ORAL HISTORY ARCHIVE

Name (Ονοματεπώνυμο): Giorkadji Glykeria (Glykou) / Γιωρκάτζη Γλυκερία (Γλυκού)
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Νικολέττα Χριστοδούλου: Μένατε στην Λάπηθο εσείς;
Γλυκερία Γιωρκάτζη: Ναι, μέναμε δίπλα από το σπίτι της Μαρίτσας.
ΝΧ: Είχατε στείλει την κόρη σας για διακοπές στο Κάρμι και έτυχε … εκείνες τις μέρες…να γίνουν όλα αυτά...
ΓΓ: Ναι.. Την πήραν οι κουνιάδες μου….Τη μέρα που πήγα και την βρήκα στα σκαλιά [του ορφανοτροφείου]…η κουνιάδα μου ήταν πάνω στο μπαλκόνι [του ορφανοτροφείου]. Και μόλις μας είδε, όταν κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, στην αυλή του ορφανοτροφείου, κατέβηκε τρέχοντας και φωνάζοντας, ταυτόχρονα, «εγώ φταίω, εγώ φταίω που έφερα την κόρη σου στο Κάρμι, εγώ φταίω αλλά σου την έφερα σώα, όπως την πήρα...» μου έλεγε κλαίγοντας… Δούλευε στο Υπουργείο Εργασίας και ερχόταν και την έπαιρνε εκεί πάνω [στο χωριό] .
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Ο πεθερός μου …δούλευε στα Τούρκικα χωριά……και έπαιρνε και τον άντρα μου μαζί του. Ήταν αξιαγάπητος [ο πεθερός μου] και είχε πολλούς φίλους Τούρκους. Κάθε Πάσχα έσφαζαν ολόκληρο ρίφι και μας το έφερναν να το μαγειρέψουμε……Επίσης, μας έφερναν μεγάλα τυριά για να κάνουμε φλαούνες. Τους έδινε και αυτούς… Ο πεθερός μου ήταν η αιτία που σώθηκαν όλες αυτές… [Τότε] που πήραν τον Άγιο Ιλαρίωνα οι Τούρκοι πήγε έξω από το χωριό να φέρει ξύλα και τον έπιασαν οι Τούρκοι, τον έδειραν και του πήραν το ρολόι και τα λεφτά του. Άφησαν τον γάιδαρό του εκεί και τον ίδιο πήραν στον Άγιο Ιλαρίωνα, κτυπημένο με τα σαγόνια του σπασμένα [και] το αφτί του… Εκεί πάνω βρέθηκε πάλι ένας δικός του, γνωστός του Τούρκος και διέταξε τους  ίδιους τους Τούρκους να πάνε να τον πάρουν εκεί που τον βρήκαν… «Και να του δώσετε πίσω αυτά που του πήρατε, τα λεφτά του, το ρολόι του, ότι του αρπάξατε», τους είπε… Τους έβαλε μπρος και τον οδήγησαν εκεί που τον έπιασαν, του έδωσαν πίσω αυτά που του πήραν και έφυγε… Έκανε τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ, ο Τούρκος γνωστός του τιμώρησε τους στρατιώτες αυτούς που τον έδειραν γιατί αγαπούσε πολύ τον πεθερό μου… Η ζημιά είχε γίνει όμως γιατί αυτοί δεν ήξεραν ποιός ήταν… Ο πεθερός μου έκαμε 9 χρόνια στο πόλεμο με τους Γερμανούς και ήξερε από πόλεμο.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Και προφύλαγε τις κόρες του και την Δώρα [την Θεοδώρα]...
ΝΧ: …Ήταν στο Δεύτερο Παγκόσμιο δηλαδή;
ΓΓ: Ναι.
ΝΧ: …Σε ποια χώρα πολέμησε;
Γλυκού: Δεν θυμούμαι, δεν ξέρω.
ΝΧ: 9 χρόνια.
ΓΓ: Ναι. 9 χρόνια... Έκανε τρία παιδιά. Τον άντρα μου, τον Δημήτρη και την Ξένια και μετά πήγε στον πόλεμο……Και ήρθε από τον πόλεμο και έκανε ακόμα πέντε [γελά].
ΝΧ: Με την ίδια γυναίκα;
ΓΓ: …Ναι, με την πεθερά μου.
ΝΧ: … Υπήρχαν όπως μου είπατε καλές σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους……
ΓΓ: Όχι όλοι. Είχε Τούρκους που ήταν καλοί. Εγώ στη Λάπηθο δούλευα … με Τουρκάλες…
ΝΧ: Τι δουλειά έκανες;
ΓΓ: Δουλεύαμε στα περβόλια. Κόβαμε λεμόνια……Βγάζαμε κονάρι… πήγαινα με άλλες δικές μας … και δουλεύαμε, αλλά καμιά δεν πήγαινε να φάει με τις Τουρκάλες. Ήμουν η μόνη που πήγαινα και καθόμουν μαζί τους να φάω.
ΝΧ: Γιατί δεν έτρωγαν μαζί τους οι άλλες; Ήταν υποτιμητικό;
ΓΓ: Τις σιχαίνονταν και τις υποτιμούσαν…εγώ τις λάτρευα και με λάτρευαν... Όταν με έβλεπα—μπερδεύονταν και δεν μπορούσαν να πουν το όνομα μου... Με έλεγαν Λουκού αντί Γλυκού... Όταν με έβλεπαν άνοιγαν την αγκαλιά τους και με έβαζαν μέσα «Λουκού, Λουκού, Λουκού» έλεγαν...
ΝΧ: …Γιατί σε ονόμασαν Γλυκού;…
ΓΓ: Εμείς …τις 8 του Σεπτέμβρη γιορτάζαμε την Παναγία τη Γλυκιώτισσα.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Ακουστή.
ΝΧ: Ναι.
ΓΓ: …Γεννήθηκα στις 8 του Σεπτέμβρη, οπότε … με βγάλανε Γλυκού, το όνομα της Παναγίας της Γλυκιώτισσας.
ΝΧ: …Δηλαδή …σε … βάφτισαν Γλυκού και όχι Γλυκιώτισσα…
ΓΓ: Γλυκού ναι...
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Ο λόγος που ονόμασαν την Παναγία Γλυκιώτισσα ήταν ότι στην Κερύνεια είχε κτυπήσει μια θανατηφόρα αρρώστια. Αρρωστούσε ένας στο σπίτι και πέθαιναν όλοι. Αυτό διάρκεσε…ένα-δύο μήνες ……και πέθανε πολύς κόσμος στο χωριό. Κάποια γυναίκα … άκουσε την Παναγία, της οποίας η εκκλησία είναι κοντά στη θάλασσα, να της λέει… «να έρθετε … να λουστείτε…από το αγίασμά μου». Το αγίασμά της ήταν μέσα στη θάλασσα πάνω σε ένα βράχο.
ΝΧ: Ναι.
Γλυκού: «Να έρθετε όλοι σας να βάλετε το δικό μου αγίασμα πάνω σας ……να μπείτε στη θάλασσα…και η αρρώστια θα σταματήσει».
ΝΧ: … Ωραία, το όνομα Γλυκού είναι Γλυκερία...

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Ναι.

ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: … Έτσι κι έγινε. Η αρρώστια σταμάτησε στην Κερύνεια…, αλλιώς θα πέθαινε  όλος ο κόσμος…
ΓΓ: Και έτσι την ονόμασαν Παναγία η Γλυκιώτισσα που γλύκανε το κακό...
ΝΧ: Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Πες μου περισσότερα για σένα.
ΓΓ: Γεννήθηκα στις 8 του Σεπτέμβρη το ’39. Γεννήθηκα στην Κερύνεια. Στη Λάπηθο έμεινα μετά… Πάνω από το δρόμο έμενε η μακαρισμένη η Μαρίτσα [γιαγιά της ερευνήτριας] και από κάτω στο δρόμο είχε ένα σπίτι, ένα δωμάτιο μακρύ σαν αυτό και το νοίκιαζα...
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Κάτσαμε έξι χρόνια εκεί. Μετά μετακόμισα σε άλλο σπίτι πιο μεγάλο, 200 μέτρα περίπου πιο κάτω… [Το νέο σπίτι] ήταν κοντά στην Ανθούλα… Και κάτσαμε εκεί μέσα άλλα έξι χρόνια. Μετά φύγαμε πάλι.
ΝΧ: Φύγατε εξαιτίας της εισβολής;
ΓΓ: Ναι. Και σπίτι δεν είχα να κάτσω για δεκατέσσερα χρόνια……ήταν φτωχός ο άντρας μου, εγώ φτωχή, δουλεύαμε αλλά [δεν τα βγάζαμε πέρα]. Τελικά αγόρασα το σπίτι που ενοικίαζα…
ΝΧ: Στη Λάπηθο.
ΓΓ: Ναι. Αυτό δίπλα από την Ανθούλα. Αλλά ένα χρόνο το χαρήκαμε. Να πω και κάτι άλλο…ο κόσμος στη Λάπηθο με αγαπούσε πολύ. Να σου πω αυτή την ιστορία. Ήταν τότε αυτή η ξένη γυναίκα … η οποία είχε έρθει στο σπίτι μου με 400 λίρες… Μιλούσαμε, πήγαινα και πίναμε καφέ με τη γερόντισσα αυτή. Της έλεγα…… τα πάθη μας και μου έλεγε «μαραζώνω [βρε] Γλυκού που δεν έχεις…σπίτι να κάτσεις με τέσσερα μωρά». Της είχα πει, τέλος πάντων, ότι χρωστούσα ένα χωράφι … στην Κερύνεια… Η ώρα 4 το πρωί έβαλε τα λεφτά στην ποδιά της και μου κτυπά την πόρτα. Βγαίνω έξω και της λέω, «Παναγία μου, γιαγιά τι θέλεις [τέτοια] ώρα; Αρρώστησες να σε πάρουμε στο γιατρό;» «Όχι», μου λέει, «ο άντρας σου κοιμάται;» «Ναι», της λέω. Μου λέει, «να σου δώσω αυτά τα λεφτά, να ξυπνήσεις τον άντρα σου και να τα πάρετε στην Κερύνεια εκεί που τα χρωστάτε … και σου εύχομαι με αυτά τα…λεφτά να μπορέσεις να κάνεις ένα σπίτι για τα μωρά σου». Και πράγματι εκείνα τα λεφτά ήταν εκείνα που μπορέσαμε και αγοράσαμε το σπίτι στη Λάπηθο.
ΝΧ: …Ήσουν από τη Λάπηθο;
ΓΓ: Όχι. Φτερκώτισσα. Από τα Φτέριχα.
ΝΧ: Εκεί που γέννησες…τη Δώρα.
ΓΓ: Ναι. Και μετά κατοικήσαμε στη Λάπηθο…
ΝΧ: …Πείτε μου για τον παππού… τον πεθερό σου.

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: [Ο παππούς] ήξερε αρκετά από πολεμικές συνθήκες... Ε, κάτι άλλο ήταν και το γεγονός ότι συνεργαζόταν με τους Τούρκους... [Οι Τούρκοι] που γνώριζε…ήταν καλοί.

ΓΓ: Μας έφερναν τυριά…, χαλλούμια και κρέατα [για] να τα μαγειρέψουμε.
ΝΧ: …Ο παππούς πώς και ήξερε τους Τούρκους; Δούλευε… για τους Τούρκους ή δούλευε μαζί τους;

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Μαζί τους…

ΓΓ: Ο πεθερός μου… ήταν εργάτης. Δεν ήξερε τέχνη.
ΝΧ: Ναι.
ΓΓ: Αλλά πήγαινε από κει στο Κιόνελι το ονομαζόμενο…και [δούλευε] ένα μήνα την περίοδο που ήταν το θέρος. Και τους θέριζε. Μετά πήγαινε σε άλλες δουλειές.

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Και δεν φοβόταν να ζήσει…[ή] να πάει μαζί τους…

ΓΓ: Όχι, έγιναν τόσο [καλοί] φίλοι…
ΝΧ: Μάλιστα.

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Είχε καλές σχέσεις.

ΝΧ: Δεν φοβόταν…Το Κιόνελι παρ’ όλο που ήταν κλειστό βέβαια και δεν επιτρεπόταν να περάσεις, αυτός πήγαινε;
ΓΓ: Ναι.
ΝΧ: Αυτό ήταν πριν το’63; Ή συνέχιζε και πήγαινε μέχρι και το ΄74;
ΓΓ: Όχι, το ’74 είχε μεγαλώσει [πια και] δεν πήγαινε.

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Πρέπει να πήγαινε πριν το ’63.

ΓΓ: Πρέπει πριν.
ΝΧ: Μάλιστα…
ΓΓ: Οπότε εγώ έτρωγα με τις Τουρκάλες που έφερναν … μολοχία. Ήταν ο καημός μου. Πήγαινα, καθόμουν εκεί και τρώγαμε… Και με κορόιδευαν οι άλλες οι κοπέλες που πήγαινα… Εμένα όμως δεν με ένοιαζε. Με δούλευαν, αστειευόμασταν, είχε μια παχουλή που δεν κατάφερνε να βάλει το ένα της πόδι πάνω στο άλλο. Της έλεγα «Χαττιτζέν. Δεν πάει εμένα το ένα πάνω στο άλλο. Έλα να μου το κρατάς». «Να πας να σου το βάλει ο άντρας σου» μου έλεγε.
ΝΧ: [Γελά]
ΓΓ: Περνούσα πολύ καλά εγώ. Πάρα πολύ καλά.
ΝΧ: Εσύ…ήξερες Τουρκοκύπριους; Ο πατέρας σου;… Είχες φίλους Τουρκοκύπριους; [απευθύνεται στην κόρη, Θεοδώρα]
Θεοδώρα Γιωρκάτζη: Όχι. Εγώ δεν ήξερα κανέναν πριν το πόλεμο.
ΝΧ: ...Γιατί πλέον είχαν διαχωριστεί φαντάζομε…;
ΘΓ: Ναι, δεν ξέραμε πριν. Θυμούμαι …τη μαμά μου όταν δούλευε και καθάριζε σπίτια στην Κερύνεια έφερνε πράγματα, όπως εκμέκ κατεΐφι, που της τα δώριζαν Τουρκάλες, φίλες της μαστόρισσάς της…αλλά εγώ δεν έτυχε να τους γνωρίσω επειδή ήμουν μικρή.
ΝΧ: Αλλά ήξερες ότι …οι γονείς σου και τα πεθερικά σου είχαν σχέσεις.
ΘΓ: Ναι.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΓΓ: Είχα σχέσεις πολλές εγώ… Τον καιρό που δούλευα στην Κερύνεια εγώ σε αυτή τη Λουσία ήταν στην πάνω Κερύνεια…είχε Τούρκους πολλούς. Έρχονταν Τουρκάλες γερόντισσες και κτυπούσαν έτσι με το μπαστούνι και ήθελαν χαλλούμια. Ο Θεός μακαρίσει τη μαστόρισσά μου, ήταν πολύ καλή και τους έδινε. Όταν έφευγε από το σπίτι, μου έλεγε να τους δίνω εγώ σε περίπτωση που έρθουν… Κάθε Σάββατο πήγαινα σε ένα Τούρκο πάνω στη Κερύνεια να φέρω το κρέας. Μου έδινε μισό ρίφι, για παράδειγμα, και μου έλεγε «να το βάλεις σπίτι σου να ταΐσεις τα μωρά σου και να μην μαραζώνεις που έρχεσαι και δουλεύεις και αφήνεις τα μωρά σου [μόνα τους]».
Μια μέρα φορούσα ένα πανωφόρι, το οποίο δεν ήταν καινούργιο. Μου λέει [η μαστόρισσά μου], «αυτό το πανωφόρι [να] μην το φορείς [και] να έρχεσαι σπίτι μου». Της λέω, «μα αυτό έχω». «Να σε πάρω στη ράφτενά μου», μού λέει, «να σου ράψω πανωφόρι καινούργιο να το φορείς και να έρχεσαι και να νιώθεις ότι είσαι κυρία. Να μην νιώθεις ότι είσαι αρκατίνα και έρχεσαι στο σπίτι μου»… Έφυγε τον καιρό του πολέμου και σκεφτόμουν ότι αποκλείεται αυτή τη γυναίκα να τη σκότωναν οι Τούρκοι αν είχε μείνει στην Κερύνεια. Διότι ήταν φίλη των Τούρκων, τόσο αγαπητή… Μου είχε ράψει ένα πανωφόρι και έβαλε γούνα πάνω. «Δεν θα έρχομαι τώρα να σου δουλεύω» της έλεγα [χαριτολογώντας], «πώς θα φορώ τη γούνα και να έρχομαι να σου δουλεύω;»
ΝΧ: Ήταν Ελληνοκύπρια δηλαδή αυτή;
ΓΓ: Ναι, δική μας γυναίκα.
ΝΧ: Περιγράψτε μου την εμπειρία σας ως πρόσφυγες.
ΓΓ: Δουλέψαμε σκληρά [στην προσφυγιά].

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Δεν κρατούσαμε να αγοράσουμε οτιδήποτε παρά μόνο τα βασικά. Σιγά-σιγά όμως τα καταφέραμε.

ΓΓ: Δεν έκατσα ούτε μια μέρα… [Συνέχεια] δουλειά. Ήρθαμε …τον καιρό των σταφυλιών [και] κόβαμε σταφύλια. Μετά κόβαμε λεμόνια, μετά… γκρέιπφρουτ κάτω … στο Ζακάκι που είναι τα περβόλια. Για έξι μήνες μας έδιναν τρόφιμα. Μετά … μας πρόδωσαν τέλος πάντων, έμαθαν ότι δουλεύαμε και μας τα έκοψαν. Μετά, στους εννιά μήνες πήρα δουλειά στις βάσεις και δούλεψα εκεί 25 χρόνια.
ΝΧ: Οπότε έμαθες και Αγγλικά;
ΓΓ: Είχαμε βιβλία εκεί πάνω και μιλούσαμε στους Εγγλέζους…

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Πάντως συνεννοούνταν μια χαρά. Δεν ξέρω, αλλά …ως τώρα οι Εγγλέζες έρχονται διακοπές στην Κύπρο και έρχονται να την δουν. Και τα Χριστούγεννα της στέλλουν…κάρτες και μικρά δωράκια. Έχει 25 χρόνια… Πρόσεχε τα μωρά μιας γυναίκας, τα οποία μεγάλωσαν και ένας από αυτούς έγινε αξιωματικός στην ΟΥΝΦΙΚΙΠ…στην Κύπρο. Και όταν ήρθε τηλεφώνησε στη μαμά μου… Ήρθαν με συνοδεία τρία-τέσσερα αυτοκίνητα … να μας δουν. Έκανε δύο μωράκια αυτός ο Εγγλέζος. Και όταν ήρθαν θυμάσαι μάμα που κάτσαμε να μιλήσουμε; Η μαμά μου ξεχνάει εύκολα ... γέρασε πλέον. Κάτσαμε, τους κάμαμε τραπέζι [ήρθε όλη η οικογένεια μαζί και] τα μωρά του. Λέει της μάνας μου, «Ξέρεις τι τους λέω συχνά;» «Τι τους λες;» λέμε εμείς. «Όταν πάμε κάπου και μαλώνουν [τα παιδιά μου] μέσα στο αυτοκίνητο τους λέω, η κυρία Γλυκού στον πόλεμο ήταν με άλλα δεκαέξι άτομα μέσα σε ένα αυτοκίνητο…και δεν μάλωναν. [Γελά]. Και σεις μαλώνετε;»
ΝΧ: Μάλιστα.
ΘΓ: Συνεννοούταν…μια χαρά [χωρίς] να ξέρει Αγγλικά. Τους τα έλεγε όλα.
ΓΓ: Μιλούσαμε για τον πόλεμο…, μιλούσαμε για τα πάντα.
ΘΓ: [Αυτός ο αξιωματικός στην ΟΥΝΦΙΚΙΠ] είχε έγνοια μήπως δεν μας αφήσουν οι Τούρκοι να πάμε στο σπίτι μας τότε που ήρθε και είχαν ανοίξει τα σύνορα. Ήθελε να μας πάρει ο ίδιος.
ΝΧ: Πήγατε; Πες μου λίγο γι’ αυτό…
ΘΓ: …Πήγαμε, ναι. Η Τουρκάλα μας άφησε, αλλά στο Κάρμι δεν μας άφησε η Γερμανίδα.
ΝΧ: Ήταν Γερμανίδα στο σπίτι στο Κάρμι;
ΘΓ: Ναι. Αλλά στην Λάπηθο ήταν… Τουρκάλα από τα Άδανα, η οποία όμως ήταν πάρα πολύ καλή. Έκλαιγε συνέχεια.

ΓΓ: Να σου πω την ιστορία της Ανθούλας και μαζί μου στη Λάπηθο … Πήγαμε…και τους είπα, «εάν δεν με αφήσει η Τουρκάλα τώρα να μπω σπίτι μου…θα την δείρω και να τρέξετε να με γλυτώσετε». Το λοιπόν, όταν πήγαμε αυτές πίστεψαν ότι θα την δείρω. Στην αρχή εγώ πήγα μπροστά τους… Ήταν η Τουρκάλα, η μικρή που ήξερε Αγγλικά και μίλησαν Αγγλικά… Εγώ έμεινα πίσω και έκλαιγα. Λέει της Τουρκάλας, «αυτή που έρχεται…είναι η μαμά μου και μην της πεις να μην μπει σπίτι, γιατί κλαίει πολύ». «Όχι», της λέει, «να μην μπει σπίτι της; Φέρε την εδώ, να την βάλουμε [στο] σπίτι, να σας κάμω και καφέ να πιείτε …[και] να σας κεράσω κιόλας», μας λέει. Είχα μια μαραπελλιά πίσω στο περιβόλι και ήταν ο καιρός των μαραπέλλων [οι βανίλιες]. Ο Τούρκος τις είχε μαζέψει σε έξι-εφτά τσάντες μεγάλες, δεμένες, εκεί έτοιμες για να τις πάρει να τις πουλήσει… Μόλις με είδε, «έλα», μου λέει, «αυτές να τις πάρεις να ταΐσεις τα μωρά σου και να κάνεις και μαρμελάδα»… «Δόξα σοι ο Θεός», λέω, «είναι Αυτός που μου την έστειλε». Πάνω [από] το σπίτι μου έχτισε τρία δωμάτια. Μου λέει, «αν θες να έρθεις σπίτι σου [ευχαρίστως], αλλά να μου δώσεις τρεις χιλιάδες λίρες για αυτά που έχτισα». Της λέω «να έρθω, αλλά αυτοί όλοι που είναι εδώ γύρω μου; Τι θα μου κάνουν;» Μου λέει, «εγώ θέλω να φύγω. Είμαι [από] τα Άδανα … και θέλω να πάω σπίτι μου, στον τόπο μου».
ΝΧ: Ήθελε να πάει πίσω στα Άδανα.

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Ήθελε γιατί εκεί είχε δύο παιδιά που πάντρεψε, όπως μας είπε.
ΝΧ: …Δεν σκέφτηκες να πάρεις το σπίτι; Ή να το δώσεις κάπου;…
ΓΓ: Όχι, … τι να πάω να κάνω εκεί; Κάθονται εκεί μέσα ακόμα.
ΘΓ: Δεν ξέρουμε. Έχει και τρία- τέσσερα χρόνια να πάμε…
ΓΓ: [Όταν] πηγαίνουμε τους παίρνουμε κανένα κουτί μπισκότα, καμιά μπουκάλα κονιάκ…
ΘΓ: Η μαμά μου είναι της επαναπροσέγγισης [γελά].
ΓΓ: Τι φταίνε οι άλλοι. Αφού συμπεριφέρθηκαν καλά....

ΓΓ: Όμως δεν τέλειωσα [την ιστορία] με την Ανθούλα. Θέλω να το πω αυτό. [Μετά από την επίσκεψη βρεθήκαμε] με την Ελλού και την Ανθούλα και περπατούσαμε στην Κερύνεια… [Ρωτώ] την Ανθούλα «πήγες σπίτι σου;»… «Πήγα» μου λέει, «αλλά δεν με άφησαν να μπω σπίτι». «Γιατί», της λέω, «δεν σε άφησαν να μπεις σπίτι;» Μου λέει, «μόλις μας είδε, κλείδωσε το κάγκελο….και μου είπε, ‘από εδώ και πέρα δεν θα έρθεις. Είναι δικό μου’… και φοβηθήκαμε και δεν πήγαμε» λέει. Εν τω μεταξύ [όταν] πήγα εγώ σπίτι μου και βγήκα πάνω που είναι ο δρόμος…τράβηξα ένα κλωνί και έκοψα μέσπιλα [μούσμουλα]. Αυτή η Τουρκάλα με είδε από το τζάμι... Βγαίνει έξω. Λέω από μέσα μου... τώρα θα με ορμήξει… Και τι μου λέει… «πού είναι το σπίτι σου;» Της λέω, «να το εκεί κάτω το σπίτι μου». «Τώρα τι περιμένεις;» με ρωτά. Της λέω, «περιμένω τις κόρες μου [που] πήγαν να στρίψουν το αυτοκίνητο να φύγουμε».
ΝΧ: Αυτό ήταν στο σπίτι της Ανθούλας; Και αυτή [από] την Τουρκία ήρθε;
ΓΓ: Ναι. Μου λέει, «ελάτε μέσα [όταν] θα έρθουν οι κόρες σου να σας κάνω…καφέ να πιείτε…να μας δείτε και να σας δούμε και να φύγετε».

-παρέμβαση από κόρη, Θεοδώρα: Και «να κόψεις κι άλλα μέσπιλα», σου είπε. Και την Ανθούλα δεν την άφησε να μπει μέσα.
ΓΓ: Ναι.  Εμάς μας έκανε υποδοχή, μα την Ανθούλα δεν την έβαλε σπίτι.
ΝΧ: Μάλιστα.
ΘΓ: Φαίνεται δεν κατάλαβε [η Τουρκάλα] ότι είναι δικό της [Ανθούλας]; Μήπως…νόμιζε ότι την κορόιδευε; Δεν ξέρω...