ORAL HISTORY ARCHIVE
Download here
Name (Ονοματεπώνυμο): Shampeta Anastasia / Σιαμπέτα Αναστασία
Sex (Φύλο): Female (Γυναίκα)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Kyrenia (Κερύνεια)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Greek-Cypriot (Ελληνοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Retired (Συνταξιούχος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη): No (Όχι)
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)
Α. Σιαμπέτα: …Όταν ήμασταν στο χωριό είχαμε περβόλια, είχαμε τα μωρά μας. Όταν ήρθαμε εδώ δούλευα σε εστιατόρια…Τώρα πήρα τη σύνταξη μου και κάθομαι.…Δεν μας θέλει κανένας [πλέον για] δουλειά.
Νικολέττα Χριστοδούλου: Είστε πρόσφυγας;
Α. Σιαμπέτα: …Ναι.
Ερευνήτρια: Μάλιστα, ωραία. Κυρία Αναστασία θέλω να μου…πείτε τι ξέρετε για το 1974. Τι… σας θυμίζει η ημερομηνία κατ’ αρχήν;
Α. Σιαμπέτα: Πολλά βάσανα.
Ερευνήτρια: Δηλαδή; Τι εννοείτε;
Α. Σιαμπέτα: Το ’74 όταν έγινε το πραξικόπημα πρώτα στις 15 του Ιούλη ήμασταν σπίτι μας. Η ώρα οχτώ το πρωί περνούσαν τα λεωφορεία από σπίτι μας από Λευκωσία, Κερύνεια, ένας οδηγός φώναξε, ‘Σιαμπέτα σκότωσαν το Μακάριο. Πεθαμένος ο Μακάριος’. Εμείς δεν ξέραμε. Μέσα στον κάμπο που ήμασταν ραδιόφωνο δεν είχαμε εκείνη την ημέρα. Ακούσαμε έτσι, αλλά δεν ξέραμε τι θα πει. Γιατί μιλούν έτσι. Μετά …βγήκε ο άντρας μου έκατσε στη βεράντα περνάει άλλο λεωφορείο, περνάει άλλο ταξί… ρώτησε και του είπαν έτσι και έτσι. Έγινε αυτό το μεγάλο κακό και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Έγινε το πραξικόπημα Πέμπτη ξημερώματα. Τετάρτη, ξημερώματα Πέμπτης…ξέχασα. Στις δύο με τρείς μέρες οι κύριοι που έκαναν όλα τα κακά… πήραν τα Λάντ Ρόβερ (Land Rover) και τα όπλα τους και ήρθαν σπίτι μας να σκοτώσουν τον άντρα μου……το γιό μου και το γαμπρό μου. Εγώ είχα ζυμώσει στο φούρνο και ήρθαν τα Λάντ Ρόβερ, στάθηκαν έξω από το σπίτι με τα όπλα και εγώ με τα σανίδια και τα ψωμιά στον ώμο τους λέω, ‘τι θέλετε γιέ μου;’ ‘Πες τους να βγουν έξω’, μου λένε. ‘Μα ποιους γιέ μου;’ τους λέω. ‘Του άντρα σου και εκείνου που είναι εκεί μέσα’. ‘Να πω στα μωρά μου να φύγουν να βγουν έξω; Τι τους θέλετε;’ Τους λέω…
Ερευνήτρια: Ήταν πραξικοπηματίες αυτοί;
Α. Σιαμπέτα: Ναι. Αυτοί τα έκαναν. Μπήκα σπίτι σιγά, σιγά, με βοήθησαν τα μωρά κατέβασα τα ψωμιά. Τα κοπέλια ήταν μέσα στη σάλα μου κάθονταν, λέω τους, έτσι και έτσι, ‘έχει κάτι ανθρώπους έξω με τα όπλα και σας θέλουν’. Μου λέει ο άντρας μου, ‘τώρα να βγω να δω ποιοι είναι’. Ήταν άντρες από την Βασίλεια και από την Λάπηθο. Μόλις τον είδαν και άνοιξε την πόρτα πήραν το αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν. ‘Πού πάτε ρε φίλοι’, τους λέει, ‘ελάτε εδώ’. Σάββατο, Κυριακή ο άντρας μου …έπρεπε να ξεκινήσει η ώρα 4 το πρωί …τις μηχανές να γεμίσουν οι δεξαμενές μας νερό για να ποτίσουμε τα περβόλια. Μόλις άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω βλέπει στη θάλασσα πλοία. Επιστρέφει πίσω και μου λέει, ‘σήκω πάνω’. Ήμουν ξύπνια. ‘Σήκω πάνω και ήρθαν οι Τούρκοι’. Ποιος σου είπε;’ του λέω. Και μου είπε ότι έφτασαν τούρκικα πλοία και θα μας πάρουν. ‘Τελειώσαμε’, μου λέει. Κάτω από το σπίτι μου είναι η θάλασσα. Έριξαν το Μακάριο και γι’ αυτό ήρθαν οι Τούρκοι ολόισια. ‘Τι θα κάμουμε με τα πέντε μωρά στο σπίτι;’ του λέω. Μου λέει, ‘πρέπει να φροντίσουμε να δούμε που θα πάμε να κρυφτούμε….’Άκου να σου πω τα μωρά δεν θα παν πουθενά κοιμούνται και πώς να τα πάρουμε;’ του λέω …
…Εν τω μεταξύ δεν …μέναμε μέσα στη Λάπηθο. Ζούσαμε εκεί …που χώριζαν τη Βασίλεια από τη Λάπηθο, δηλαδή πάνω στα σύνορα.
Ερευνήτρια: Εντάξει. Ναι.
Α. Σιαμπέτα: …[Δεν ξέραμε] πού να πάμε. Το Σάββατο …που ξημέρωνε θα γινόταν η εισβολή, Κυριακή πεντέμισι η ώρα το πρωί ακούμε τα τανκς να περνούν έξω από το σπίτι. [Μετά από] μισή ώρα ακούσαμε αεροπλάνα. Μας έπιασαν και μας εξαφάνισαν. Τον άντρα μου, την κόρη μου και το μικρό μου το μωράκι …
Ερευνήτρια: Τι εννοείτε, πείτε μου…
Α. Σιαμπέτα: Ήμασταν στο σπίτι. Και μόλις ακούσαμε τα τανκς λέει ο άντρας μου, που ήταν παλιά στρατιώτης στον πόλεμο του ’40 και ήξερε, ‘πάνε τώρα τα κανόνια να μπουν στα φυλάκια…Του λέω, ‘τι θα κάνουμε’; Ώσπου να τελειώσουμε την κουβέντα … βγήκαμε έξω. Πηγαίνοντας να κρυφτούμε κάπου εκτός από το σπίτι που ήταν κοντά στο δρόμο πέρασε το αεροπλάνο [και έριξε] τον άντρα μου και τον μικρό …από δω μέχρι της θείας σου το σπίτι [αναφέρεται στην ερευνήτρια], μέσα στα χώματα, τους όχτους και τα δέντρα. Οι υπόλοιποι, η μάνα μου, τα τέσσερα παιδιά και εγώ ήμασταν μαζεμένοι. Όταν πέρασε το αεροπλάνο και έριξε βόμβες έπεσαν στα πόδια της Άντρης μου και σχεδόν της τα έφαγε. Ο άντρας μου [τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο]... Μάτια, φρύδια, χέρια, καρδία, τα πόδια του, αίματα, ιστορία ο πόνος. Όταν έφυγαν τα αεροπλάνα τον πήραμε σιγά, σιγά και τον βάλαμε στο σπίτι…με τα πόδια του ψηλά και τον τυλίξαμε με τα σεντόνια. Η Άντρη ήταν ακόμη εκεί. Ούτε να της αγγίξουμε δεν μπορούσαμε. Όπως ήταν η μικρή και του ύπνου και έγειρε έτσι το φτωχό, έμεινε…...Τα κομμάτια έμειναν. Τα κόκαλα έμειναν. Πήρα ένα σεντόνι και έτρεξα να της τυλίξω τα πόδια να την σκεπάσω…θα πεθάνει το παιδί έλεγα. Θα πεθάνει. Δεν μπορεί. Τι να κάμουμε; Βγαίνω έξω φωνάζω, ‘βοήθεια, βοήθεια’ ήρθε ένα αυτοκίνητο με στρατιώτες. Κάπου πήγαιναν τα φτωχά και εκείνα. ‘Τι έχεις θεία, τι έχεις;’ Τους είπα τι έγινε. ‘Μην φοβάσαι’…[μου λένε].
Ερευνήτρια: Ήταν τούρκικο αεροπλάνο;…
Α. Σιαμπέτα: Τούρκικο ή εγγλέζικο. Ύστερα το ίδιο αεροπλάνο το έριξαν κοντά μας οι δικοί μας πιο κάτω. Και πήραν τον Εγγλέζο όπως πήραν την Άντρη. Ας μην τα πω. Μετά τα λέω αυτά. [Αναστενάζει βαθιά]. Όταν φέραμε τον άντρα μου σπίτι και τον φροντίσαμε για να σταματήσουν τα αίματα ήρθε μια γειτόνισσα και έψαχνε την κόρη μου. Της εξήγησα ότι δεν μπορούσα να τη σηκώσω με τα πόδια έτσι, λυπόμουνα. Μου πρότεινε να έρθουν να τους μεταφέρουν στις πρώτες βοήθειες. Ήρθε λοιπόν ένα παλικάρι που ήταν πάνω στα ψηλώματα και είχε δει το αεροπλάνο που…έριξε τις βόμβες…Πήραμε κουβέρτες και βάλαμε την Άντρη πίσω στο αυτοκίνητο, την σκεπάσαμε και το μπαμπά μπροστά. Ρώτησα πού θα τους μετέφεραν, γιατί δεν ήξερα μετά πώς θα τους έβρισκα αφού δεν είχαμε βάλει ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτα εκεί κάτω. Με διαβεβαίωσε ότι θα τους έπαιρναν στις πρώτες βοήθειες στη Λάπηθο κοντά στον Άγιο Μηνά που είχε νοσοκομείο……Εκεί είχαν όχι ασθενοφόρα αλλά αυτοκίνητα για έκτακτη ανάγκη… Τους έβαζαν από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο. Όταν επέστρεψε το παλικάρι πίσω, μου είπε ότι τους είχαν βάλει σε τέτοια αυτοκίνητα και τους έστειλαν στις πρώτες βοήθειες στη Λευκωσία μαζί με ένα γνωστό μας, τον Μιχάλη τον οδηγό των λεωφορείων μας. ‘Μέχρι να πάνε θα πεθάνουν’, του λέω. Δεν πίστευα ότι θα ζούσαν. Ήταν τα πρώτα θύματα που πήγαν Λευκωσία…..Ο μπαμπάς και η κόρη... .…
Ερευνήτρια: Εσείς στο μεταξύ μείνατε εκεί;
Α. Σιαμπέτα: Ναι. Ήταν η μάμα μου και τα μωρά μου. Ήταν οι άλλοι. Μαζεύτηκε ο κόσμος εκεί πανήγυρης, δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Πού να πάμε περπατητοί; Μετά …από δύο ώρες πέρασε άλλο αεροπλάνο. Εν τω μεταξύ οι δικοί μας ήταν πάνω στα ψηλώματα πάνω στα βουνά και κατάφεραν να το ρίξουν…εκεί κάτω στου Κώστα Παρασκευαΐδη που ήταν η φάρμα του. Ο [πιλότος ήταν] Εγγλέζος. Τον πήραν από εκεί οι δικοί μας ολόισια στο νοσοκομείο εκεί που ήταν ο άντρας μου και η κόρη μου, αλλά ήταν ήδη πεθαμένος. Αυτόν τον έβαλαν στα ψυγεία…. Όμως μέχρι να πάνε……στο νοσοκομείο [ήταν ολόκληρη περιπέτεια]… Από τη Λευκωσία περνούσαν άλλα αεροπλάνα και έριχναν. Και από τον Κοντεμένο όλο το κακό. Λεωφορεία, αυτοκίνητα με τους στρατιώτες μας τα έκαναν όλα κάρβουνα. Ο οδηγός που έπαιρνε τους δικούς μου κατέβαινε και έμπαινε μέσα στα αυλάκια χάμω και …αυτοί πληγωμένοι στο αυτοκίνητο. [Τους βοήθησε] ο Θεός και [έφτασαν τελικά] καλά.
Ερευνήτρια: Βομβάρδιζαν συνέχεια δηλαδή;
Α. Σιαμπέτα: ……Ναι. Από τη Σκυλλούρα …που πηγαίναμε και από τη Μύρτου δεν τους άφηναν να περάσουν. Πήγαιναν από το Κιόνελι. Ένας συμπέθερος από τον Κεφαλόβρυσο σηκώθηκε…ήρθε με το λεωφορείο από εκεί πάνω για να μας πάρει στη Μόρφου… Η μάνα μου για κανένα λόγο δεν έμπαινε στο αυτοκίνητο για να φύγουμε. Εγώ έπιασα τα μωρά μου και όλους τους συγγενείς που ήρθαν εκεί κάτω να μας βρουν…μπήκαμε στα λεωφορεία…και φύγαμε χωρίς παπούτσια, ούτε ρούχα, ούτε παντελόνια για τα μωρά μου... Με τα φλιπ φλόπ (flip flop)…Πήγαμε στη Μόρφου σε ένα σχολείο. Καθίσαμε εκεί τρείς ή τέσσερεις μέρες. Είπαν μετά ότι είχε γίνει εκεχειρία και ξεκινήσαμε πάλι όλοι για τα σπίτια μας. Το λεωφορείο γέμισε πάλι με κόσμο. Το παιδί που μας πήρε πρότεινε να βάλουμε την κατσαρόλα για να κάμουμε καφέδες να πιούμε πιστεύοντας ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. Καθώς έβαζα την κατσαρόλα για να βράσει το νερό μπαίνει κάποιος μέσα στο σπίτι και μας λέει, ‘πίσω!’ Λέει στο παιδί, ‘τι πήρες τις γυναίκες και τις έφερες μέσα στους Τούρκους; Να τους Τούρκους εδώ. Στον τάδε τόπο. Εκεί στου Τζιάμπου. Να τους Τούρκους ήρθαν με τα τανκς. Κύριε Ελέησον’. . Η μάνα μου που ήταν ηλικιωμένη δεν ήθελε να φύγει. ‘Να πάτε όπου θέλετε και δεν φεύγω’, μας έλεγε. ‘Δεν θα αφήσω το σπίτι εγώ και να πιάσουν τα πράγματα οι Τούρκοι’……[Στιγμιαία παύση με βαθιά ανάσα].
Ερευνήτρια: Μετά από πόσες μέρες δηλαδή έγινε αυτό;…
Α. Σιαμπέτα: Κοίταξε να σου πω. Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή στις 20 του Ιούλη το Σάββατο πήγαμε μετά και κάτσαμε μέχρι την Πέμπτη στο σχολείο στη Μόρφου. Στην εκεχειρία φύγαμε και …ξαναεπιστρέψαμε πίσω όταν ήρθε ο άνθρωπος και μας είπε ότι επιστρέψαμε στο στόμα των Τούρκων….Φεύγοντας…δεν πήραμε τίποτα απολύτως μαζί μας. Κανονικά εμείς οι ελεύθερες κοπέλες κρατούσαμε και μια τσάντα με τα πραγματάκια μας αλλά τα αφήσαμε όλες στην τραπεζαρία μου και στη κουζίνα μου. Πήγαμε στο σχολείο και αρχίσαμε το κλάμα. Εγώ έκλαιγα για την Άντρη μου και τον άντρα μου. Τίποτα δεν με ένοιαζε.
Ερευνήτρια: Ξέρατε στο μεταξύ …τι έγινε με τον άντρα σας και την κόρη σας;
Α. Σιαμπέτα: Όχι τίποτα.…
Ερευνήτρια: Μάθατε νέα;
Α. Σιαμπέτα: …Τίποτα δεν ήξερα. Ούτε που βρίσκονταν…
Ερευνήτρια: Που τους πήραν; Στη Λευκωσία εννοούσατε;
Α. Σιαμπέτα: Όχι. Δεν ξέραμε. Ύστερα μάθαμε… Όταν πήγαμε τη…δεύτερη φορά στο σχολείο στη Μόρφου κοίταξα ένα σπίτι και είδα έναν άνθρωπο που μου ήταν γνωστή φυσιογνωμία. Σκέφτηκα να πάω να τον ρωτήσω μήπως έχει τηλέφωνο και τηλεφωνήσουμε στα νοσοκομεία για να μάθουμε νέα. Τελικά αυτός που είδα ήταν ο Καραφελέκκης ο χρυσοχόος μας. Η μάμα σου και η θεία σου μπορεί να τον είδαν [αναφέρεται στην ερευνήτρια]. Η γυναίκα του μου έκανε κάτι να πιώ και αυτός με ρώτησε πού ήμασταν, ‘Και τα μωρά σου;’ με ρωτά. ‘Και τα μωρά μου εδώ είναι’, του λέω. Και μας πρότεινε…να σας κάνει φαγητό για το μεσημέρι. ‘Όχι ευχαριστούμε’, του λέω. Εν τω μεταξύ τίποτα δεν είχαμε να φάμε στο σχολείο. Δεν είχαν φέρει τίποτα ακόμα. Τα μωρά έκαναν εμετούς.
Ερευνήτρια: …Ήταν πολύς ο κόσμος στο σχολείο;
Α. Σιαμπέτα: Πολύς κόσμος. Τα λεωφορεία της Λαπήθου, του Καραβά, …όλα γεμάτα άδειαζαν εκεί κόσμο και τραβούσαν πίσω και κάθονταν εκεί.
Ψάξαμε λοιπόν στους τηλεφωνικούς καταλόγους και βρήκαμε τα τηλέφωνα των νοσοκομείων και κλινικών και αρχίσαμε να τηλεφωνάμε και όπου μας απαντήσουν. Απάντησαν από την πρώτη φορά…… ‘Ναι, ο κύριος Σιαμπέτας είναι μέσα; Η κόρη του είναι μέσα; Είναι καλή η κατάσταση τους ή όχι;’ Λέει ο χρυσοχόος.…Ίσα που περιποιούνταν τις πληγές τους, ναι. Κατάφεραν να σταματήσουν τα αίματα. ‘Και πότε μπορεί η γυναίκα του να τους επισκεφθεί;’ ρωτά. ‘Όποτε θέλει και βρει ευκαιρία’, του απάντησαν. Δεν ήξερα όμως πώς να πάω μέσα στον πόλεμο. Κάναμε δύο-τρείς μέρες εκεί. Στην πάνω και κάτω Ζώδια είχα κουνιάδα. Τα παιδιά τους μεγάλα. Σπούδαζαν και ήξεραν αυτοκίνητο. Όταν άκουσαν ότι ήμασταν στο σχολείο ήρθαν και πήραν όλη μας την οικογένεια εκεί πάνω.
Ερευνήτρια: Ποιοί ήσασταν από την οικογένεια σας…στο σχολείο;
Α. Σιαμπέτα: Από την οικογένεια ήμουν εγώ με τα μωρά και άλλοι συγγενείς. Στη Ζώδια πήραν εμένα και τα δύο μωρά, δύο μωρά, τη μάνα μου, τη θεία μου…Εν τω μεταξύ όταν ήμασταν εκείνες τις δύο-τρεις μέρες…στο σχολείο πήγε ένας γείτονας και με το ζόρι πήρε τη θεία και τη μάνα μου και τις έφερε [εκεί στη Ζώδια]… Ο πιο μικρός γιος πρότεινε να με πάρει στο νοσοκομείο. Όμως δεν είχε άδεια και του είπα, ‘άσε καλύτερα για να μην σε τσακώσει η αστυνομία να με πάρει ο μπαμπάς σου που έχει άδεια και όταν δεν θα έχει δουλειά’. ‘Εντάξει θεία’, μου λέει.. Ξημέρωνε ο Θεός. Λεφτά δεν είχα. . [Δεν ήξερα τι να αγοράσω στον άντρα μου και την κόρη μου.]… Έβγαλε ο σύγαμπρος μου λεφτά, πήγε…πήρε χυμούς και ότι άλλο ήξερε αυτός…και πήγαμε να τους δούμε. Η Άντρη μου ήταν τυλιγμένη με τις γάζες. Στο ένα της πόδι είχαν ορό και στο άλλο…αίμα… Ο μπαμπάς, ο Τάκης…χάλια μαύρα, το πρόσωπο του δεν καταλαβαινόταν, μοιρασμένα τα φρύδια του, κτυπημένος πάνω στο κεφάλι, με σίδερα, ένα στη καρδία φυτεμένο εδώ, τα χέρια του [χάλια], τέλος πάντων. Τον είδαμε και εκείνον, εντάξει. Ήθελα να πάω και την επομένη αλλά δεν είχε μέσο να πηγαίνεις και να έρχεσαι. Αν είχε κανένα και από το φόβο ο κόσμος δεν έβγαινε έξω.
Ήμασταν στη κουνιάδα μου στις 14 του Αυγούστου. Εγώ πήρα το λεωφορείο για τη χώρα. Τους ξεγέλασα και πήγα το πρωί στον άντρα μου και στην κόρη μου. Δεν με νοιάζει, λέω, αν γίνει τίποτα που είπαν ότι θα γινόταν στις 14 στο Βαρώσι. Επέστρεψα…
Ερευνήτρια: Στη Λευκωσία, στο γενικό νοσοκομείο;
Α. Σιαμπέτα: Ναι, πήγα και επέστρεψα. Μόλις επέστρεψα με ρώτησε η κουνιάδα μου πού ήμουν και της είπα. Δεν θα το πιστέψεις αλλά μέχρι τώρα η κόρη μου έχει σημάδια στα πόδια της κάτω στις πατούσες.
Ερευνήτρια: Περπατά; Δηλαδή σε ποια κατάσταση είναι; Είπατε ότι έχασε τα πόδια της.
Α. Σιαμπέτα: Η βόμβα είχε θερίσει τα κρέατα από τα πόδια της και έμειναν μόνον …τα κόκαλα.. Αγαπητή μου πόσες εγχειρήσεις έκανε…Στο ένα δεκατέσσερις και στο άλλο έντεκα. Και για τρείς εγχειρήσεις έμεινε το ένα της το πόδι έτσι. Είχε βαρεθεί το μωρό. Ήταν μόνο 14 χρονών και για δύο χρόνια ήταν στα νοσοκομεία. Στον Άγιο Θεράπων. Φύγαμε από τη Ζώδια, πήγαμε στη Γαλάτα. Μου λέει να μην λέω λόγια, αλλά εγώ θα λέω. Πήγαμε στη Γαλάτα ο κόσμος και οι κύριοι αυτοί δεν είπαν, ‘έλα να πιεις ένα καφέ και να κάμουμε τσάι στα μωρά σου που τα κρατάς στα χέρια σου’, το Γιώργο μου και τον Άκη μου έξι χρονών και δώδεκα χρονών. Αν ήταν Τούρκος θα του έκανες.
Ερευνήτρια: Εννοείτε ότι δεν σας καλοδέχτηκαν;…
Α. Σιαμπέτα: Όχι. Πήγαμε βούτηγμα ήλιου. Αντί να μας καλωσορίσουν και να μας υποδεχτούν στα σπίτια τους έστω και για μια νύχτα ξέρεις που κοιμηθήκαμε; Πάνω στα σκαλιά του καφενέ απ’ έξω. Η μάνα μου, η θεία μου, τα δύο μου τα μωρά…και εγώ.
Ερευνήτρια: Γιατί πήγατε στη Γαλάτα;
Α. Σιαμπέτα: Δεν ξέραμε πού αλλού να πάμε. Στη Μόρφου δεν μπορούσαμε να μείνουμε γιατί βομβάρδιζαν συνεχώς. Και αυτοί που ήξεραν μας είπαν να πάμε στη Γαλάτα για να βρούμε κανένα σπίτι. Την νύχτα αντί να φιλοξενήσουν τον κόσμο, δεν τον φιλοξένησαν. Εμάς δεν μας φιλοξένησαν.
Ξημερώνει ο Θεός έρχεται ένας συγγενής από τη Λάπηθο που…ήταν εδώ πάνω στους Εγγλέζους και ήξερε τα μέρη. Είπε του σοφέρη του Αντρέα να μας πάρει όλους στη Λόφου στο σχολείο, εκεί έχει σπίτια και θα ανοίξει ο μουχτάρης να σας βάλει μέσα. Εμείς δεν ξέραμε που είναι η Λόφου, αλλά ούτε και ο σοφέρης μας. Τελικά μας πήρε εκεί πάνω. Οι Υψωνιάτες άκουσαν ότι θα πηγαίναμε και σηκωθήκαν, πήραν τα αυτοκίνητα τους και πράγματα από τον Ύψωνα και ήρθαν στη Λόφου στο σχολείο όπου άνοιξε ο μουχτάρης. Μέχρι να έρθει ο κόσμος να ανοίξει τα σπίτια και να μπούμε μέσα, υπήρχαν ήδη φαγιά, ψωμιά, ρούχα, παπλώματα, κρεβάτια, ότι θέλαμε…Ήξεραν ότι θα κοιμηθεί ο κόσμος έφεραν τα πάντα. Πολύ καλός κόσμος. Αυτοί της Γαλάτας όμως όχι. Μου κακοφάνηκε πολύ εκείνη τη νύχτα που έβαλα τα μωρά μου εκεί το ένα και εκεί το άλλο να κοιμηθούν. Και πέρασε ένα αυτοκίνητο με στρατιώτες γεμάτο παπλώματα τα οποία δεν ξέρω από που τα βρήκαν, μας είδαν που ήμασταν έτσι πάνω στο πεζοδρόμιο παραγειρμένοι και κατέβηκε το μωρό μου εκείνο δεν ξέρω ποιο είναι και κατέβασε τρία παπλώματα. Μου λέει, ‘σκέπασε τα μωρά σου θεία. Άκουσες; Και τις γριές σου. Σκεπαστείτε ως το πρωί εκεί’. Στη Γαλάτα έκανε πολύ κρύο. Πέθαινες. Άλλοι κοιμήθηκαν στο αυτοκίνητο, αλλά πόσους να χωρέσει μέσα. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο από το φόβο μας όταν φύγαμε. Οι Υψωνιάτες λοιπόν μας έφεραν…γκάζια…για να μας μαγειρεύουν και μας έφτιαξαν πράγματα να λούζουμε τα μωρά μας και τους γέρους…πράγματα πολλά. Μείναμε εκεί στη Λόφου ένα χρόνο.
Έφυγαν όλοι όμως μετά και έμεινα εγώ με τα μωρά μου και με τον άντρα μου. Άνοιξαν τα σχολεία και τα μωρά μας έπρεπε να πάνε σχολείο. Εν τω μεταξύ, η Άντρη μου ήταν στο νοσοκομείο. Έμπαινα από το πρωί εκεί, άφηνα τη θεία μου και τη μάνα μου στα μωρά και πήγαινα στη χώρα να βρω την κόρη μου και τον άντρα μου. Φύγαμε και πήγαμε και στον Άγιο Θεράπων που είχε σχολείο να πηγαίνουν οι δύο οι μικροί στο Δημοτικό και η Άντρη μου έπρεπε να πάει Γυμνάσιο και είχα τρελαθεί. Παναγία μου. Από εκεί έφευγα με τα λεωφορεία πήγαινα έβρισκα την κόρη μου, τον άντρα μου και τους έβλεπα στα νοσοκομεία. Σήκωσαν τον άντρα μου, που ήταν πιο ελαφρύς [ελαφριά τραυματισμένος], από το νοσοκομείο και τον πήραν στου Μορφάκη την κλινική, γιατί έγινε η δεύτερη εισβολή και δεν είχε κρεβάτια για τους πιο σοβαρά τραυματισμένους. Δεν ήξερα που ήταν, αλλά… τηλεφώνησα του Μορφάκη που τον ήξερα από το χωριό ήμασταν πολύ φίλοι, αχώριστοι. Με διαβεβαίωσε να μην μαραζώνω και ότι είχε τον άντρα μου περισσότερο από τον αδερφό του. Θα θεραπευτεί, μην φοβάσαι…πάω και στην Άντρη σου και την βλέπω. Μιλούμε και με τους γιατρούς οι οποίοι έκατσαν δέκα φορές όλοι μαζί σε ιατροσυμβούλια και ήθελαν να της κόψουν τα πόδια. Ο… Λαπήθης, ο Καμμίτσης, ο Ξερός και ο Σπανός. Όχι. Ο Σπανός ήταν συμπέθερός μας. Αυτοί αποφάσισαν να μην κόψουν τα πόδια της κόρης μου και να την κάνουν να περπατήσει έστω και αν χρειαστεί πολλές εγχειρήσεις. Οι γιατροί έβαλαν γινάτι μαζί τους και ο Ξερός που είναι από τον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας και μέσα σε δύο χρόνια αγαπητή μου έκαναν την Άντρη μου και περπάτησε. Τώρα όμως τόσα χρόνια μετά, περίπου 36, έχουμε άλλο πρόβλημα. Δεν ξέρω. Μάλλον κάποια νεύρα εδώ πάνω στον αυχένα της [ενοχλούν] και σέρνει το πόδι της. Ο Θεός που έχει τη δύναμη. Θεέ μου, Χριστέ μου τον κόσμο σου.
Ερευνήτρια: Ο…άντρας σας πόσο καιρό έκανε στο νοσοκομείο;
Α. Σιαμπέτα: Ο άντρας μου έκανε εννιά μήνες…Είναι πιο καλή η κατάσταση του…ξέρεις έκαναν εγχείρηση τα χέρια του, τα φρύδια του όμως ένα σίδηρο που είχε στην καρδία οι γιατροί είπαν ότι δεν θα το αγγίξουν [γιατί υπήρχε ρίσκο να πεθάνει]…Δεν ξέρω. Ήταν μπηγμένο στα παγίδια…εδώ και …δεν μπορούσαν να το βγάλουν. Και είπαν ας μείνει μέσα γιατί έτσι και αλλιώς δεν κινείται, δεν θα προχωρήσει να επηρεάσει την καρδιά. Είχε φυτευτεί, έχει δέσει εκεί.
Ερευνήτρια: Ο σύζυγος σας τώρα που είναι;…
Α. Σιαμπέτα: Πέθανε.
Ερευνήτρια: Έχει χρόνια;
Α. Σιαμπέτα: Έχει 7 χρόνια. Τώρα τον Μάρτη θα κάνουμε το…[μνημόσυνο] 7 χρόνια.
Ερευνήτρια: Μάλιστα. Πείτε μου λίγο, στην διαδρομή όταν έγινε αυτό στη Λάπηθο……Εσείς είπαμε ότι είχατε καταλάβει ότι είχαν έρθει οι Τούρκοι αφού είδατε στη θάλασσα τα πλοία…
Α. Σιαμπέτα: Ναι…το σπίτι μου και η θάλασσα ήταν κοντά αγάπη μου.
Ερευνήτρια: Και μετά ήταν οι βομβαρδισμοί από τα αεροπλάνα;
Α. Σιαμπέτα: Ναι, μετά.
Ερευνήτρια: …Τι γινόταν; Στο μεταξύ εσείς πως νιώσατε βλέποντας τα αεροπλάνα; Οι άλλοι στη Λάπηθο, στη γειτονιά κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά;
Α. Σιαμπέτα: Εκεί ήμασταν τέσσερα σπίτια. Όταν είπε ο άντρας μου ότι ήρθαν οι Τούρκοι φώναξε και στους γείτονές μας. Τι να κάνουμε οι καημένοι. Είχαν και εκείνοι μωράκια και…είχαν και αυτοκίνητο και μπήκαν μέσα. Εμείς αυτοκίνητο τότε δεν είχαμε. Είχαμε τρακτέρ και άλλα μηχανήματα. Δεν ξέραμε που να πάμε. Και εν τω μεταξύ αφού πήραν τον άντρα και την κόρη μου [ούτε] εγώ ήξερα πού να πάω. Ύστερα όταν ήρθαν οι άλλοι από τη Λάπηθο και μας πήραν μπορέσαμε να φύγουμε. Οι γείτονες όμως που πήγαιναν στη Μόρφου επέστρεψαν μια μέρα με τη μάνα μου και τη θεία μου φέρνοντας τις κοντά μου. Γιατί όπως είπα αυτές δεν έφευγαν να αφήσουν το σπίτι….
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Ερευνήτρια: …Πόσες ώρες ήταν η διαδρομή που πηγαίνετε από τη Μόρφου στο νοσοκομείο με το λεωφορείο;
Α. Σιαμπέτα: Περίμενε. Από το σπίτι μου για να πάμε στη Μόρφου θέλαμε……ένα τέταρτο. Από εκεί σπίτι μου για να πάμε στα Πάναγρα. Δεν ξέρω αν ξέρεις ή αν πήγες στους τόπους μας. Περνάς τη Βασίλεια, μετά είναι η θάλασσα και …πριν πας έχει ένα γεφύρι. Πριν ξεκινήσουμε εμείς από το σπίτι μας πέρασε ένα αεροπλάνο και βομβάρδισε το γεφύρι [για να μην μπορέσουμε να περάσουμε]. Αλλά ο Θεός το έριξε πάνω στον λόφο και δεν πάθαμε τίποτα.
Ερευνήτρια: Οπότε δεν θα μπορούσατε να φεύγατε από εκεί;…
Α. Σιαμπέτα: Όχι μόνο εμείς. Θα έκοβε [την πρόσβαση] από τη Λάπηθο, Καραβά, Άγιο Γεώργιο από κει στους τόπους εκείνους για να μην περάσει ο κόσμος. Που σημαίνει θα έμεναν μέσα [στα χωριά και θα ήταν πιο εύκολο] για τους Τούρκους να μας σκοτώσουν. Ο Θεός όμως έκανε το θαύμα του. .…
Από τη Μόρφου λοιπόν θέλαμε περισσότερο από μια ώρα να πάμε στη Λευκωσία στο νοσοκομείο και άλλη μια να έρθουμε πίσω. Γιατί από τις βόμβες που έριξαν, οι δρόμοι είχαν γίνει χώματα, σαν το αλεύρι…και όταν περνούσε το αυτοκίνητο από μέσα…δεν έβλεπες μπροστά σου από τη σκόνη… Έχω πολλά να πω, αλλά … δεν μπορώ.
Ερευνήτρια: …Ακούσετε καμιά άλλη ιστορία από…τη Λάπηθο ή από άλλες περιοχες κατά τη διάρκεια ή μετά;
Α. Σιαμπέτα: Μετά ακούσαμε. Μετά που φύγαμε και που πήγαινα στη Λευκωσία……[στο νοσοκομείο και ερχόταν κόσμος να δει τους αρρώστους του] είπαν ότι ένας γιός του Χαράλαμπου του Σημούρη, που ήταν στρατιώτης εκεί στα φυλάκια κοντά στη θάλασσα στη Λάπηθο, χτυπήθηκε από το πρώτο αεροπλάνο που χτυπηθήκαμε κι εμείς και τον πλήγωσε στην κοιλιά βγάζοντας έξω τα έντερα του. Οι γείτονες εκεί έτρεξαν αμέσως να τον βοηθήσουν και τον έδεσαν με σεντόνια,… ειδοποίησαν το ασθενοφόρο και τα αυτοκίνητα που ήταν εκεί για… βοήθεια. [Η άλλη ιστορία συνέβηκε στη Βασίλεια.] Μόλις φύγεις από το σπίτι μου και πάς προς τη Βασίλεια, υπήρχαν έξω σπίτια ανώγια με βεράντες. Περνώντας το αεροπλάνο έριχνε βόμβες και έκοψε το κεφάλι κάποιου Βασιλειώτη πάνω στη βεράντα του…
Ερευνήτρια: Γιατί έγιναν αυτά; Εννοώ …καταλάβατε γιατί έγιναν όλα αυτά και γενικά η εισβολή; …Ήταν όντως δικαιολογημένο για σας ως απλός κόσμος που βιώσατε όλη αυτή την τραγωδία;
Α. Σιαμπέτα: Όχι……Γιατί…δεν λέμε το γιατί; Ως τώρα ρωτούμε το γιατί. Γιατί;
Ερευνήτρια: Περιμένατε ότι θα γινόταν η εισβολή σε κάποια φάση;
Α. Σιαμπέτα: …Όχι. Μόλις…σκότωσαν τον Μακάριο έγινε το πραξικόπημα… Ο άντρας μου ήξερε αυτά τα πράγματα που ήταν έξι χρόνια το ‘40 στο στρατό... ‘Έριξαν τον Μακάριο, αύριο θα έρθουν οι Τούρκοι’, είπε τότε. Κατάλαβες; ‘Θα έρθουν οι Τούρκοι’, λέει. ‘Το έκαναν αυτό για να έρθουν οι Τούρκοι να μας πάρουν την Κύπρο και να την μοιράσουν από τη μέση’, μου είπε. Από εκεί στο σπίτι μου, μέχρι την Τουρκία σαράντα μίλια είναι… Καθόμασταν στη βεράντα και βλέπαμε τα φώτα…πάνω στο…βουνό τους... Θα σου πω άλλο ένα πράγμα. Αν γράφεις κιόλας θα γελούν αν τα δείξεις. Στη Λάπηθο εκεί σπίτι μου μόλις βουτούσε ο ήλιος και είχε ανομβρίες στην Τουρκία και δεν είχαν φαγιά να φαν τα ζώα τους ξέρεις τι γινόταν; Έμπαιναν οι αγελάδες, τα δαμάλια τους… μέσα στη θάλασσα, κολυμπούσαν και έρχονταν απ’ έξω από το περβόλι μας που είχε σπαρμένα σιτάρια, κριθάρια, βίκους …για να φάνε και να ξεκουραστούν και πάλι πίσω.
Ερευνήτρια: Σοβαρά;
Α. Σιαμπέτα: Δεν θα πιστέψεις αυτό το πράγμα…..Ο άντρας μου… σηκωνόταν πρωί και πήγαινε πάντα στη θάλασσα για βόλτα ώσπου να σηκωθούν τα μωρά να πάνε στο σχολείο …Μια φορά μας λέει, ‘εψές τα σιτάρια ήταν τόσο ψηλά. Ποιός κυλίστηκε τώρα μέσα και τα πάτησε κάτω;’ Πήγε στον καφενέ και είπε ότι στο περιβόλι του στον τάδε τόπο και κάτω από αυτό οι δέκα σκάλες του Παρασκευαϊδη και πέντε σκάλες του τάδε του Δημήτρη τα σιτάρια ήταν πατημένα. Ένας εκεί στον καφενέ είπε ότι ίσως να λύθηκε ο γάιδαρος του τάδε και πρότεινε να βάλουν ένα Τουρκόπουλο να προσέχει και να τον πληρώσουν αλλά αυτός τελικά δεν ήθελε. Ο άντρας μου έλεγε όμως ότι δεν είναι ένα γαϊδούρι, ούτε κατσίκες αλλά ότι είναι πολλά ζώα μαζί και μάλλον αγελάδες, γιατί το είχε καταλάβει από τα ίχνη τους. Ένας άλλος είπε ότι θα καθόταν εκεί κρυμμένος τη νύχτα με το κυνηγετικό όπλο για να δει. Μετά από τρεις νύχτες οι κυρίες δαμάλες [εμφανίστηκαν] σε άλλο κομμάτι χωραφιού. Έφαγαν, χόρτασαν και πήγαν…πίσω. Τους λέει ο άντρας μου ο μακαρίτης, ‘είδατε που σας λέω και δεν με πιστεύατε ότι έρχονται από τη θάλασσα;’
Ερευνήτρια: Μάλιστα. Τόσο κοντά ήταν [η Τουρκία δηλαδή].
Α. Σιαμπέτα: Ναι τόσο κοντά. Ήθελες μια ώρα από εδώ να πας Λευκωσία. Περίπου είναι η ίδια απόσταση από τη θάλασσα να πας Τουρκία οπότε αυτά μια ώρα έρχονται έκαναν και έφευγαν. Σαράντα μίλια είναι. Η αγελάδα κολυμπά πολύ γρήγορα σαν αυτοκίνητο. Ξέρω το ότι δεν πιστεύετε. Και εγώ όποτε το πω δεν πιστεύουν, αλλά είναι αληθινά πράγματα… Ένας γνωστός μας όταν ζούσε τότε και μιλήσαμε, τώρα πέθανε από καρκίνο από το μαράζι του, είπε ότι πράγματι είναι αλήθεια. ‘Κυρία Αναστασία είναι αλήθεια’, μου είπε. Ο πατέρας μου επίσης μας τα έλεγε και ακούαμε εμείς όταν ήμασταν πιο μικροί.
Ερευνήτρια: Με τους Τουρκοκύπριους είχατε σχέσεις;
Α. Σιαμπέτα: Πολλές. Από το σπίτι μου…βλέπεις [δείχνει μια φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο]; ……Ο δρόμος που φαίνεται πάει από Κερύνεια Λευκωσία. Είναι ο δρόμος της Λευκωσίας. Από εδώ και κάτω μέχρι τη θάλασσα είναι σαράντα σκάλες. Το δικό μου είκοσι σκάλες και ένα άλλο χωράφι άλλες είκοσι σκάλες. Από εδώ ως τη θάλασσα και ως το Βαβυλά είναι τριακόσιες σκάλες, του Χαλιμπραήμ. Με τον Χαλιμπραήμ και την οικογένεια του ήμασταν πολύ φίλοι, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, περάσαμε πολλά με τα παιδιά τους, με τους δικούς τους, με τις γυναίκες τους. Ο άντρας μου τους έσπερνε, τους θέριζε και τους αλώνευε. Δεν έχουμε κανένα παράπονο από Χαλιμπραήμηδες και γενικά από τους Τουρκοκύπριους.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Το κακό είναι από τους ξένους. Εμείς μεταξύ μας περάσαμε πολύ καλά. Εγώ ήμουν μόνη μου στον κάμπο χωρίς σπίτια γύρω μου από την πάνω μεριά και πηγαινοέρχονταν σπίτι μας και δεν είχε να πει κανένας τον παραμικρό λόγο…. Εγώ δεν λέω ψέματα ούτε και να κατηγορήσω ούτε να με κατηγορήσει κανένας θέλω……
Ερευνήτρια: Πήγατε τώρα πρόσφατα στο σπίτι σας;…
Α. Σιαμπέτα: Πήγα μετά επειδή ο άντρας μου δεν πήγαινε. Του έλεγα ότι ήθελα να πάω και ας πεθάνω. ‘Να δω το σπίτι μου και ας πεθάνω’. ‘Να πάς’, μου λέει. ‘Εγώ για να πάω θέλω να μείνω’, έλεγε. ‘Δεν πάω και να έρθω’. Πήγαμε με το δεύτερνο, τον Κόκο μου, και αν ήμασταν τηλεφωνημένοι αγαπητή μου [δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο]. Είχε έρθει ο άνθρωπος από τη θάλασσα με το τρακτέρ του και βρεθήκαμε μπροστά του. Κατέβηκε και άνοιξε την αγκαλιά και είπε …’που είναι τούτος!’ Πού είναι ο άντρας μου, εννοούσε. ‘Πού είναι; Πού τον άφησες. Γιατί δεν τον έφερες;’
Ερευνήτρια: Συναντήσατε δηλαδή τον Ημπραήμ; Ή μετά;
Α. Σιαμπέτα: Ναι χωρίς να ξέρουμε [ή να κανονίσουμε].
Ερευνήτρια: Οπότε τυχαία τον συναντήσετε…
Α. Σιαμπέτα: Τυχαία.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Ήταν τόσο πολύ ευχαριστημένος και από τον άντρα μου και που μας υποδέχτηκε στην αγκαλιά του.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Ότι και να πούμε είναι ο ξένος και ο τρίτος που μπήκε στη μέση. Γι’ αυτό καταστράφηκε η Κύπρος. Τίποτε άλλο…Γιατί τα έκαναν αυτά όμως [δεν ξέρω]…
Ερευνήτρια: Τι περιμένετε να γίνει;…
Α. Σιαμπέτα: Εγώ θέλω να γίνει ειρήνη, αγάπη, να έρθουν εκείνοι στα σπίτια τους και να πάω και εγώ στο σπίτι μου. Τίποτε άλλο δεν θέλω. Τίποτε.
Ερευνήτρια: Το… σπίτι που είστε τώρα είναι…χαλίτικο; Ήταν τουρκοκυπριακό σπίτι;
Α. Σιαμπέτα: Αυτό είναι τούρκικο αγάπη μου…Αλλά έκανα πολλά έξοδα [για να το φτιάξω] αλλά … είναι παλιό.…Δεν πειράζει. Θα περάσουμε. Εγώ έχασα τον άντρα μου……δεν με νοιάζει από τα σπίτια. Θέλω να πάω σπίτι μου. Αρκετά. Όλη μέρα θέλω να πηγαίνω κόρη μου. …Άμα είχε λεωφορείο, θα τα άφηνα όλα απλωμένα και θα πήγαινα να βλέπω το σπίτι μου και να φεύγω. Δεν ξέρω γιατί.
Ερευνήτρια: Πόσες φορές πήγατε μέχρι τώρα;
Α. Σιαμπέτα: Άμα σου πω θα με βγάλεις τρελή… Ήρθε ο κουνιάδος μου από την Αυστραλία, έκαμε έξι μήνες, πήγαμε και δεκαπέντε-είκοσι φορές.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Κάθε τρεις ημέρες αυτός ήθελε να πηγαίνει. Είχα αρρωστήσει όμως με πίεση και δεν μπορούσα. Του έλεγα ότι αν με παίρνει εκεί συνέχεια θα πεθάνω. ‘Όχι, θα πάμε και τώρα και φτάνει’, μου έλεγε.
Ερευνήτρια: Μένουν Τουρκοκύπριοι ή έποικοι στο σπίτι σας;
Α. Σιαμπέτα: Όχι. Ο κύριος είναι Τουρκοκύπριος από τη Γεροσκύπου μάλιστα και δεν μας θέλει να μπούμε σπίτι. Μαλώνει. Η γυναίκα του είναι πολύ καλή. Είναι ξένη και καλύτερη από αυτόν. Όταν δεν είναι σπίτι εκείνος [αυτή μας καλωσορίζει και μας υποδέχεται με] αγκαλιές, φιλιά…εγώ…δεν τρώω [αυτά που μας προσφέρει] ή να κάτσω. Εγώ θέλω μόνο να δω το σπίτι μου. Έκανα τέσσερα χρόνια να πάω, αλλά είχαν πάει τα παιδιά πιο πριν και τους είπαν από πού είναι αυτοί...
Ερευνήτρια: Δεν είναι Τουρκοκύπρια δηλαδή η γυναίκα του;
Α. Σιαμπέτα: Όχι. Είναι ξένη …αλλά δεν ξέρω από που.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Δηλαδή δεν μιλά ελληνικά, μόνο όταν σε καλωσορίζει. Όμως από εδώ στο σπίτι ευθεία κάτω 20 σκάλες έχει ένα άλλο σπίτι μιας άλλης γυναίκας…από τη Βασίλεια. Η γριά αυτή και ο άντρας της είναι από το … Βαρώσι.. Πριν μας γνωρίσει καλά καλά…μόλις μας δει και καταλάβει το αυτοκίνητο μας [στρώνει] τραπέζια. Τα πάντα να τα παρουσιάσει εκείνη η γυναίκα που δεν μας ξέρει…Και αυτός που είναι στο σπίτι μου δεν με θέλει. Θα πάρω μια βέργα καμιά μέρα είπα στα παιδιά μου και θα του σχίσω το κεφάλι αν πάω και δεν με βάλει σπίτι.
Ερευνήτρια: Νομίζετε ότι μπορούμε να ξαναζήσουμε με τους Τουρκοκύπριους;
Α. Σιαμπέτα: Κοίταξε να σου πω. Αν είναι τα παιδιά τους όπως έχουμε εμείς τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ναι. Ειδεμή και είναι Τούρκοι της Τουρκίας όχι. Δεν το πιστεύω. Γιατί εκείνοι δεν μας θέλουν. Πρέπει να φύγει ο ξένος …στρατός. Ο ξένος να φύγει. Δεν θέλουμε να μείνουν. Δεν πρέπει να είναι εδώ. Πώς θα ζουν τα παιδιά μας; Σωστά; Δεν ξέρω. [Όταν ακούω τους πολιτικούς που συζητούν]…στην τηλεόραση για αυτά και κάνουν και ράνουν νευριάζω, αγχώνομαι και ψηλώνει η πίεση μου. [Γελά].
Ερευνήτρια: …Δεν ξέρω αν θέλετε να πείτε κάτι έτσι τελευταίο…που νιώθετε και δεν σας ρώτησα.
Α. Σιαμπέτα: Τι να σου πω; Νευριάζω και αγχώνομαι και τα χάνω. Στενοχωριέμαι πολύ. Θέλω να πάω σπίτι μου. Θέλω.
Ερευνήτρια: Δηλαδή αν είχατε την …ευκαιρία θα…πηγαίνατε να ζήσετε εκεί;
Α. Σιαμπέτα: Αν …πουν… ότι… δίνουν τη Λάπηθο και ότι θα [συζούμε με τους Τουρκοκύπριους] εγώ θα πάω. Αλλά όχι με Τούρκους της Τουρκίας. Ο Χαλιμπραήμης είχε ζώα εκεί και εργάτες από τη Λευκωσία. Τα πλάσματα ήταν χρυσά. Όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι μας, μας τηλεφώνησαν, δεν ξέρω ποιός τους έδωσε τα τηλέφωνα μας, και είπε ο Χαλιμπραήμης στον άντρα μου, ‘ρε Σιαμπέτα εγώ είμαι στο σπίτι σου μην μαραζώνεις και δεν θα σου το πειράξουν. Εγώ είμαι. Ύστερα ήρθαν αυτοί οι ξένοι Τούρκοι και τον έβγαλαν έξω και εξαφάνισαν τα πράματά μας. Ούτε μια καρέκλα δεν άφησαν. Τίποτα, κανένα σημάδι από το σπίτι. Σημάδια έχει μόνο εκεί που δεν μπογιάτισαν.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: … Όταν μπήκα μέσα, τη σάλα και το χωλ μου τα έκαναν ένα. Χάλασαν τους τοίχους και τα έκαναν…
Ερευνήτρια: Μάλιστα. Εσείς φεύγοντας δεν πήρατε τίποτα από τη Λάπηθο δεν είναι;
Α. Σιαμπέτα: Όχι μάνα μου. Τότε είχα τους δύο πληγωμένους και πού να ήξερα τι θα έκανα…Έπρεπε να παίρναμε τα παράσημα της Αγγλίας του άντρα μου από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο του ’40 όταν ήταν στρατιωτικός.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: …Έμειναν λοιπόν απ’ εκεί τα πράγματα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τα προικιά τότε. Ούτε λίρες δεν πήρα που είχε ο άντρας μου στις τσέπες του. Ήρθαμε τσίτσιδοι και ξυπόλητοι…
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
Α. Σιαμπέτα: Πώς θα τα κανονίσω εγώ τώρα; Είπαν θα δώσουν λίγα λεφτά για τους στρατιωτικούς που ήταν έξω. Η σύνταξή μου που δούλευα είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια αγάπη μου είναι μόνο διακόσια ευρώ. Θα περάσουμε. Τι να κάνουμε.
Ερευνήτρια: Είναι δύσκολο;
Α. Σιαμπέτα: Πολύ δύσκολο. Αλλά [θα ήταν καλά] να είχε ένα λεωφορείο να πηγαίνω κάθε μέρα στη Λάπηθο. Και θέλω να πηγαίνω και στον Κεφαλόβρυσο. Πήγα στην «κουφή πέτρα» και έβγαλα από τις γωνιές φτερίκια. Και φύτεψα και γέμισα τους τόπους. Αύριο που θα έρθουν οι Λαπηθιώτες και θα τους πω ότι εδώ είναι η λεμονιά της Λαπήθου και τα φυτά μας, τα κυκλάμινα μου. Έχει και η θεία σου φτερίκι της Λαπήθου [απευθύνεται στην ερευνήτρια]. Δεν ξέρω από πού το βρήκε αυτή... [Γελούν].