και] θα έρθουν», μου έλεγε. [Όλα αυτά τα] έμαθα μέσα σε μια βδομάδα.
ΝΧ: Τα αδέρφια σου; Είχες αδέρφια;
ΘΓ: Ναι τρία. Ήταν με την μάνα μου.
ΝΧ: Ήσουν μόνο εσύ στο Κάρμι, λοιπόν;
ΘΓ: Ναι, ήταν και πιο μικροί μου.
ΝΧ: …Ήσουν μακριά [από] τους γονείς σου. Αγωνιούσες; Μπορείς να μου δώσεις [μια] εικόνα για το πώς ένιωθες;
ΘΓ: …Φοβόμουν για τη ζωή μου, αλλά από την άλλη έκλαιγα γιατί τάχα είχα την ιδέα ότι σκότωσαν τους γονείς μου. Γιατί από την πρώτη μέρα που βγήκαμε πάνω στο βουνό και έρχονταν από κάτω άλλοι κάτοικοι, έλεγαν ότι γίνεται μακελειό [και τους] σκότωσαν όλους στη Λάπηθο, στον Καραβά…[και, ξέρεις,] τα έκανε τραγικά ο κόσμος. Η ιστορία με τις σπηλιές στην Λάπηθο, αν την έχεις ακούσει.
ΝΧ: …Αυτή η εμπειρία στην αιχμαλωσία τι σου άφησε; Εννοώ τι σε δίδαξε; Μιλάς στα παιδιά σου; Πόσα παιδιά έχεις;
ΘΓ: Τέσσερις. Τους μιλώ… Και πληγώνεσαι κάθε μέρα που είσαι πρόσφυγας, ειδικά όταν σου πουν και κανένα λόγο οι απ’ εδώ [οι μη πρόσφυγες]. Γράψε τα [γελά]. Σε πληγώνουν. Άμα ακούσεις και κανέναν να λέει ας πούμε ότι, «εσείς οι πρόσφυγες καλά την έχετε, πήρατε και λεφτά από την κυβέρνηση …ή…πήρατε το ένα πήρατε το άλλο», τότε εκεί είναι σαν να σου καρφώνουν μαχαίρι. Η ζωή σου…συνδέεται με…τα καλύτερα σου χρόνια. Γιατί όταν είσαι 13 χρόνων εκεί που ζείς ανέμελα έρχονται τα δύσκολα [και τότε] ωριμάζεις πιο γρήγορα. Δηλαδή δεν περάσαμε παιδικά χρόνια. Μπήκαμε αμέσως στην ώριμη ζωή. Περισσότερο πληγώνομαι από αυτό. Για το ότι μας κατηγορούν δηλαδή, ότι τάχα πήγαμε πίσω [αφού άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003] και έμεινε η βοήθεια που πήραμε. Κι εγώ τους λέω, «όταν πάμε πίσω, ναι, δεν θα είμαστε πρόσφυγες. Τώρα είμαστε πρόσφυγες ακόμα».
ΝΧ: Οπότε μιλάς είπες στα παιδιά σου για την εισβολή; Θέλουν να ακούσουν;
ΘΓ: Ακούνε, ναι. Έχω ένα βαφτιστικό…. Αυτός μαζεύει τα πάντα και ξέρει να απαντήσει…
ΝΧ: Πως ήταν τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν επιστρέψατε στις ελεύθερες περιοχές;
ΘΓ: Όταν μας άφησαν ελεύθερους, πήγα με τη μαμά μου στη Μόρφου, ζήσαμε λίγες μέρες εκεί και έγινε η δεύτερη εισβολή. Πάλι…πήγα στην προσφυγιά, δηλαδή πήγα και έζησα την άλλη ζωή… Μπήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο αδειανό, που δεν είχε τίποτα μέσα. Έρχονταν οι γείτονες να μας φέρουν το πρωί και το μεσημέρι να φάμε... Μετά έγινε η δεύτερη εισβολή και ξεκινήσαμε πάλι περιπέτεια μέσα στο αυτοκίνητο… Οδηγούσε η θεία μου, η οποία δεν είχε αυτοκίνητο και ήμασταν δεκαέξι άτομα…μέσα σε ένα αυτοκίνητο πίσω και μπροστά… Θυμάμαι ότι…τα αδέρφια μου κάθονταν μαζί με τους δύο … γιούς της θείας μου πάνω στην πόρτα του παράθυρου και από πάνω το αυτοκίνητό μας είχε σκάλα, ήταν παλιό μοντέλο… Οπότε κρατούσαν από πάνω με ανοιχτό το παράθυρο…και πηγαίναμε. Δεκαέξι άτομα μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Αυτό το λέω συχνά στα παιδιά μου. Στον δρόμο … μας σταμάτησε ένας στρατιώτης. Εν τω μεταξύ φεύγοντας από την Μόρφου πήγαμε προς το Μιτσερό. [Μπήκαμε στα] βουνά. [Τότε] έφευγε ο Μητροπολίτης Μόρφου με μια Μερσεντές μαύρη μαζί με τη συνοδεία του, [άλλες] δυο-τρεις Μερσεντές. Τα αεροπλάνα τον είδαν και άρχισαν να τους ρίχνουν βόμβες… Έπεφταν από κει και από δω λες και τις έριχνε … ένα χέρι και τις έβαζε έτσι ώστε να μην πέφτουν πάνω μας… Όταν τέλος πάντων κάναμε κάμποση απόσταση και φτάσαμε βρίσκουμε ένα δικό μας στρατιώτη με το όπλο... «Τι είναι γιέ μου;» του λέει ο παππούς μου. Του λέει, «πρέπει να πάρω το αυτοκίνητό σου για να [μεταφέρω] ένα μήνυμα…στον ταγματάρχη μου. Λέει ο παππούς μου, «γιε μου [κι εμείς] που να μείνουμε; Ή θα με πάρετε ή θα πάρω εγώ το αυτοκίνητο». Και γύριζε το όπλο πάνω του. Του λέει ο μπαμπάς μου, «που να σε βάλουμε;» «Δεν ξέρω», λέει ο στρατιώτης. Και του λέει η μάνα μου, «έλα και συ γιε μου». Και βάλαμε και τον στρατιώτη μέσα και το όπλο από πάνω…

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: …Κρατούσε το όπλο και καθόταν πάνω στα γόνατά μου.

ΘΓ: Τώρα ήμασταν δεκαεφτά άτομα με τον στρατιώτη. Φτάσαμε στο Μιτσερό… Κατεβήκαμε, βρήκαμε ένα σπίτι με ένα δωμάτιο και ξαπλώσαμε τη νύχτα, αλλά δεν κοιμήθηκε κανένας. Ήμασταν πάρα πολλοί και δεν μας χωρούσε χάμω και αναγκαστήκαμε να κάτσουμε… Έκλαιγαν τα μωρά. Μόλις ξημέρωσε, ο μπαμπάς μου είπε να φύγουμε πάλι… Πήγαμε στον Άγιο Γιάννη του Αγρού, μπήκαμε μέσα στο δημοτικό, είχε και άλλο κόσμο [εκεί], μπήκαμε…στις τάξεις, ήρθαν οι χωριανοί, μας έφεραν κουβέρτες, φαί … και ευτυχώς ένα ράδιο… Ακούγαμε…συνέχεια μηνύματα του Ερυθρού Σταυρού «ο τάδε αναζητά την τάδε» κλπ. Η μαμά μου είχε μια αδερφότεχνη [ανιψιά], κόρη της θείας μου που ήταν μαζί μας, και ήταν παντρεμένη στη Λεμεσό πριν τον πόλεμο. Όταν ακούσαμε ότι, «η Δώρα Κουτσούδι ζητά να μάθει αν…οι…συγγενείς της είναι ζωντανοί, να επικοινωνήσουν μαζί της», ξεκινήσαμε και πάλι να πάμε Λεμεσό… Ήταν πρωί και δεν είχαμε προλάβει να φάμε τίποτα. Στον Άγιο Γιάννη, σε μια στροφή είχε κάμποσες συκιές. Οι μικροί πεινούσαν, τα αδέρφια μου, τα μωρά της θείας μου. «Σταμάτα εδώ, θείε, μήπως και έχει σύκα να φάμε» του λένε. Σταμάτησε και πήγε να δει αν είχε σύκα πάνω. Μόλις είδε ότι έχει ήταν σαν να είπε ότι [βρήκε] το μάννα του ουρανού. Τρέξαμε όλοι να κόψουμε σύκα να φάμε, … ήπιαμε και νερό που έτρεχε [από] κάτω και ήρθαμε σιγά, σιγά Λεμεσό… Πήγαμε σπίτι αυτής της ξαδέρφης μου και εκεί μείναμε μια βδομάδα όλοι μαζί…

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Μας έδωσαν έναν καφενέ…

ΘΓ: Ήταν ένα άδειο καφενείο και μας το έδωσαν. Από πίσω είχε ένα μικρό δωμάτιο. Μας πρότειναν να μένουμε πίσω και μπροστά να το κάναμε καφενείο. Λέει, η μάνα μου, σε ένα γείτονα που ήταν εκεί, «μα, γιε μου, δεν έχουμε κρεβάτι να ξαπλώσουμε, δεν έχουμε πιρούνια να φάμε πώς θα κάνουμε καφενείο;» «Θα σας βοηθήσω», της λέει. Μας βοήθησαν. Δεν έχουμε παράπονο από τους Αγιονικολαήτες, ήταν πολύ καλά πλάσματα. Πήρε λοιπόν, [ο γείτονας] το αυτοκίνητό του και πήγε στους συγγενείς και τους φίλους του. Μέχρι να βραδιάσει μας έφερε καρέκλες, τραπέζια, πιρούνια, πιάτα [και ότι άλλο] φανταστείς. «Να το κάνετε καφενείο», μας είπε, «Και αύριο θα πάω [στο] αμπέλι [μου] να κόψω και να έρθετε να [με] βοηθήσετε καμιά βδομάδα, να σας δώσω λεφτά και να αγοράσετε τα πρώτα υλικά». Έτσι και έγινε. Μας έπαιρνε, η μάνα μου έκοβε…[και αυτός] περνούσε και έκοβε [από] τη δική μας σειρά για να δείχνει ότι κόβαμε και εμείς. Πληρωθήκαμε και κάναμε το καφενείο. Μείναμε χρόνια στον Άγιο Νικόλα και ύστερα ήρθαμε στο συνοικισμό.
ΝΧ: Και πώς ήταν η συμπεριφορά του κόσμου όταν ήσασταν πρόσφυγες; Αντιμετωπίσατε διακρίσεις;
ΘΓ: …Στον Άγιο Νικόλα όχι. Ήταν πολύ καλός ο κόσμος. Μετά…ζήσαμε έτσι……

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Και στο Αρκάκι [Αργάκι, Μόρφου] … όταν ήμασταν για δεκαπέντε μέρες στην πρώτη εισβολή μας έφερναν τρόφιμα, όπως χαλλούμια, και δεν είχαμε χώρο να τα βάλουμε. Τρώγαμε για δύο μήνες στη Λεμεσό. Έρχονταν [και] μας μετρούσαν πόσα άτομα είμαστε ... για να μας φέρουν τρείς όρνιθες ή κρέας για παράδειγμα να μαγειρέψουμε να φάμε.
ΝΧ: …Ήταν εκείνη η περίοδος πριν γίνει η δεύτερη εισβολή;
ΓΓ: Ναι, στην πρώτη εισβολή.

ΘΓ: …Ύστερα στη Λεμεσό … αναλόγως βρήκαμε καλά πλάσματα.
ΝΧ: Είχατε βοήθεια; Υπήρχε συσσίτιο στο σχολείο; Πώς ήταν; Πήγες γυμνάσιο μετά;
ΘΓ: Όχι, δεν είχαμε. Μας έδιναν όμως τρόφιμα… Πηγαίναμε και παίρναμε κάθε μήνα νομίζω.
ΝΧ: Υπάρχει κάτι τελευταίο, κάτι σημαντικό που θέλεις να μου πεις πριν κλείσουμε; Τι περιμένεις να γίνει τώρα;
ΘΓ: Να γίνει…ομοσπονδία. Ας πούμε να έχουμε τους τόπους μας, να μπορώ αν θέλω να πάω να ζήσω ... και δεν θα με πείραζε αν [ζούσαν] δίπλα μου Τουρκοκύπριοι. Φτάνει όμως να μην ξεσηκωνόμαστε κάθε τόσο..., να μην αφήνουμε τέλος πάντων μια μερίδα δική τους, [για παράδειγμα] τους γκρίζους λύκους και μια μερίδα [δική μας], τους ΕΛΑΜ…να ξεσηκώνουν και να ανακατεύουν τα χώματα…
ΝΧ: Να φύγουν, να εξαφανιστούν, να μην υπάρχουν εννοείς; Τι ακριβώς είναι η ‘ομοσπονδία’;
ΘΓ: …Η ομοσπονδία είναι… [για παράδειγμα] να υπάρχουν χώροι που να διοικούνται εξολοκλήρου από Τουρκοκύπριους, και χώροι που [να διοικούνται από] δικούς μας, αλλά να είσαι ελεύθερος να ζήσεις εκεί που θες… Αν θέλω τόσο πολύ να πάω να ζήσω στην Λάπηθο ... να μπορώ να κάνω την ανταλλαγή με την περιουσία μου τέλος πάντων. Να τους δώσω κάτι και να μου δώσουν και [αυτοί]. Τότε, ναι, θα πάω να ζήσω εκεί… Δεν θα με πείραζε να διοικείται η Κερύνεια [από] Τουρκοκύπριο… Δεν μπορώ να πω ότι έχουμε και τους καλύτερους πολιτικούς……Είναι πιο έξυπνοι μόνο σε ορισμένα θέματα. Τους βλέπεις [πως είναι]… Αυτούς τους φοβάμαι. Δεν θέλω ρεζιλίκια.
ΝΧ: Όχι φανατισμένους.
ΘΓ: Όχι φανατισμένους. Και αν θα διοικήσουν και θα βγάλουν έναν πρόεδρο από το κόμμα [αυτό]…θα ζήσεις ειρηνικά; Δεν θα ζήσεις. Ή και το αντίθετο, με εμάς. Αν βγει ένας από δω και πρώτη Απρίλη θυμηθεί και [αρχίσει να κάνει φασαρίες] από κει και ξεκινήσουν πάλι;

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Το παν είναι να μην γινόταν…

ΝΧ: Δεν θέλεις να δείχνεις διαβατήριο να περνάς.
ΘΓ: Όχι. Δεν θέλω διχοτόμηση. Θέλω ομοσπονδία… κακά τα ψέματα. Κάναμε παιδιά. Δεν θα θέλει κανένας να πάει από κει. Όμως εκείνος που θέλει, να έχει τουλάχιστον το δικαίωμα να μπορεί να πάει. Δεν θα ήθελα όμως να είναι Τούρκος αυτός που διοικεί, [αλλά Τουρκοκύπριος, όπως είπα και πριν]… Ενώ μια διχοτόμηση είναι σαν να ξεχνάς τα πάντα. Τέλειωσε. Είναι Τουρκία από εκεί και πέρα... Δεν είναι δικός σου τόπος…
ΝΧ: Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο. Όταν ήσουν μαθήτρια, αυτή η αλλαγή στη ζωή σου που ξαφνικά βρέθηκες σε ένα άλλο τόπο, σε ένα νέο σχολείο και προφανώς χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, πώς σε έκανε να νιώθεις; Ένιωθες κατωτερότητα, υποτιμητικά;
ΘΓ: Ναι, ειδικά στο σχολείο που πήγα … δεν είχε πολλούς πρόσφυγες. Δηλαδή ήταν μετρημένοι πάνω στα δάχτυλα… Στο Λανίτειο που ήταν τα πλουσιόπαιδα της Λεμεσού… ένιωθα εντάξει τον πρώτο καιρό όμως ύστερα … δεν ήταν πολύ καλές οι συμμαθήτριες μου και έτσι δεν έμαθα [να] είμαι μαζί τους.

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Περνούσαμε καλά...

ΘΓ: Περάσαμε καλά ύστερα. Δεν είχα πρόβλημα. Και οι φίλες μου που έκανα… είναι Λεμεσιανές [και από] τότε τις έχω ακόμα. Θέλω να σου πω οι καλές μου οι φιλενάδες είναι Λεμεσιανές δεν είναι πρόσφυγες και ακόμα…υπάρχει φιλία.

-Παρέμβαση από μητέρα, κ. Γλυκερία: Τον καιρό που ήμασταν στον Άγιο Νικόλα εμείς μας έλεγαν, «δεν βρήκατε άλλο τόπο να πάτε και πήγατε στον Άγιο Νικόλα;» Και όμως περάσαμε πάρα πολύ [καλά], μας βοήθησαν πολύ… Λέει και η Δώρα από τότε πέρασαν τόσα χρόνια και έρχονται οι γειτόνισσές μας ακόμη εδώ πάνω να μας δουν και πάμε [και] εμείς να τους δούμε στον Άγιο Νικόλα. Και όχι μόνο εδώ, αλλά όπου περπατήσαμε. Εικοσιπέντε χρόνια δούλεψα στις βάσεις με τους Άγγλους… Σταμάτησα [όταν] συνταξιοδοτήθηκα, [και τότε είχε] φέρει [ένα] βιβλίο ο Άγγλος που έγραφαν μέσα και το άνοιξε και τους λέει, «εικοσιπέντε χρόνια αυτή η γυναίκα [ήταν εδώ] και δεν έχω γράψει τίποτα μέσα σε αυτό το βιβλίο». Μου έκαναν πάρτι, μου έδωσαν χρυσό ρολόι ... και μέχρι τώρα…έρχονται και με βλέπουν… Πήγα σπίτι του στρατηγού και δούλευα ένα μήνα και οι άλλες που ήταν χρόνια κοντά του μου έλεγαν, «μα … δεν φοβάσαι; Και του μιλάς;» «Γιατί να φοβηθώ να του μιλήσω», τους λέω; «Έρχομαι και του δουλεύω και τι θα πάθω αν του μιλήσω;» Και πώς τους μιλούσα;… Δεν ήξερα να τους τα πω. Αφού ήρθε μια μέρα ο στρατηγός και του είπα «you refυgees» αντί να του πω ότι εγώ είμαι πρόσφυγας. Μου λέει εκείνος, «no, you refυgees, όχι εγώ» [γελά].
ΝΧ: [γελά].
ΓΓ: Οι άλλες φοβούνταν. Εγώ τους έκανα όλους φίλους [μου].

ΝΧ: Δώρα πες μου, ποιο είναι το πιο μεγάλο μάθημα σου από όλη αυτή την ιστορία; Έμαθες κάτι που σε έκανε να προσέχεις πλέον στη ζωή σου;
ΘΓ: Εκείνο που έπαθα δυστυχώς δεν μπορώ να το διορθώσω [από] μόνη μου. Ότι είμαστε ανώριμοι οι Κύπριοι, ότι…ως λαός…δεν μαθαίνουμε τίποτα [από] τα λάθη μας. Συνεχίζουμε να κάνουμε τα ίδια [παύση με γέλιο]. Έμαθα ότι με τα συνεχόμενα λάθη μας και με το μυαλό που κουβαλούμε … καταστρέφουμε και ξεπουλούμε τον τόπο μας…
ΝΧ: Προσπαθείς να διδάξεις με κάποιο τρόπο στα παιδιά σου αυτό το μάθημα;
ΘΓ: Τα παιδιά μου... Μόνο αυτά μπορούν να αλλάξουν κάτι…

ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ Συζήτηση με ερευνήτρια ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
ΘΓ: Εσύ έχεις πάει από κει;
ΝΧ: Πήγα τρεις φορές με τον πατέρα μου και τον θείο μου τον Γιώργο…Πήγα και μια-δυο φορές …μόνη μου, μαζί με φίλους που είχαν έρθει από Αμερική. Ήθελαν να παν, ήθελα και εγώ να τους δείξω.
ΘΓ: Εσύ που είσαι μέσα στα…πράγματα καλύτερα τι λες; Θα πάμε πίσω;
ΝΧ: …Δεν νομίζω…δεν ξέρω…Αυξήθηκε τόσο ο πληθυσμός από κει και δεν νομίζω να έχουν τέτοιο σχέδιο. Δηλαδή χτίζουν συνέχεια, κάνουν δρόμους και γέφυρες. Θα φύγουν να τα αφήσουν για να πάμε να τα βρούμε εμείς; Είχα πάει προχτές για να κάμω μια συνέντευξη.
ΘΓ: Έχεις κάνει συνέντευξη σε Τουρκοκύπριους;
ΝΧ: Ναι. Πήγα στο σπίτι της μαμάς μου για να μιλήσω με την γυναίκα που μένει τώρα εκεί και … με απείλησε ότι θα με βάλει φυλακή εάν … μάθει ότι συνεχίζω να κάνω την έρευνα μου...
ΘΓ: Γιατί;
ΝΧ: Δεν της άρεσε…μου λέει ότι είμαι παράνομη που κάνω αυτή την έρευνα…
ΘΓ: Πότε ήταν αυτό;…
ΝΧ: Πριν μια βδομάδα.
ΓΓ: Το σπίτι της μαμάς σου ήταν καλό;
ΝΧ: Ναι…το έχει μια Τουρκοκύπρια που πρέπει να…έχει πολλά λεφτά. Πρέπει να έχει ψηλή θέση κάπου, κάτι να είναι. Το έκανε να μοιάζει σαν φρούριο βασικά. Έχτισε πίσω και από πάνω της κόρης της, το έκλεισε με δυο-τρία κάγκελα για να μην μπορεί κάποιος να μπει εύκολα στο σπίτι.
ΘΓ: Μπορεί να φοβάται.
ΓΓ: Πρέπει να ήταν αξιωματικός ο άντρας της...
ΝΧ: Πάντως ο άντρας της μου είπε ότι πέθανε από μαράζι και ο γιός της ότι σκοτώθηκε σε δυστύχημα πριν πολλά χρόνια. Όμως από την άλλη μπορεί να λέει ψέματα; Ίσως και να τους σκότωσαν...; Αυτή είναι μπλεγμένη στην πολιτική. Μου το είπε η ίδια ότι ασχολείται με την πολιτική. Αλλά δεν μου εξήγησε.
ΘΓ: Μήπως είναι στους γκρίζους λύκους;
ΝΧ: Δεν ξέρω. Πάντως, μετά από μισή ώρα περίπου που μου έδειχνε το σπίτι και έλεγε για τη ζωή της, μόλις της είπα ποια είμαι και γιατί πήγα κατευθείαν άλλαξε εντελώς στάση και συμπεριφορά… Σήκωσε το τηλέφωνο και μου λέει, «τώρα… μπορώ να τηλεφωνήσω στην αστυνομία. Αν δεν ήξερα ποια είσαι κι αν δεν σε συμπαθούσα … θα έρχονταν να σε βάλουν φυλακή», μου λέει και συνεχίζει, «σε συμβουλεύω λοιπόν...» Το ίδιο με απείλησε και η κόρη της. Ήταν πάρα πολύ θυμωμένη και φεύγοντας μου λέει, «αν ακούσω ότι συνεχίζεις την έρευνα για το 1974 θα σε βάλουμε φυλακή. Παρόλ’ αυτά όμως πήγα μετά και έκανα συνέντευξη μιας άλλης Τουρκοκύπριας και ήταν μια χαρά… Μου μίλησε κανονικά.
ΘΓ: …Δεν φοβήθηκες;
ΝΧ: Φοβόμουν, αλλά μετά [ήταν] εντάξει. Μου πέρασε. Αργότερα για τις υπόλοιπες συνεντεύξεις που έκανα στα κατεχόμενα πήγαινα μόνο σε απόσταση που μπορούσα να διανήσω με τα πόδια. Είχα πει ότι πλέον δεν θα ξαναπάω μακριά, δεν θα οδηγήσω να πάω κάπου… Για να την βρω αυτή την Τουρκοκύπρια … της είχα μιλήσει από πιο πριν. Γνώριζε τι κάνω. Περπάτησα από τη Λήδρας… και τη συνάντησα στη δουλειά της… Δεν πήγαμε κάπου μακριά με το αυτοκίνητο…